Δυο-τρεις σκάρες (γύπες στην τοπική διάλεκτο) σε μια χαμηλή πτήση και ένας τρομακτικός ήχος δυνατού ανέμου με καλωσορίζουν, όχι πολύ φιλικά, στα Τεμένια, στα Λευκά Όρη. Τα φύλλα του παλαιού, προφυλλοξηρικού αμπελώνα είναι τώρα καταπράσινα και μοιάζουν σαν να προσπαθούν να κρατήσουν κοντά τους τα πρώτα δεμένα βλασταράκια που χοροπηδούν επιτόπια από τον αέρα. Χάρη στις ατέλειωτες χειμερινές λιακάδες, στη δροσιά που έρχεται υπόγεια από τα πιο ψηλά βουνά της, όταν τα χιόνια λιώνουν, και στο (για πόσο ακόμα;) υπέροχο κλίμα της Μεσογείου, τα αμπέλια στην Κρήτη μακροημερεύουν. Τα περισσότερα του νησιού βρίσκονται στον Νομό Ηρακλείου, γύρω από τις Αρχάνες, τα Πεζά, τις Δαφνές, ωστόσο όλοι οι νομοί διαθέτουν αμπελώνες (οινάμπελα και σταφιδάμπελα) σε μια έκταση που ξεπερνά τα 220.000 στρέμματα, από τη Σητεία μέχρι τα ορεινά του Ρεθύμνου και των Χανίων.
Το κρασί για την Κρήτη είναι ένα κύτταρο εκ των ων ουκ άνευ, αδιάσπαστο κομμάτι της ιστορίας της, με σημαντικές τομές στην κοινωνική ζωή, στο εμπόριο, στην τουριστική ανάπτυξη, για περισσότερα από 3.500 χρόνια. Αυτό αποκάλυψε πριν από κάποιες δεκαετίες η ανασκαφή στο Βαθύπετρο, η οποία έφερε στο φως μινωικό πατητήρι το οποίο υπήρχε στην έπαυλη που χτίστηκε εκεί γύρω στο 1580 π.Χ. Όταν, πολύ αργότερα, η Κρήτη κατακτήθηκε από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας (1211) και μέχρι το τέλος της Ενετοκρατίας (1669), από την Candia ταξίδευαν υπερπόντια περισσότερα από 100.000 πιθάρια και κρασοβάρελα με Μαλβαζία για να πωληθούν στο εξωτερικό.
Το κρασί για την Κρήτη είναι ένα κύτταρο εκ των ων ουκ άνευ, αδιάσπαστο κομμάτι της ιστορίας της, με σημαντικές τομές στην κοινωνική ζωή, στο εμπόριο, στην τουριστική ανάπτυξη, για περισσότερα από 3.500 χρόνια.
Από τον ζωικό ασκό στην εμφιάλωση
Στα νεότερα χρόνια, η οινοπαραγωγή γίνεται κληρονομιά και οικογενειακή υπόθεση. Πολλοί από τους παραγωγούς είναι κρασάδες τέταρτης και πέμπτης γενιάς, προερχόμενοι από φαμίλιες αμπελουργών ή επιχειρηματιών της εποχής, που ανέκαθεν είχαν την οινοπαραγωγή είτε ως κύρια είτε ως δεύτερη απασχόληση. Μια τέτοια ιστορία διηγείται ο Νίκος Μηλιαράκης για τον προπάππου του.
Κοντά στο 1900 ο Αντωνάκης Μηλιαράκης διατηρεί ένα χάνι στα Πεζά, για να εξυπηρετεί όσους ταξίδευαν από τον νότο του νομού προς το Ηράκλειο και χρειαζόταν να διανυκτερεύσουν, καθώς οι πόρτες της πόλης έκλειναν το βράδυ. Το χάνι του Αντωνάκη γίνεται γνωστό κυρίως για το κρασί που φτιάχνει. Πιθανολογείται πως ήταν μαρουβάς, το πιο φημισμένο και αγαπημένο είδος κρασιού μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Έως τότε όσοι έφτιαχναν κρασί το μετέφεραν μέσα σε ζωικούς ασκούς και έπειτα σε μικρά πιθάρια και το διακινούσαν με κάρα και ζώα. Τα τέσσερα παιδιά του Αντωνάκη φτιάχνουν το πρώτο οινοποιείο το 1932, πουλώντας κρασί σε ασκούς και βαρέλια.
Το 1952 γίνεται η πρώτη εμφιάλωση από τους Μηλιαράκηδες στα Πεζά και το 1959 η ετικέτα τους, Castello, από Κοτσιφάλι και Μανδηλάρι, εξάγεται στη Γαλλία. Την ίδια περίοδο εμφιαλώνουν και στην τότε πολυδύναμη Ένωση της Σητείας. Τη δεκαετία του 1970, δεν ήταν πολύ περισσότεροι από πέντε οι παραγωγοί εμφιαλωμένου προϊόντος. Το πιο διάσημο ήταν το κρασί Μίνως των Μηλιαράκηδων. Μέχρι τη δεκαετία του ’80 τα οινοποιεία που συσκευάζουν σε φιάλες διπλασιάζονται, ενώ τη δεκαετία του ’90 αρκετές οικογενειακές επιχειρήσεις εμφανίζονται. Παράλληλα, αναπτύσσεται ένα νέο μοντέλο τουρισμού και λειτουργούν κάποιες μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες της Ελούντας, που τα αλλάζουν όλα.