Ο Θοδωρής Βίγλης με τα μελίσσια του στο φαράγγι της Σαμαριάς. (Φωτογραφίες: Περιφέρεια Κρήτης / Γιώργος Αναστασάκης)
Είναι περίεργο να μπαίνεις στο φαράγγι της Σαμαριάς γνωρίζοντας ότι η νύχτα θα σε βρει στο εσωτερικό του. Αυτό σκεφτόμουν όταν σταματήσαμε στο φυλάκιο εισόδου στο Ξυλόσκαλο για να δώσουμε τα στοιχεία μας στον υπεύθυνο του Εθνικού Δρυμού. «Κι εσείς για το μέλι;» μας ρώτησε, έχοντας ήδη καταγράψει τα ονόματα και άλλων πεζοπόρων που μπήκαν στο φαράγγι την προηγούμενη μέρα για να συμμετάσχουν στον τρύγο του Θοδωρή Βίγλη. Ο Θοδωρής διατηρεί μελίσσια και σε άλλα σημεία του νομού –είναι άλλωστε πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Χανίων–, αλλά ο μελισσόκηπος της Σαμαριάς είναι ξεχωριστός από πολλές απόψεις και έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο, αφού αποτελεί τόπο γέννησης του πατέρα του. Ένας κύκλος φίλων σπεύδει κάθε τέλος Αυγούστου να τον βοηθήσει με τη διαδικασία της εξαγωγής του μελιού και η παραγωγή αυτή διατίθεται με ξεχωριστή ετικέτα σε ανθρώπους που εκτιμούν τη βιολογική του αξία.
Τα μυστικά της σπηλιάς
Μέρος της αξίας του μελιού της Σαμαριάς συνδέεται με τη μακρά πεζοπορία που προϋποθέτει η παραγωγή του. Για να φτάσεις στον μελισσόκηπο, πρέπει να περπατήσεις περίπου επτά χιλιόμετρα κατά μήκος του κεντρικού μονοπατιού και άλλα τέσσερα σε μια διακλάδωση στα ανατολικά. Τη διαδρομή αυτή ο Θοδωρής την κάνει αρκετές φορές μέσα στον χρόνο και δεν του παίρνει περισσότερο από τρεις ώρες. Εμένα, ωστόσο, μου πήρε κοντά πέντε. Τα τελευταία χιλιόμετρα μάλιστα τα περπατήσαμε με τους Χανιώτες συνοδοιπόρους μου κάτω από τον καυτό ήλιο, με τελική δοκιμασία την ανάβαση της απόκρημνης πλαγιάς ύψους εκατό μέτρων, στην κορυφή της οποίας δεσπόζει ο μελισσόκηπος.
Εξίσου επιβλητική είναι η εικόνα του τοπίου από την κορυφή της πλαγιάς: κάτω της απλώνεται το χάος, ενώ ένα στενό μονοπάτι κατά μήκος του γκρεμού οδηγεί προς τη σπηλιά που αποτελεί ουσιαστικά το «στρατηγείο» του Θοδωρή. Εξαντλημένοι από τον ήλιο, επιζητούμε τη σκιά και το δροσερό νερό. Ο Θοδωρής, μαζί με μια παρέα φίλων που έχουν φτάσει από την προηγούμενη μέρα, μας υποδέχονται με το τραπέζι στρωμένο, αφού πρώτα έχουν ολοκληρώσει το πιο δύσκολο στάδιο της διαδικασίας του τρύγου: την αφαίρεση των κηρηθρών από τα μελίσσια. Καθόμαστε σε καρέκλες εκστρατείας, κούτσουρα και σκαμπό και βάζουμε στη μέση τη φασολάδα που έχουν μαγειρέψει στο γκάζι. Κάποιος έχει φέρει γραβιέρα, κάποιος άλλος ξεροτήγανα, ένας τρίτος ένα μπουκάλι με τσικουδιά και το γεύμα δεν αργεί να εξελιχθεί σε μια μικρή γιορτή. Οι βετεράνοι της ομάδας, που γνωρίζουν τι θα ακολουθήσει, σπεύδουν να βολευτούν στις σκιές των δέντρων, ώστε να προλάβουν να πάρουν έναν μεσημεριανό υπνάκο. Θα χρειαστούν όλες τους τις δυνάμεις μόλις πέσει η νύχτα και μέχρι το ξημέρωμα. Ανυπομονώντας να εξερευνήσω τον χώρο, βγαίνω από τη σπηλιά και συνεχίζω να περπατώ κατά μήκος του μονοπατιού, που καταλήγει σε έναν φυσικό εξώστη με θέα τις κάθετες πλαγιές του φαραγγιού. «Χθες το βράδυ ακούγαμε πέτρες να πέφτουν», λένε δύο νεαροί της παρέας. «Μάλλον θα περνούσαν αγρίμια. Ξέρεις, κρι κρι…» προσθέτει, για να καταλάβω κι εγώ.
Η φύση των Λευκών Ορέων
Συνεχίζω τη βόλτα μου ανάμεσα στις κυψέλες, παρατηρώντας τις μέλισσες που πετούν τριγύρω. Στην περιοχή ευδοκιμούν η φασκομηλιά, το θρούμπι, η μαντζουράνα, η μαλοτήρα, το άσπρο και το κόκκινο θυμάρι των Λευκών Ορέων και όλα τα άλλα ενδημικά φυτά του δρυμού. Με αυτά «δουλεύουν» οι μέλισσες. Οι έντονες ζέστες των τελευταίων χρόνων, ωστόσο, κάνουν τα πράγματα πιο δύσκολα. Έχουν αρνητική επίπτωση στην παραγωγή αλλά και στον ίδιο τον πληθυσμό των μελισσών. Όπως μου εξηγεί ο Θοδωρής, «τα σημάδια για το πώς θα πάει η κάθε χρονιά εκδηλώνονται ήδη από τον Φεβρουάριο, την εποχή που οι μέλισσες πολλαπλασιάζονται. Ξέρουν τι συνθήκες θα επικρατήσουν τους επόμενους μήνες και φροντίζουν ώστε να μη δημιουργήσουν μεγαλύτερο πληθυσμό από αυτόν που θα είναι σε θέση να συντηρήσουν. Τα τελευταία χρόνια, η αναπαραγωγή τους είναι συγκρατημένη».
Λίγο πριν από το σούρουπο, ακούγονται φωνές από την κοίτη του φαραγγιού. Πρόκειται για μερικούς ακόμα φίλους του μελισσοκόμου που ήρθαν από την Αθήνα για να συμμετάσχουν στον τρύγο. Τους παρατηρώ καθώς σκαρφαλώνουν ιδρωμένοι τα απαιτητικά τελευταία μέτρα της διαδρομής. Στη σπηλιά έχουμε ήδη ανάψει τα φανάρια και στο καζάνι βράζει το κατσίκι που έφτασε ως πεσκέσι τυλιγμένο σε πάγο, για να καλύψει τις ανάγκες του δείπνου. Πριν να το καταλάβω, ο Θοδωρής και οι βοηθοί του έχουν ήδη αρχίσει να μετακινούν τις πρώτες κηρήθρες και να απομακρύνουν με ένα ειδικό εργαλείο το κερί που σφραγίζει το εξωτερικό τους. Κάποιες μέλισσες συνεχίζουν να πετούν γύρω μας, αλλά ο αριθμός και ο εκνευρισμός τους θα ήταν απαγορευτικά μεγαλύτεροι αν το ξεμέλωμα γινόταν κάτω από το φως της ημέρας.
Ο νυχτερινός τρύγος
Σαν ανθρώπινες μέλισσες προστίθενται στην ομάδα και οι υπόλοιποι άνδρες, αναλαμβάνοντας να τοποθετήσουν τις κηρήθρες στο εσωτερικό των μελιτοεξαγωγέων, μεγάλων κυλινδρικών μηχανημάτων φυγοκέντρησης. Η περιστροφή γινόταν μέχρι πρόσφατα με χειροκίνητη μανιβέλα, αλλά πλέον διευκολύνεται από μια γεννήτρια, που αποτελεί και τη μοναδική πηγή ηλεκτρικού ρεύματος στον μελισσόκηπο. Στέκομαι στις μύτες των ποδιών μου για να δω την περιστροφή των τελάρων στο εσωτερικό τους και με κατακλύζει μια γλυκιά μυρωδιά από βότανα. Μου φαίνεται πιο αρωματική ακόμα και από το μέλι που ρέει από την κάνουλα στον πάτο του μελιτοεξαγωγέα.
Η ομάδα του Θοδωρή συνεχίζει να δουλεύει για ώρες, μέχρι να αδειάσουν όλες οι κηρήθρες. Σε μια καλή χρονιά μπορεί να χρειάζονται και τρεις νύχτες για να ολοκληρωθεί ο τρύγος. Σε μια δύσκολη, όπως η περσινή, δεν χρειάστηκε περισσότερο από ένα βράδυ. Λίγο πριν από τη μία το πρωί, ακολουθώ τον Παράσκο Καστρινάκη και το φως του φακού του κατά μήκος του απόκρημνου μονοπατιού. Ο συνταξιούχος τραπεζικός είναι οικογενειακός φίλος του Θοδωρή και δίνει κάθε χρόνο το «παρών», αναλαμβάνοντας καθήκοντα μάγειρα. Σερβίρουμε σε πιάτα το φαγητό για να το πάμε στους υπολοίπους και μου μιλάει για πλούσιους τρύγους περασμένων ετών που κατέληξαν σε μεγάλο γλέντι. Υπήρξε χρονιά που επιστρατεύτηκε τετραμελές κρητικό μουσικό συγκρότημα, με τους φίλους του Θοδωρή να κουβαλάνε τα όργανα κατά μήκος του φαραγγιού. Καθώς η νύχτα προχωρά, ζωγραφίζονται στους τοίχους της σπηλιάς και κάποιες πιο σκοτεινές ιστορίες, όπως αυτή των ανταρτών που είχε φυγαδεύσει ο πατέρας του Θοδωρή στις βουνοκορφές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Όσο περισσότερα ακούω, τόσο βλέπω τον τρύγο της Σαμαριάς σαν μια ιδιότυπη μορφή προσκυνήματος.
Η μεταφορά του μελιού
Λίγο πριν χαράξει η μέρα, έχει κυλήσει και η τελευταία σταγόνα μέλι από την κάνουλα του μελιτοεξαγωγέα. Την ίδια στιγμή που κάποιοι απλώνουν τους υπνόσακούς τους στη σπηλιά και στα λεία πετρώματα γύρω από αυτήν, κάποιοι άλλοι ετοιμαζόμαστε για την κατάβαση μέχρι την Αγία Ρουμέλη, ώστε να είμαστε εκεί εγκαίρως για το καράβι της επιστροφής. Παίρνω την πρωτοβουλία να ετοιμάσω καφέ, αλλά δυσκολεύομαι με τις μέλισσες που πετούν παντού τριγύρω. Όλο μου το σώμα πονά από την πεζοπορία της προηγούμενης μέρας και δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα πρέπει να νιώθουν οι υπόλοιποι, που πέρασαν τη νύχτα δουλεύοντας. Ανάμεσά τους κι ο Θοδωρής, ο οποίος στοιβάζει τους τενεκέδες με το μέλι δίπλα στο βίντσι που θα τους κατεβάσει μέχρι την κοίτη του φαραγγιού. Από εκεί, τη μεταφορά ναλαμβάνουν ο Άρης και ο Κίτσος, δύο μουλάρια που έχουν ήδη ξεκινήσει το πρώτο τους δρομολόγιο.
Αποχαιρετάμε κι εμείς με τη σειρά μας τον Θοδωρή και ξεκινάμε το περπάτημα προς τον νότο, με την επιθυμία να προλάβουμε να ξεπλύνουμε τον ιδρώτα δύο ημερών με μια βουτιά στη θάλασσα, πριν μπούμε στο καράβι. Η διαδρομή τη δεύτερη αυτή μέρα δείχνει ευκολότερη, παρά την καταπόνηση της προηγούμενης. Στο φυλάκιο της Σαμαριάς, εκεί που κάποτε υπήρχε το ομώνυμο χωριό των πενήντα κατοίκων, οι φύλακες περιμένουν με ενδιαφέρον να τους αφηγηθούμε τα καθέκαστα του φετινού τρύγου. Κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα μαζί τους και συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε, διασχίζοντας πλέον τα ομορφότερα σημεία του φαραγγιού: τα στενά περάσματα όπου τα πετρώματα μοιάζουν με γλυπτά, με το ποτάμι να κυλά αναζωογονητικά ανάμεσά τους. Το πιο συγκινητικό σημείο της διαδρομής είναι ωστόσο η στροφή του μονοπατιού, στην οποία συναντάμε αναπάντεχα δύο μουλάρια φορτωμένα με τέσσερις τσίγκινους τενεκέδες το καθένα. Είναι ο Άρης και ο Κίτσος, κι εμείς γνωρίζουμε ακριβώς πόσος κόπος χρειάστηκε για να παραχθεί το πολύτιμο φορτίο που κουβαλούν στις πλάτες τους.
Πηγή: kathimerini.gr – Κείμενo: Ισαβέλλα Ζαμπετάκη