Διάσωση μαντινάδων – φωτογραφικό υλικό: Φανούριος Ζαχαριουδάκης μέλος της ΠΑ.Ε.ΔΗ. και ΜΜΕ
Από ντά ν-ήμουνα μικιό κοπέλι και συγκεκριμένα από την ηλικία των τεσσάρω χρονώ περίπου, θυμάμαι το πατέρα μου τον Ντουϊντομανώλης- Εμμανουήλ Ζαχ. Ζαχαριουδάκη και ετσά που καθόμαστε στο πυρόμαχο τα βράδια, μας ήλεγε διάφορα τραγούδια, όπως γαϊδουροτράγουδα που ήβγαζε ο ίδιος σαν λαϊκός ποιητής τσ’ εποχής εκείνης, αλλά και πάμπολλες παλιές Κρητικές μαντινάδες, που μεγαλώνοντας τσ’ έγραφα σε τετράδια με διαφορετικές ημερομηνίες και παραθέτω ένα μέρος απ’ αυτές, που μερικές τσ’ έχω δημοσιεύσει και στο παρελθόν:
Κρήτη μου όμορφο Νησί κι’ όμορφο περιβόλι,
απού σε συνορίζονται, οι Βασιλιάδες όλοι.
Στη Κρήτη είν’ η λεβενδιά κι’ αντρειοσύνη αντάμα
κι’ μαντινάδα λέγεται, με γέλιο και με κλάμα.
Είμαι λεβέντης Κρητικός και θα σου πω δυο λέξεις,
πριχού το κόψεις το πανί, καλά να το διαλέξεις.
Φίλον δοκιμαζόμενον, σα τονέ δοκιμάσεις,
από μακριά χαιρέτα τον κιάν έχει, μη του πιάσεις.
Η κάμπια τρώει το ν-ανθό κι πέρδικα τη τρούλα
κι’ ότι κια κάμει κάθα είς, επά πληρώνουντ’ ούλα.
Ο άνθρωπος στα νιάτα του, κάνει μα δε λογιάζει,
σαν έρθ’ ο νούς στη κεφαλή, ούλα τα λογαριάζει.
Γιατρός πασχίζω να γενώ κιαν τό ‘χεις κισιμέτι,
θα σου γιατρέψω τη πληγή, απού ‘χεις μες το μπέτη.
Νάμουνα νιος κι’ απάντρευτος, να παίζω και τη λύρα,
να μην αφήσω κοπελιά , για να γνωρίσει μοίρα.
Σα τη μυρθιά τση Παλιανής, οντέ ν-ανθεί και δένει,
ετσά ‘ναι κι γι’ αγάπη μου, ροδοξεφουντωμένη.
Ούλου του κόσμου οι ξανθιές, μονόπαντας να μπούνε,
τη χάρη μιας μελαχρινής, δεν τηνέ ξεπερνούνε.
Η Πούλια κι’ ο Αυγερινός, μαζί και ούλα τ’ άστρα,
εκείνα νά σε πλάσανε, γυναίκα ξελογιάστρα.
Και νάξερ’ από που περνάς, να κάμω καλντερίμι,
να βάλω το πηλό χρυσό και το χαλίκι ασήμι.
Σα τη λαμπάδα τη χυτή, που σάζουνε στη πόλη,
ετσά ‘ναι το κορμάκι σου, καθημερνή και σκόλη.
Αν πας στον Άγιο το Μηνά κιά μιά φορά για χάζι,
να βρεις κολώνα να σταθείς, μική μου να σου μνοιάζει.
Η εδική σου ομορφχιά, ούλες τσ’ επηρεάζει,
τ’ άστρα ποτέ δε φέγγουνε, όταν ο Ήλιος λιάζει.
Τα πάθη πού ‘παθ’ ο Χριστός, τη Μεγαλοβδομάδα,
να πάθω ανέ σ’ αρνηθώ, παλιά μου φιλενάδα.
Υπομονή τσ’ απομονής, άνθρωπος πρέπει νά ‘χει,
για να το αποδέχεται, καλό, κακό, του λάχει.
Απού ‘χει την υπομονή, τρώει τ’ αυγό σφουγγάτο
κι’ απού ‘χει τη λιγοψυχιά, τρυπάτο και ρουφάτο.
Ωσά τη μυζηθρόπιτα, θα σε τουλουπανιάσω,
να σε φιλώ γλυκιά γλυκιά, ώστε να σε χορτάσω.
Δώς μου το Κόρη το φιλί και ψυχικό θα κάνεις
και Σύ δεν είσ’ αθάνατη, σκέψου πως θα ποθάνεις.
Δώς μου το Κόρη το φιλί, δώς μου το, του καημένου
και τάξε πως εχάρισες, ζωή αποθαμένου.
Καθώς σβήνει το κάθε φως, σβήνει κι’ κάθ’ αγάπη,
μα ‘φήνει μέσα στη καρδιά, πόνους καημούς και πάθη.
Σα τη κακή αργαντινή, που βρέχει και χιονίζει,
ετσά ‘ναι κι’ γι’ αγάπη σου και πχοιός τη κουλαντρίζει.
Από μιά παλιά νοικοκερά, το ν-ήκουσα ‘να λόγο,
εγούγια ντου που θα σκωθεί και δε χαφτεί ντελόγο.
Εγούγια ντου του κοτσιφού, οντέ μαδεί γι-οριά ντου
και κάθεται εις το κλαδί και τρέμουν τα ξερά ντου.
Γράμματα δε νε κάτεχα, μα ‘δά ‘μαθα και γράφω,
τω γυναικώ τσι διαολιές, γοργό ‘χω να τσι μάθω.
Μια χήρα, μια ν-αργαντινή, με κάλεσε στο σπίτι
και κάτσαμε και κλαίγαμε μαζί το μακαρίτη.
Σαν ανθισμένη μυγδαλιά, είν’ η αγάπη μ’ απόψε,
Θέ μου και χρόνια γράφετζη και τα δικά μου κόψε.
Σαν το ζητιάνο ήτρεχα, δρόμους και μονοπάθια,
να τα γυρέψω να τα βρώ, τα δυό Σου μαύρα μάθια.
Η κοπελιά η όμορφη, απ’ το Θειό ‘χει χάρη,
ούλοι τηνέ ζηλεύγουνε, μα φάτε μάθια ψάρι.
Κόψε τση Θέ μου τα φτερά, να μη μπορεί να πετάξει,
γιατί ξανοίγει τσ’ ουρανούς και το Θειό να φτάξει.
Και να μου κόψουν τα φτερά, χάμε θα στραταρίζω
και κειά που θάσε θάρχομαι, να σε σοδιαολίζω.
Και τα φτερά απού ‘χω γώ, ά δέ τά μοιραστούμε,
θα τα μαδήσω και οί δυό, χάμε θα περπατούμε.
Είναι γυναίκες που ‘χουνε, παλικαργιώ νταπχέτι
και κατά πούνε κάθα είς, του κάνου και ραέτι.
Σγουρό βασιλικάκι μου, σύρε να πας στη πόλη,
να σε μεταφυτέψουνε, στου Ρήγα το περβόλι.
Σ’ είντα περβόλι θα βρεθούν, σαράντα κυπαρίσσια,
νά ‘ναι και τα τρουλάκια ντως και των σαράντα ίσια.
Μικιό κυπαρισσάκι μου, απ’ το κυπαρισσώνα,
όπχοιος σε πάρει δε γερνά, ποτέ ντου στον αιώνα.
Το κυπαρίσσι το λιγνό, αέρας το ζεβλώνει,
τη κοπελιά την άγρια, ο νιός τηνέ μερώνει.
Το πρώτο πράμα τσι τιμής, είν’ στον ανδρειωμένο,
να μην τον εύρουνε ποτέ, σε πράμα μπερδεμένο.
Είχ’ ο Ρωμάνος ένα γυιο και λέγα ντον Ζαχάρη,
τρία Αγαδόπουλα ‘σφαξε, εις του Καταλαγάρη.
Σαν είν’ κιανείς από γενιά κι’ από μεγάλη σκλέτη,
το πράμα σ’ ούλο ξόδευγε και κάνετο ραέτι.
Μα σα δε ν-είν’ από γενιά, γύρευγε τη δουλειά σου,
για θα σου βράσει μπαμπεσιά, να κάψει τη καρδιά σου.
Τα ‘δέρφια δε χωρίζουνε κι’ μοίρα τό ‘χει γράψει
κι’ απού θα μπεί αναμεσώς, φωθιά να τονέ κάψει.
Στα πρώτα τρίχα δε χωρεί, στα δεύτερα μαχαίρι,
στα τρίτα και στα τέταρτα, γίνονται συμπεθέροι.
Απ’ ούλα τ’ άστρα τ’ ουρανού, ένα ‘ναι πούχει γνώση,
απού κλουθά του Φεγγαργιού, ώς τό νά ξημερώσει.
Φεγγάρι μου ζηλεύγω σου, στη λαμπερώτητά σου,
να μπόρουνα να σου κλουθώ, στα βασιλέματά σου.
Ο Μάης το εμάγεψε, το γάλα τω προβάτω
κι ο πρωτοούνης τό ‘βαλε, στου αραγού το μπάτο.
Το Μάη βούι μη ρεχτείς και τη Λαμπρή γυναίκα,
αν είναι κι’ εκατό χρονώ, θα σου φανεί για δέκα.
Κοντό δεν ήμουνα και ‘γώ, νοικοκερά στ’ αρδάχτι,
και πχοιός μου καταρίστηκε, να παίζω με το κάτη.
Τη κουζουλή μου κεφαλή, κριθάρι θα τη σπείρω,
να βάλω το βωλόσυρο, να τηνέ βωλοσύρω.
Νά ‘χαμε κι’ είντα νά ‘χαμε, σαράντ’ αυγά σφουγγάτο
και μια χειρομυλόπιτα, σαν τ’ αλωνιού το πάτο.
Αλάργο σου κι’ αλάργο μου, ψώρα ‘χεις και φοβούμαι,
να μη τη κολληθώ κι’ εγώ και δε μπορώ να ξούμαι.
Απού κοιμάται το ταχύ και τη δροσοποτούλα,
σηκώνεται τη ταχινή και τρώει μια σκατούλα.
Οι δυο παρέα κάνουνε, οι τρεις τηνέ χαλούνε,
οι τέσσερις τη φτιάχνουνε κι πέντε τη γλεντούνε.
Μια μαντινάδα θα σου πω και θά ΄ναι κι ‘όποια λάχει,
για το γουλίδι το τυρί, απού κρατείς στη ράχη.
Εις τη κορφή τση κεφαλής, με δάγκασε μια ψείρα
και βγάλανε και είπανε, πως αγαπώ μια χήρα.
Όσο μπορείς βαθιά βαθιά, το σπέρνε το κοπέλι
κι’ αυτό θα βγεί αρσενικό, αν θέλει κι’ αν δε θέλει.
Ταχιά στα λιομαζώματα, θα ν-έρθω στο χωργιό σου,
να το γυρέψω να το βρω, κερά τ’ αρχοντικό σου.
Τη χειμωνιά μου πέρασα, βρούβες κι’ ασκορδουλάκους,
χωράφι δε ν-επάτησα, να μη του κάμω λάκκους.
Να ‘χεις τα πόδια σου ζεστά, τη κεφαλή σου κρύα
και το στομάχι σ’ ελαφρύ, γιατρό δεν θά ‘χεις χρεία.
Οντέ μοιράζουν το λαγό, τα μέλη μου τρομάσου,
να μη μου δώσουν τα πλευρά και με κακομοιργιάσου.
Απόψε θα βάλουνε καβγά κι’ ‘ά σύρουν τα πιρούνια,
ούλοι θα ράξου στο καβγά και ‘γώ στα μακαρούνια.
Ακούσετε να σας σε πω, τα πάθη τα δικά μου,
Απόψε κατουρήθηκα, ψιλά μου και χοντρά μου.
Οσά το γκρά και το τσιφτέ, είναι του γέρο κώλος,
χωρίς μπαρούτι και φωτιά, είναι μπουρμπαδολόγος.
Οσά γεράσ’ ο άνθρωπος, θαμπώνεται το φως του,
θαρρεί πως κατουρεί μακριά κι’ αυτό, στάζει ομπρός του.
Οσά γεράσ’ ο άνθρωπος, είντα θαρείτε κάνει,
γούζεται, ξεμυξίζεται, βήχει και πορδοκλάνει.
Απού σπέρνει ογρό χωράφι και γαμεί γυναίκα γρέ,
μόνο το σπόρο χάνει και τη ζευγαρέ.
Σα θες να δεις τον Έλληνα, να πάρ’ ο νους τ’ αέρα,
βάλε τον αγροφύλακα, να κάμει μια ν-ημέρα”.
Μια μαντινάδα κάτεχα κι’ ‘ναι κι’ αυτή του τρόπου,
το κλά το χέ το φά το πχιέ, είν’ η ζωή τ’ ανθρώπου.
Άσπρος γεννάτ’ ο κόρακας και μαύρος καταντίζει
κι’ απού φρουκάται γυναικώ, στη φυλακή καθίζει.
Ο Παπάς απ’ το Ζαρό, τρώει το ”ψωμί” ξερό
κι’ ο Παπάς απ’ τη Γαλιά, του τσι ”πάνε” και γελά.
Γαλιά περήφανο χωργιό κι’ απού σου βρει ψεγάδι,
άψαλτος κι’ αλειτούργητος, να κατεβεί στον άδη.
Καντήλα και Βασιλική, καημένε Βουρβουλίτη,
Εκειά κοιμήθη μια βραδιά, στων ορνιθώ τη κοίτη.
Eπήγα και παντρεύτηκα, απού του Συκολόγο
κι πεθερά μου χάρισε, μια χαρουπιά ντελόγο.
Επήγα και παντρεύτηκα, από τσι Μαργαρίτες,
που κάνουνε οι φτέρνες ντως, δυο μουζακοφτερνίτες.
Χαιρετισμούς μου πέψανε, από τσι Μαργαρίτες,
ένα πανιεροκάλαθο, γεμάτο τηγανίτες.
Επήγα και παντρεύτηκα, από το Μελιδόνι
και τσι μιλώ, δε μου μιλεί, μόνο πως μου γρυλώνει.
Επήγα και παντρεύτηκα, μέσα από τσι Μοίρες
και πήρα μια κοπελιά κι’ είναι γεμάτη ψείρες.
Επήγα και παντρεύτηκα, από το Καμηλάρι
και χάρισε μ’ η πεθερά, ντελόγο ‘να μουλάρι.
Από παέ θα παίξω μια, να πάω στσ’ Άγιους Δέκα,
ξανοίξετε το μπόι μου και θέλω και γυναίκα.
Από παέ θα παίξω μια, να πάω στο Τυμπάκι,
να βρω τη θειά μου τη Λενιό, που ψήνει κουνελάκι.
Από παέ θα παίξω μια, να πάω στσι Γκαγκάλες,
πού ‘χουνε ψείρες γαλανές, σα τα κουκιά μεγάλες.
Μάθετε, το Μονόχωρο, δε ν-είναι πολιτεία,
έχει κατοίκους δώδεκα και σπίθια δεκατρία.
Νύβριτος, Γέργερη, Ζαρός, Βορίζα και Καμάρες,
εκειά τα τρώνε τα οζά και δε τα τρών’ οι σκάρες.
Εις τα Βορίζα το χωργιό, τσι κάνουν τσι γλετζέδες,
γύρο τριγύρο τα χωργιά, τσι βάζουν τσι μεζέδες.
Ένα ανέφαλο περνά και πάει ρίζα ρίζα,
χαιρέτα την αγάπη μου, πού ‘ναι απ’ τα Βορίζα.
Άνδρες τα ‘ρίζουν τα Σφακιά, Άνδρες και τα Βορίζα,
Τούρκοι δεν επατήσανε εις την Απάνω Ρίζα.
Σα κατεβεί ο Μάγειρος και καλομαγειρέψει,
ούλους τσι Τυμπακιανούς, στο διάολο θα πέψει.
Αγιά Βαρβάρα ξακουστή με τα πολλά μετόχια,
Που ‘χεις φυλλάδες μπόλικες και δε φοβάσαι φτώχια.
Από την Έμπαρο κρασί κι’ από τη Βιάννο λάδι
κι από το Μυλοπόταμο, ελιές και παξιμάδι.
Θωρείτ’ ετούτο το κρασί, απού ‘ναι στο ποτήρι,
σταφύλια το πατήσανε, μέσα στο πατητήρι.
Στου Ψηλορείτη τη κορφή, γκανίζ’ ένα γαϊδούρι
και δε το καλοξάνοιξα, μα μοιάζει σου στη μούρη.
Στου Ψηλορείτη τη κορφή, πουλί δεν ανεβαίνει,
μα του Φανούργιο το πουλί, ανεβοκατεβαίνει.
Η κοπελιά ‘ναι διάολος, σα τ’ άγριο μουλάρι,
που θα ντακάρει τσι τσινιές και ρίξει το σωμάρι.
Πάρε με περβολάρη σου, κερά μου στο μετόχι
και διώξε τονε το παλιό και ρημασμένο τόχει.
Πάρε με Φαμεγιούρι σου, πού ‘μαι καλό κοπέλι,
θα σάχνω και το πράμα σου, θα σκάβω και τ’ αμπέλι.
Γύρω τριγύρω λεμονιές, στη μέση καροπούλες,
δεν είν’ επά καλύτερες, απ’ τσί ντενεκοπούλες.
Πότε μου κάνει βόρισμα, πότε μού κάνει κάψες,
δε ξεχαρτζίζ’ ο σκοτεινός, ένα ζευγάρι κάλτσες.
Στη βουλισμένη γειτονιά, ήταν πεντέξι γράδες,
η μια ήτονε το Καλλιό κι γιάλη η φαφούτα
κι γιάλ’ ήτον η δρούγγενα, η μυζηθροκουρούπα.
Επήγα να σ’ αγκαλιαστώ κι αγκάλιασα το χοίρο
και δάκασε με στο μερί και δε μπορώ να ξεσύρω.
Επήγα να σ’ αγκαλιαστώ κι’ αγκάλιασα το κάτι
και τσάφωσε τα μούτρα μου και τά ‘καμε χωράφι.
Άναψε το λυχνάρι σου, να φέξει να περάσω,
γιατί ‘με ξενοχωργιανός, το δρόμο να μη χάσω.
Στα χέργια σου ‘ταν το πουλί κι’ ήτο και ζιγαρδέλι,
μα τό ‘φηκες και σού ‘φυγε, λες κι’ ήσουνε κοπέλι.
Ανέβασε κατέβασε,το γάιδαρο στη βρύση,
τα πόδια ντου κοντήνανε, θαρώ πως θα ψοφήσει.
Περβόλι μου γυρότραφο, με λεμονιές γεμάτο,
σε κάθε κλώνο κάθεται, ένα πουλί χιονάτο.
Είσαι κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμόνια,
στσι κλώνους σου καθίζουνε και κελαηδούν τ’ αηδόνια.
Γίνου στο κάμπο λεμονιά και ‘γώ στ’ αόρι χιόνι,
να λιώνω να ποτίζωνται, οι δροσεροί σου κλώνοι.
Γαρεφαλιάς γαρέφαλο και κανελιάς κανέλα,
σε τάϊζ’ η μανούλα σου και σ’ έκαμε κοπέλα.
Οψάργας μες τον ύπνο μου, τη πεθερά μου είδα
και θάρου πως επάλευγα, με τη Λερναία ύδρα.
Ανάθεμά την τη καρδιά, αδέ τη ξεπατώσω,
μια Πέφτη για μια Παρασκή, του σκύλου να τη δώσω.
Μικιό μικιό ‘ναι το μικιό, μα οντό θα μεγαλώσει,
έχει δυο μάθια όμορφα κι’ άνθρωπο θα σκλαβώσει.
Μια μαντινάδα κάτεχα και κείνη δα θα λέω,
όντε δεν έχομε ψωμί, θα κάθωμαι να κλαίω.
Απού ξοδέψει είκοσι και δε σοδέψ’ τριάντα,
στη φυλακή τον έχουνε και δε κατέχει γιάντα.
Όποιος τα ύστερα μετρά, πρίχου κοντά σιμώσει,
εκείνος δε μπορεί ποτέ, να στερομετανιώσει.
(Στο τέλος του γλεντιού σε κάποιο γάμο, δώσανε μια αδειανή φαντή βούργια στο λυράρη και αυτός στη συνέχεια τη φόρεσε στην πλάτη ντου. Φεύγοντας όμως ο λυράρης από το γάμο, τον περικύκλωσαν όλοι μαζί, για να τους πει τη τελευταία μαντινάδα και αυτός αφού έκατσε σε μία καρέκλα, λέει):
”Στη μέση μέση κάθομαι κι’ απού φορώ τη βούργια,
σέβεστε μη μου σπάσετε, του γάμου τα κουλούργια”.
Ο Παπάς ο Περγιανός, απ’ ούταν ταχυδρόμος,
εκείνος σας με δίκασε, κοντό δεν είναι πόνος;;….
…ανήθελες Παπά Περγιανέ το βίλο να κερδίσεις,
δεν θα λα πας στα Κάντια, να ψευδομαρτυρήσεις.
Του Σωμαρά ο Σταυρουλιός, του Σωμαρά ο Σταύρος
αυτός ήταν πού τά ‘βγαζε τα βούγια από το στάβλο.
Το άλογο ο Σταυρουλιός, σαν το ξεκαζικώσει
ένα χιλιάρικο ζητά οπίσω να το δώσει.
Μ’ ανέ το κάνει ο διάολος και το καβαλικέψει
πέντε χιλιάρικα ζητά για να το ξεπεζέψει…
Ήρθαν πάλι στο λιμάνι, γέροντες ένα καράβι.
Όσες γρές κι ανέ το κούσαν, στο λιμάνι εγλακούσαν.
Μια γριά πολλά γριά, δεν εμπόργιε να γλακά.
Ε κερά που πας ομπρός, βάστα μου και μένα δυό.
Βάστα μου και μένα δυό, ένα γέρο και ένα νιό.
Νά ‘χω το γέρο στη δουλεία και το νιό στην αγκαλιά.
Ειντά ‘πιασες και τά ‘βαψες, κόκκινα τα μαλλιά σου,
απού κατέχω να σου πω, τσι δίπλες τση κοιλιάς σου
κι’ όι τσι δίπλες τση κοιλιάς, μον’ και του κακοπλύτη,
π’ όσο κιάν τον γυρίσουνε, μια δίπλη δε του λείπει.
Βλέπουμε τον Ντουϊντομανώλη στη φωτογραφία, που συνοδεύει το παρόν δημοσίευμα.