Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Οι εικόνες τους μας συγκλονίζουν. Ο λόγος για τους πρόσφυγες οι οποίοι, με κάθε διαθέσιμο μέσο, συρρέουν τα τελευταία χρόνια στις ελληνικές, στις ιταλικές και στις ισπανικές ακτές. Στη συνέχεια, μέσα από δυσκολίες, αναζητούν ελπίδα σωτηρίας σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όλοι τους χρειάζονται τη στήριξή μας στον μεγάλο αγώνα που δίνουν για την επιβίωσή τους.
Αρκετά κείμενα θα μπορούσαν να γραφτούν για το δράμα τους. Προς διευκρίνηση παραμένει, αν επιθυμούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, μόλις αποκατασταθεί ένα κλίμα ηρεμίας σε αυτές ή αν θέλουν να εγκατασταθούν μόνιμα στους τόπους, που θα τύχει να βρεθούν. Στο ζήτημα, που είναι περίπλοκο, δεν μπορούν να δοθούν οριστικές απαντήσεις.
Σε περίπτωση που ισχύει η δεύτερη εκδοχή, δηλαδή έχουν πάρει οριστική απόφαση να ζήσουν αλλού, είναι εύλογο το ερώτημα: ποιες μνήμες θα διατηρούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι απόγονοί τους από τις πατρογονικές εστίες τους;
Για την προσέγγιση του ζητήματος ας μεταφερθούμε στο Ναύπλιο του 16ου αιώνα που βρισκόταν τότε στα χέρια των Βενετών. Αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίου στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι λίγες χιλιάδες ψυχές του, στη συντριπτική πλειονότητά τους, ήταν ορθόδοξοι. Το μέλλον, για τους κατοίκους, σύντομα θα αποδεικνυόταν σκληρό.
Κατά τη διάρκεια του Τετάρτου Βενετοτουρκικού Πολέμου, τα χρόνια 1537-1540, η πόλη αποτέλεσε τον κύριο στόχο, μαζί με τη Μονεμβασία, της μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης που εξαπέλυσαν οι Οθωμανοί για τον οριστικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Απέναντι στη συνεχιζόμενη πολιορκία, ως λύση διεξόδου, οι αρχές της πόλης επιδίωξαν τη συνθηκολόγηση.
Ανάμεσα στους όρους της Συμφωνίας που υπογράφτηκε τελικά στις 2 Οκτωβρίου 1540 από τα δύο μέρη ήταν, σε όσους κατοίκους της πόλης σκόπευαν να φύγουν, να τους επιτραπεί να πάρουν μαζί τους τα κανόνια, τα όπλα, τα ιερά σκεύη των εκκλησιών και τα πράγματά τους.
Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν τις επόμενες μέρες, κατά την αποχώρηση των κατοίκων από την πόλη, ήταν συγκινητικές. Το κλίμα που κυριάρχησε, αποδίδει με μοναδικό τρόπο ο λόγιος πρωτοπαπάς Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξός σε θρηνητικό κανόνα του, με τον τίτλο: «Κανὼν θρηνητικὸς εἰς τὸν πικρότατον χωρισμὸν τῆς ἐλεεινῆς πόλεως Ναυπλοίου, ποιηθεὶς ὑπὸ Νικολάου ἱερέως τοῦ Μαλαξοῦ, πρωτοπαπᾶ τῆς αὐτῆς πόλεως, οὗ ἡ ἀκροστιχίς: Ὁ πρωτοπαπᾶς συγκλάει Ναυπλοιέοις». Ὁ συντάκτης του, βρισκόταν κι εκείνος μέσα στο πλήθος που αποχωρούσε και μπορούσε να νιώσει καλύτερα την οδύνη του ξεριζωμού.
Οι πρόσφυγες του Ναυπλίου, ύστερα από τον επιβίβασή τους στις βενετικές γαλέρες, δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία. Εξαιτίας του μεγάλου όγκου τους, με πρωτοβουλία των βενετικών αρχών, διοχετεύθηκαν σε διάφορες περιοχές. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, άλλοι στα Ιόνια νησιά και αρκετοί στη Βενετία.
Σε όποιους τόπους κι αν βρέθηκαν γρήγορα ρίζωσαν. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν πρόκοψαν στους τομείς που δραστηριοποιήθηκαν. Η επιστροφή στη γενέθλια πόλη, τουλάχιστον για την πρώτη γενιά, παρέμενε ένα διαρκές όνειρο.
Αξίζει να παρακολουθήσουμε τους πρόσφυγες του Ναυπλίου που κατέφυγαν στη Βενετία. Ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα της πόλης τους, που μετέφεραν με ευλάβεια, ήταν και δύο καμπάνες από τις εκκλησίες της. Θεώρησαν χρέος τους να τις πάρουν μαζί τους και να μην τις εγκαταλείψουν στα χέρια του κατακτητή. Τις παρέδωσαν στην Ελληνική Αδελφότητα της Βενετίας, που άκμαζε τότε, με τον όρο να τους επιστραφούν, όταν θα απελευθερωνόταν η πόλη τους και γύριζαν πίσω.
Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των Ναυπλιωτών που ζούσαν στη Βενετία. Στους κόλπους της Ελληνικής Αδελφότητας αποτελούσαν πλέον μία πολύ ευδιάκριτη ομάδα. Στις καθημερινές συζητήσεις τους στην περιοχή γύρω από την «Πλατεία των Ελλήνων», περίοπτη θέση καταλάμβανε ο γυρισμός στην πόλη τους, η οποία πίστευαν ότι δεν θα αργούσε να πραγματοποιηθεί. Για τον λόγο αυτό φύλαγαν με προσοχή τις δύο καμπάνες των εκκλησιών τους ώστε να τις χρησιμοποιήσουν όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα.
Κάποια στιγμή, η Ελληνική Αδελφότητα περιήλθε σε οικονομική δυσκολία. Ο τότε γαστάλδος της Εμμανουήλ Καντακουζηνός πρότεινε να πωληθούν οι καμπάνες για να εξοφληθεί παλιό χρέος της. Στην πρότασή του αντιτάχθηκε ο Ναυπλιώτης Νικολός Καλαβρός. Όπως ισχυρίστηκε, αυτός ήταν εκείνος που τις είχε φέρει από το Ναύπλιο στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας, με τον όρο να τις επιστρέψει πίσω, όταν απελευθερωνόταν η πόλη. Με την άποψή του συντάχθηκε στις 20 Αυγούστου 1559 το σύνολο της Ελληνικής Αδελφότητας.
Κατά τη διάρκεια του Τετάρτου Βενετοτουρκικού Πολέμου, τα χρόνια 1570-1573, ο στόχος κατάληψης του Ναυπλίου δεν επιτεύχθηκε. Η απογοήτευση που κυριάρχησε μεταξύ των προσφύγων της πόλης που ζούσαν στη Βενετία υπήρξε μεγάλη. Το όνειρο της επιστροφής έδειχνε να απομακρύνεται.
Τα επόμενα χρόνια, καθώς ολοκληρωνόταν η κατασκευή του καμπαναριού της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, με πρωτοβουλία της Ελληνικής Αδελφότητας κατασκευάστηκαν τέσσερις καμπάνες. Για τη μείωση του κόστους δαπάνης τους, αποφασίστηκε στις 4 Νοεμβρίου 1593 να δοθούν οι καμπάνες του Ναυπλίου ως μέταλλο στον αρμόδιο τεχνίτη, έναντι του λογαριασμού για τις καινούργιες. Ύστερα όμως από έντονες διαμαρτυρίες πολλών μελών της Ελληνικής Αδελφότητας, ανάμεσά τους πρωτοστατούσαν οι καταγόμενοι από το Ναύπλιο, άλλαξε κάπως η απόφαση. Στις 23 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ψηφίστηκε να δοθούν οι καμπάνες στον τεχνίτη σε ανταπόδοση των καινούργιων που είχε κάνει. Όταν όμως απελευθερωνόταν το Ναύπλιο από τους Οθωμανούς η Ελληνική Αδελφότητα ήταν υποχρεωμένη να στείλει στην πόλη δύο καμπάνες βάρους 150 λιτρών η καθεμία.
Παρά την απόφαση που είχε ληφθεί, οι αντιδράσεις φαίνεται πως συνεχίζονταν, με αποτέλεσμα η υπόθεση των καμπανών του Ναυπλίου να μην προχωρήσει. Στο τέλος, ο τεχνίτης Giacomo Calderari υποχρεώθηκε να επιστρέψει τις δύο καμπάνες που του είχαν δοθεί.
Στο θέμα παρενέβη ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος, ηγετική φυσιογνωμία τότε στον Ελληνισμό της Βενετίας. Στη Συνέλευση της Διοίκησης της Ελληνικής Αδελφότητας, που πραγματοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1594, τόνισε πως όταν δινόταν κάποιο αντικείμενο ως παρακαταθήκη στην εκκλησία, η τελευταία χρειαζόταν να το διατηρήσει σύμφωνα με τους όρους παραχώρησής του. Έτσι, ο τεχνίτης που είχε επιστρέψει τις δύο καμπάνες του Ναυπλίου, αποφασίστηκε να αποζημιωθεί από τα χρήματα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, πράγμα που έγινε λίγο μετά.
Η παρέμβαση του Γαβριήλ Σεβήρου υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Οι καμπάνες του Ναυπλίου διασώθηκαν από την καταστροφή και τις επόμενες δεκαετίες παρέμεναν αχρησιμοποίητες σε κάποιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Η κάθε γενιά Ναυπλιωτών, μετέδιδε στην επόμενη, την αρχική επιθυμία του πρώτου κύματος προσφύγων της πόλης.
Το παλιό όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του Έκτου Βενετοτουρκικού Πολέμου, τα χρόνια 1684-1699, τα βενετικά στρατεύματα, κάτω από την ηγεσία του Φραγκίσκου Μοροζίνι, κατέλαβαν σταδιακά όλη την Πελοπόννησο. Όλη η χερσόνησος αποτέλεσε ξανά τμήμα της Βενετικής Επικράτειας.
Μεταξύ των πόλεων που καταλήφθηκαν το 1686 ήταν το Ναύπλιο. Αμέσως δραστηριοποιήθηκαν οι Βενετοί για την αποκατάσταση της παλιάς αίγλης του. Προς την ίδια κατεύθυνση, με ποικίλους τρόπους, δραστηριοποιήθηκε και ο πολυάριθμος ελληνικός πληθυσμός του. Η πόλη, για τριάντα περίπου χρόνια, θα αποτελέσει την πρωτεύουσα του «Βασιλείου του Μορέως».
Η υπόθεση των καμπανών που είχαν φύγει από το Ναύπλιο το 1540 δεν είχε ξεχαστεί. Προείχε, όμως, η κατασκευή του μητροπολιτικού ναού του. Μόλις αυτός αποπερατώθηκε θεωρήθηκε πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για την ανακίνηση του θέματος.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1693 ο μητροπολίτης Ναυπλίου Μακάριος Πελεκάνος και οι Σύνδικοι της Κοινότητας του Ναυπλίου Δημήτριος Σουρτοκαλίκης, Μικέλης Ευραγιώτης και Ιωάννης Ζαμπέλης, ειδοποίησαν για το ευχάριστο γεγονός τους απεσταλμένους της πόλης στη Βενετία Ανδρούτσο Μαλαξό, Θεοδόσιο Μειζότερο και Ιωάννη Κοντολέο. Παράλληλα, τους ζήτησαν να φροντίσουν ώστε οι καμπάνες του Ναυπλίου, που βρίσκονταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, να δοθούν στο χυτήριο. Από αυτές, να κατασκευάζονταν μία μεγάλη καμπάνα (βάρους μέχρι 200 λιτρών), ένας μπρούντζινος πολυέλαιος και τέσσερα μπρούντζινα μανουάλια, που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του μητροπολιτικού ναού. Αυτός, έγραφαν, θα αποτελούσε στο εξής «καύχημα και δόξα της πολιτείας».
Οι απεσταλμένοι του Ναυπλίου κινήθηκαν για την εφαρμογή των οδηγιών που τους είχαν δοθεί από την πόλη τους. Τότε διαπιστώθηκε πως οι δύο καμπάνες του Ναυπλίου, άγνωστο πότε και κάτω από ποιες συνθήκες, είχαν χαθεί.
Καθώς όμως η Ελληνική Αδελφότητα, ακριβώς εκατό χρόνια πριν είχε δεσμευτεί για τη διαφύλαξή τους, αποφάσισε στις 22 Μαΐου την αγορά δύο καμπανών, βάρους 150 λιτρών η καθεμία, και την αποστολή τους στο Ναύπλιο. Ύστερα από λίγες μέρες, στις 30 Μαΐου 1693, οι απεσταλμένοι του Ναυπλίου βεβαίωναν ότι τις παρέλαβαν.
Αν και δεν έχουμε άλλα στοιχεία για το θέμα, βάσιμη πρέπει να θεωρήσουμε την υπόθεση πως οι δύο καμπάνες θα μεταφέρθηκαν στο Ναύπλιο το επόμενο χρονικό διάστημα. Αμέσως θα τοποθετήθηκαν στον μητροπολιτικό ναό και άρχισαν να χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της εκκλησίας. Ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια είχε αποκατασταθεί πλέον η τάξη.
Οι ευνοϊκές συνθήκες για την πόλη, ωστόσο, δεν κράτησαν πολύ. Κατά τον Έβδομο Βενετοτουρκικό Πόλεμο, τα χρόνια 1714-1718, οι Οθωμανοί απέκτησαν ξανά τον έλεγχο της Πελοποννήσου. Το 1715 κατέκτησαν και το Ναύπλιο.
Η κίνηση των Ναυπλιωτών, φεύγοντας πρόσφυγες από την πόλη τους να πάρουν μαζί τους τις καμπάνες των εκκλησιών τους, δείχνει πολλά. Αποτελούσαν γι’ αυτούς, ιερά αντικείμενα, που έπρεπε να διαφυλαχτούν με κάθε τρόπο. Ήταν, ένας από τους συνδέσμους τους, με τη γενέθλια γη τους. Ζούσαν με τον κρυφό πόθο, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, να τις αποκαταστήσουν στην αρχική θέση τους. Το όνειρό τους, όπως πολλά όνειρα, έμεινε ανεκπλήρωτο. Σημασία όμως είχε πως διατηρήθηκε άσβεστο. Η μία γενιά μετέδιδε στην άλλη το καθήκον που επωμιζόταν.
Χρειάστηκε να περάσουν εκατόν πενήντα περίπου χρόνια, πέντε γενιές ανθρώπων, ώσπου η αρχική επιθυμία να γίνει πραγματικότητα. Η τελική ρύθμιση, από όσους ανέλαβαν να τη φέρουν σε πέρας, συνιστούσε κίνηση πρώτης προτεραιότητας. Αναγνώριζαν, κατά τον τρόπο αυτό, το παρελθόν τους. Έδειχναν σεβασμό προς τις υποθήκες των προγόνων τους.
Αποτελούσε όμως και ηθική δικαίωση όσων κατατρεγμένων ανθρώπων πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, κρύβοντας βαθιά στα στήθη τους την προσμονή για την πολυπόθητη μέρα της επιστροφής. Το «νόστιμον ἦμαρ» του Ομήρου.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος – Ιστορικός από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών