Του Γιώργου Μαμάκη
Ήταν ένα μονοπάτι που δεν φαινόταν στον χάρτη, χαραγμένο περισσότερο από σιωπές παρά από βήματα. Το έδαφος υγρό ακόμα από τις τελευταίες δροσιές της άνοιξης, φορούσε τη σάρκα της: βρύα, πέτρα και ανθισμένα κυκλάμινα.
Τα κυκλάμινα… δεν φώναζαν. Δεν καλούσαν με έντονα χρώματα ή κραυγαλέες μορφές. Γεννιόνταν στη σκιά, στις σχισμές των λίθων, εκεί που τίποτα δεν υποσχόταν ζωή. Κι όμως άνθιζαν. Κι εκεί ακριβώς γεννιόταν ο συμβολισμός τους — η επιμονή του απαλού, η δύναμη του διακριτικού, η ομορφιά τού να ανθίζεις όχι όταν όλα ευνοούν, αλλά όταν όλα σιωπούν.
Καθώς προχωρούσα, έμοιαζαν να παρατηρούν — όχι με μάτια, αλλά με την απόλυτη ηρεμία τους. Σαν να μου έλεγαν: μην ψάχνεις τις κορυφές μόνο, καμιά φορά οι ρίζες ανθίζουν πιο βαθιά. Ήταν το μονοπάτι μιας άλλης ανόδου, εσωτερικής, όπου κάθε άνθος ήταν μια σκέψη που επιβίωσε, κάθε πέταλο μια πληγή που γύρευε την ανάμνηση.
Το λιθόστρωτο απλωνόταν σαν παλιός ύμνος της ανθρώπινης παρουσίας, φτιαγμένος όχι για να επιβάλλεται στο τοπίο, αλλά για να το υπηρετεί. Οι πέτρες του, καμπυλωμένες από χρόνο και βήματα, είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους — να κρατούν μνήμες χωρίς να μιλούν.
Ήταν σκιερό το μονοπάτι. Όχι μονάχα από τα δέντρα, μα κι από το πέρασμα του ήλιου που ήξερε να σέβεται τον τόπο. Εκεί, στο φιλόξενο μισοσκόταδο, υπήρχε κάτι σχεδόν ιερό: η αίσθηση πως προχωράς όχι μπροστά, αλλά προς τα μέσα. Οι σκιές δεν τρόμαζαν· προστάτευαν. Δεν έκρυβαν· αγκάλιαζαν.
Κάθε πέτρα κι ένα αποτύπωμα από έναν άλλον χρόνο. Ίσως μιας γιαγιάς που πήγαινε με το καλάθι στο ξωκλήσι, ίσως ενός παιδιού που έτρεχε πίσω από μια πεταλούδα. Κι ανάμεσά τους, τα κυκλάμινα — σαν μικρές φλόγες ανάσας, φωτίζοντας διακριτικά τα ίχνη εκείνων που πέρασαν και εκείνων που ακόμη ψάχνουν τον δικό τους δρόμο.
Το λιθόστρωτο δεν οδηγούσε σε κάτι το εντυπωσιακό. Δεν είχε κορφή, ούτε καταρράκτη. Είχε όμως εκείνο το ανείπωτο: μια αίσθηση ότι κάθε βήμα πάνω του είναι συγκατάβαση σε κάτι αρχέγονο, μια συμφωνία με τη σιγή. Δεν σε πήγαινε κάπου. Σε ξαναγύριζε — στον εαυτό σου