Στο χωριό μου λένε η μερακλίνα η γυναίκα φαίνεται απ το ζάλο της. Απ το περπάτημά της.
Μα ο πεθερός της Τασιάς είχε άλλη γνώμη. Η μερακλίνα η γυναίκα έλεγε φαίνεται από τους μεζέδες…
Για πότε του ετοίμαζε όλα κείνα τα μεζεκλίκια ένας θεός το κάτεχε. Αβάρετη στην κουζίνα. Πάνω απ το τηγάνι να τραγουδάει και να του ετοιμάζει τους χοχλιούς που τ αρέσανε!
Μπουμπουριστούς τους έκανε με δεντρολίβανο και ξύδι!
Κι άμα τους πήγαινε στον πεθερό της έσκυβε κείνος πάνω απ το πιάτο που άχνιζε και της έλεγε του κόσμου τις ευχές!
Και να’ ταν μόνο αυτό; Όχι βέβαια. Αν πεις για τις αβρωνιές που τις έκανε ομελέτα, νοστιμότερες δεν έχει ξαναφάει!
Και σαν την ρωτούσε πως τα κάνει τόσο νόστιμα, εκείνη τ απαντούσε και γελούσε. Άμα στάξεις στο τσουκάλι λίγη αγάπη όλα τα νοστιμίζει!
Άντε μωρέ Τασιά μου βάλε μια φωνή στο γείτονα να’ ρθει να μου συνδράμει γιάντα μονάχος μου δεν θα τα καταφέρω όλα τούτα.
Βγάλε και την ρακή απ το ψυγείο να πιούμε στην υγειά σου και στην προκοπή σου!
Και φώναζε η Τασιά τον γείτονα και έβγαζε και τα μυζηθροπιτάκια απ την κατάψυξη που τα’ χε για τέτοιες ώρες τα πετούσε στο τηγάνι και καυτά καυτά όπως ήταν τους έχυνε μέλι θυμαρίσιο από πάνω κι ο πεθερός καμάρωνε και εβίβα γείτονα και δωσ’ του τσι ρακές. Αδειάζανε τα καραφάκια με τον γείτονα σαν τα νερόφιδα…
Κι αφού ήπιανε οι δυο τους ίσα με πέντε καραφάκια να λέει ο πεθερός ξανά. Μωρ συ Τασιά μου, άμε παιδί μου να βάλεις μια φωνή να μαζωχτεί ο σύντεκνος που το’ χω ειπωμένο από τα ψες να’ ρθει μα δεν φάνηκε ακόμα.
Άμε παιδί μου να το ξαναπείς γιάντα οι δυο μας επαέ με τον γείτονα δεν μπορούμε να τα παλέψουμε ετουτανά που έψησες κι είναι αμαρτία να πάνε χαμένα.
Και πήγαινε η Τασιά και φώναζε τον σύντεκνο και μεγάλωνε η παρέα, βγάζανε κι άλλη ρακή πετούσε η Τασιά στα κάρβουνα απ τ αναμμένο τζάκι και λουκάνικα απ τον χοίρο τους που τον είχαν σφάξει και τα’χαν φιάκει να, για τούτες τις ώρες τα’ χε φυλαμένα στο υπόγειο κρεμασμένα σε ένα γερό σχοινί αρμαθιασμένα!
Κι εβίβα γείτονα κι εβίβα σύντεκνε και δωσ’του οι ρακές και κόντευε ν αδειάσει η νταμιτζάνα.
Είχε τελειώσει κι η παγωμένη απ το ψυγείο μα ετσά που ήταν αυτοί όλα καλά τους φαινότανε..
Και ξανά βίβα ο πεθερός και δεν πάτε ποθές απόψε αν δεν γυρίσει ανάποδα η νταμιτζάνα κει δεν στάζει ρακή.
Άλλο που δεν θέλαν κι οι άλλοι και εβίβα του που πέθανε, εβίβα του που ζει, εβίβα για τους έρωτες των νιάτων τους φίλοι απ τα μικράτα τους κι οι τρεις, εβίβα μπρε και τσι χήρας του Γιωργή, εβίβα και τσι μεγαλοκοπέλας του σχωρεμένου του Μανόλη και κατεβαίναν τα ποτήρια μονορούφι.
Κι απάνω στα βίβα…θυμηθήκανε και κείνα τα κλεμμένα τα ρίφια που είχε χάσει ο σύντεκνος και δεν βρήκε ποτέ τον κλέφτη.
Αν τον εβρώ θέλει θα σου τον κάμω φέτες να λέει ο σύντεκνος κι ο γείτονας να ξεροκαταπίνει και ν αλλάζει κουβέντα.
Ίντα να του πει δα; Πως κάτεχε τον κλέφτη; Να του πει πως ο ξάδερφός του ήταν κιοσές που του’ κανε το χουνέρι;
Αν το μάθαινε τούτο ο σύντεκνος θα’ ρπαζε το πιστόλι…κι ας έχουν περάσει κάποια χρόνια.
Και πάνω που κόντευε να αδειάσει η νταμιτζάνα κάνει νόημα ο πεθερός της Τασιάς να φέρει καινούργια γιομάτη.
Και φέρνει την γιομάτη η Τασιά έρχεται κι ο άντρας της απ την δουλειά του και γίνανε τέσσερα τα ποτήρια ζωή να’ χουνε!
Και βρε καλώς τον και βίβα σου που ήρθες κι εβίβα τσι γυναίκας σου τσι χρυσοχέρας εβίβα και των κοπελιών σας κι αρχίζουν και τα ριζίτικα τα τραγούδια και κατεβαίνει η νταμιτζάνα πιο κάτω απ την μέση, πετάξανε και τα ποτηράκια τσι ρακής…
Φέρε μπρε γυναίκα παέ τέσσερες κούπες και μάζωξε τα ρακοπότηρα. Και πάει η Τασιά τις κούπες μα τρεις γουλιές τις κάνανε κι αυτές…
Μια στιγμή σηκώνεται πάνω ο άντρας της, βγαίνει έξω πάει στο κοτέτσι βάνει την χέρα του μέσα αρπάει το πρώτο που βρήκε, κάνει μια έτσι και του τραβάει το λαρύγγι. Ούτε κιχ δεν έκανε το πτηνό. Το’ πιασε στον ύπνο..
Το τινάζει μια ολιά να φύγουν τα αίματα και μπαίνει μέσα λέγοντας στη γυναίκα του. Άμε συ κολόνα μου να το μαδήσεις και ρίξε το να πάρει μια βράση να πιούμε το ζουμί. Και το’ κανε η Τασιά και γελούσε όση ώρα το μαδούσε. Το ζουμί θα πιουν έλεγε ο πετεινός θα τους κακοπάει δεν θα τον φάνε που απόψε έχουν φαωμένο ένα χοίρο λουκάνικα, ένα κεφάλι γραβιέρα, μια τηγανιά μπουμπουριστούς χοχλιούς δυο τηγανιές μυζηθροπιτάκια, αβρωνιές, γαλοτύρι κι έχουν φαωμένη και μένα.. Και γελούσε η Τασιά και μαδούσε τον πετεινό τον έριξε και στη χύτρα να γίνει γρήγορα.
Όση ώρα έβραζε ο πετεινός κόντευε ν αδειάσει κι η νταμιτζάνα κι άμα την αποσώσανε την γυρίσανε ανάποδα δεν έσταξε και το πήραν απόφαση πια να πιούνε το ζουμί.
Το πάει σε φλυτζάνες μεγάλες η Τασιά ζεστό ζεστό με λεμονάκι και πιπεράκι μαύρο το είπιανε, φάγανε και τον πετεινό και σηκωθήκαν να φύγουν. Ένα βήμα μπροστά κάνανε και δυο πίσω.
Αριστερά θέλαν να πάνε προς την πόρτα και δεξιά πηγαίναν… Ε την παντέρμη τη ρακή με τα ξέτελά της..
Ώσπου να βρουν την πόρτα να φύγουν ο γείτονας κι ο σύντεκνος σηκώθηκε εδά να βοηθήσει κι ο πεθερός και σωριάστηκε σιάδι…
Είχε πολλές χήρες το χωριό, χήρος και κείνος πολλά τα βίβα πολλά και τα ντέρτια…και κοιμήθηκε στο στρώμα ετσά όπως σωριάστηκε. Οι άλλοι βρήκαν την πόρτα και φύγανε κι αντί να πάνε στα σπίτια τους χτυπούσαν τις πόρτες τις ξένες..
Κι ο άντρας της Τασιάς, βρε γυναίκα σαν πολύ γρήγορα δεν άδειασε η νταμιτζάνα;
Σιγά μην του’ λεγε πως πήρε την μισή ρακή στα κρυφά.
Άσε να νομίζουν πως ήπιαν δυο νταμιτζάνες γεμάτες και πως είναι γερά ποτήρια…σκεφτόταν και γελούσε.
Τούτο τους απόμεινε μωρέ να ανιστορούνε τα παλιά και να φτιάνουν καινούργια…
Στο χωριό μου λένε η μερακλίνα γυναίκα φαίνεται απ το ζάλο.
Μα ο πεθερός της Τασιάς λέει πως φαίνεται απ τους μεζέδες…
Κι άμα την ρωτούσε πως τους κάνει ετσά νόστιμους, του έλεγε πως στάζει μια ολιά αγάπη!
Και τον αγαπούσε η Τασιά τον πεθερό της!
Τον αγαπούσε! Η Κρήτη λίγους είχε σαν κι αυτόν! Λίγους κι ας σωριαζότανε στο σιάδι…
Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης