Κείμενο – Φωτογραφία: Γιώργος Μαμάκης
Δεν φτάνεις εύκολα ως εκεί. Ο δρόμος στενεύει, γίνεται μονοπάτι, και το μονοπάτι χάνεται μέσα σε πυκνή σιγή. Το φαράγγι του Χαυγά δεν παραδίδεται αμέσως – πρέπει να το περπατήσεις με ταπεινότητα, να το αφουγκραστείς.
Κι όταν τελικά ξεπροβάλλει μπροστά σου ο νεραϊδοκολυμπος, είναι σαν να έχεις περάσει ένα αόρατο κατώφλι. Ο αέρας αλλάζει. Ο χρόνος γίνεται πιο αργός, σχεδόν στάσιμος, σαν το νερό που καθρεφτίζει τις σκιές. Πλησίασα. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ακούμπησα το νερό. Ήταν ψυχρό, ζωντανό, σαν να μου μιλούσε.
Στο κέντρο, μια στρογγυλή πέτρα, λες και τοποθετημένη με ιερό χέρι, δεσπόζει σαν βωμός ή σαν θρόνος κάποιου στοιχειού του νερού. Είναι το μέρος όπου, λένε οι ντόπιοι, κατεβαίνουν τη νύχτα οι νεράιδες και λούζονται στο φως του φεγγαριού, αφήνοντας πίσω ψιθύρους και μια λεπτή αίσθηση παρουσίας.
Αν ακουμπήσεις το χέρι σου επάνω στην πέτρα, νιώθεις μια λεπτή θερμότητα, σαν να την έχει κρατήσει ο ήλιος ή κάποια παλιά ιστορία.Κάποιοι λένε πως αν μείνεις σιωπηλός αρκετή ώρα, θα ακούσεις τα βήματα των πλασμάτων που δεν πιστεύεις. Άλλοι πως το νερό εκεί θεραπεύει – όχι το σώμα, αλλά εκείνα που δεν έχουν όνομα.
Την άνοιξη, το νερό δυναμώνει και φέρνει μαζί του φωνές. Όχι λέξεις – ψίθυρους. Το φως μαλακώνει, και το τοπίο γύρω σου μοιάζει σαν να το ‘χει ζωγραφίσει μια ύπαρξη πιο ήσυχη απ’ τη φύση.
Σήμερα που κατέβηκα στο νεραϊδοκολύμπο το φως βρήκε μια χαραμάδα και φώτισε αχνά την πέτρα. Στάθηκα μπροστά της. Κι από τις πλαγιές κατέβηκαν σκιές. Ήπιες, σαν μνήμες που πήραν μορφή. Δεν μιλούσαν, μα ανέπνεαν. Όχι απειλητικές – ήταν ήπιες, σαν μνήμες που πήραν μορφή. Στάθηκαν γύρω από το νερό. Αναγνώρισα στα μάτια τους κάτι δικό μου. Ίσως μια παλιά εκδοχή του εαυτού μου. Ίσως αυτούς που είχα χάσει. Ίσως τους φόβους μου, τα ανείπωτα.
Ο νεραϊδοκολυμπος δεν είναι τόπος. Είναι κάτι που επιστρέφει μέσα σου όταν όλα έξω μοιάζουν να σβήνουν.
Και σχεδόν όλοι, φεύγοντας, κοιτάζουν πίσω τους, όχι για να βεβαιωθούν πως δεν ξέχασαν κάτι, αλλά για να πειστούν πως όντως υπήρξε!