Γράφει ο Νίκος Λουκαδάκης («Ο Δαφνιανός»)
Άχι πως ρέγομαι να σκαλώνω στα έβγορα και να θωρώ τούτη την Κόρη που αιώνια κείτεται στο αφροντυμένο πέλαγο. Μα πιο πολύ ρέγομαι όταν με παίρνει ο ύπνος στον κόρφο της και μέρες μετά μυρίζω ρίγανη, θυμάρι κι έρωντα. Η φωνή της, το πρωί θυμίζει κοτσίφι που καλοδέχεται την άνοιξη, το μεσημέρι μοιάζει με το ρυθμικό τραγούδι των τζιτζικιών και το βράδυ με το κελάηδισμα του αηδονιού στ’ ακρόδασος.
Χρόνια με κουβαλούσε στην κοιλιά της και σαν με γέννησε, βύζαξα το γάλα της και χορτάσανε τα σπλάχνα μου, τα μάτια μου, ο νους και η ψυχή μου. Μετά με πήρε απ’ το χέρι και σ’ ένα μερόνυχτο γύρισα όλο τον κόσμο. Είδα πολιτείες με τείχη θεόρατα που τις φυλούσαν πέτρινοι λέοντες. Είδα χωριά που τα πηγάδια τους, αντί για νερό, ανάβλυζαν κρασί και λάδι. Είδα χαλάσματα κι ερημωμένες εκκλησιές που ανάμεσα στα πελέκια και στις πεσμένες καμάρες δεν φύτρωναν συκιές παρά χαμομήλι κι αβάρσαμος.
Πέρασα χιλιόγεννους κάμπους και λόφους μυριόκαρπους, ανέβηκα σε δασωμένα πλάγια, είδα ανήλιαγα γκρεμνά και πάτησα σε τζουγκριά ακονισμένα από τον χρόνο και τον άνεμο. Βγήκα σε ψηλές κορφές με άλιωτο χιόνι, μπήκα σε μιτάτα που τα ‘χτισαν Κουρήτες και ημίθεοι. Έσκυψα και ήπια νερό από κρουσταλλένιες πηγές, έγρανα το κεφάλι μου σε ήρεμα, τρεχούμενα νερά ποταμών κι είδα νεράιδες να λούζουν τα χρυσαφένια μαλλιά τους σε λίμνες ηλιοστόλιστες.
Ύστερα μπήκα σε σπήλαια βαθιά, απόκοσμα και γύρω μου χόρευαν στον σκοπό της σιωπής άγιοι και δαιμόνοι ερημίτες. Πέρασα φαράγγια καταπράσινα κι άλλα άγρια, αφιλόξενα που γεννούν μόνο χαράκια. Είδα βελούδινες, ήρεμες ακρογιαλιές που το κύμα χαϊδεύει ερωτικά την άμμο κι άλλες που η θάλασσα μάχεται να τις καταλύσει και βρουχάται σαν θεριό. Είδα πρόβατα να σαλεύουν σε αρχέγονα μονοπάτια και να γεμίζει λευκό το γκρίζο τοπίο των βουνών. Αίγες ανήμερες κρεμόταν στα φρούδια και περιγελούσαν το θάνατο βελάζοντας. Από πάνω μου αετοί και γεράκια με το αρχοντικό τους πέταγμα έπαιζαν με τον βοριά και σκάρες με τα τρομαχτικά, πεινασμένα μάτια τους, γύρευαν κάποιο κουφάρι ζώου.
Μα είδα κι ανθρώπους στο ταξίδι αυτό. Ανθρώπους που είχαν στα μάτια τους τον θρήνο και στα χείλη τους τη χαρά, που το τραγούδι τους αντηχούσε στ’ αυτιά μου σαν καμπάνα Βυζαντινής εκκλησίας. Είδα άντρες που από τη μια βαστούσαν το δοξάρι της λύρας κι απ’ την άλλη μαυρομάνικο μαχαίρι που έσταζε αίμα.
Είδα γυναίκες μαυροφορεμένες με σκαμμένα πρόσωπα να αντροπατούν τη γη και κοπέλια φορτωμένα το αλέτρι της μοίρας να σπέρνουν την ελπίδα στα πετρωμένα χώματα. Ύστερα τους είδα όλους, άντρες, γυναίκες και κοπέλια να στένουν χοροστάσι στ’ αλώνι του χρόνου. Μπήκα κι εγώ στον κύκλο, έσφιξα γερά τα καλοδουλεμένα χέρια τους και στριφογύριζα μαζί τους μέχρι που βγήκε το ολόγιομο φεγγάρι. Ακούω ακόμα τα γέλια τους, η μυρωδιά τους ακόμα γεμίζει τα σωθικά μου και η θωριά τους ακόμα μερεύει την ψυχή μου.
Πόσα θαύματα είδα μονημερίς και δε με άφησες ούτε μία στιγμή μοναχό μου, μόνο με βαστούσες συνέχεια από το χέρι. Άχι πως σε ρέγομαι μάνα μου Κρήτη, γη των μακάρων.
(Ευχαριστώ τον φίλο και εξαίρετο φωτογράφο Νίκο Νικολάου για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών του)