Του Μιχάλη Στρατάκη*
Από τση πλια παλιούς σαμαράδες και τση πλια πιτήδειους είναι ο μπάρμπα Γιώργης.
Στο Πέραμα του Μυλοπόταμου ξακλουθά να βαστά ανοιχτό το αργαστήρι του και καθημερνά εκειά περνά τσ’ ώρες του κι ας κατέχει πως οι πελάτες εμπιτίσανε μπλιό.
Αυτός κι αν δεν έχει καταλάβει πως εδά και καιρό, τα γαϊδούρια και τα μουλάρια αξεσαμάρωτα πορεύονται.
Και πώς να τα σαμαρώσεις, αφού στα πισινά πόδια τους πορπατούνε και δεν καμαριάζει η πλάτη τους;
Με το χάραμα ανοίγει το μαγαζί του και με το λιόγερμα το κλείνει.
Εκειά κάθεται με μοναδική συντροφιά του το τελευταίο σαμάρι που ‘χει σασμένο, μα ξακλουθεί να ‘ναι απούλητο.
Το ξανοίγει, του μιλεί και του λέει ιστορίες, για τσ’ εποχές που τα αληθινά γαϊδούρια είχανε μπέσα κι αξιοπρέπεια.
Ετσά περνούνε οι ώρες του, περνούνε τα χρόνια του, περνούνε και οι θύμησες από το νου του.
Αλλάξανε οι καιροί, μπάρμπα Γιώργη, αλλάξανε οι αθρώποι, αλλάξανε κι οι γαϊδάροι.
Ξάνοιξε να παρατήσεις το σαμαριλίκι και ν’ ανοίξεις κανά ραφτάδικο να ράβεις κουστούμια, γιατί τα σαμάρια δε φοριούνται μπλιό !
(Ευχαριστώ τον σταυραδερφό μου Μανόλη Κουράτορα για τη φωτογραφία)
* Ο Μιχάλης Στρατάκης, είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς