Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Ξημερώνει η γιορτή του Αγίου Πνεύματος. Τέτοιες ώρες η σκέψη μου στρέφεται με συγκίνηση στο χωριό μου. Το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού. Κοντεύουν να συμπληρωθούν πενήντα χρόνια από τότε που, δεκατριάχρονο παιδί, βρέθηκα για τελευταία φορά εκεί, μια τέτοια μέρα. Ακόμη όμως θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια όσα εξελίχθηκαν.
Το Πετροκεφάλι, βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της εύφορης πεδιάδας της Μεσαράς. Στον χώρο, όπου είναι χτισμένο σήμερα το χωριό, μαρτυρείται η ανθρώπινη παρουσία από τα Μινωικά χρόνια.
Η πρώτη μνεία του ονόματός του γίνεται σε βενετικά έγγραφα των τελευταίων δεκαετιών του 16ου αιώνα. Μέσα από την ανάγνωσή τους, μπορεί να παρακολουθήσει κανείς με κάθε λεπτομέρεια την καθημερινή ζωή των κατοίκων του. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, μέσα στις οποίες ζούσαν, πάντα απολάμβαναν τις μικρές χαρές της ζωής. Ήταν θεοσεβούμενοι. Η μικρή εκκλησία, που είχε αφιερωθεί στο Άγιο Πνεύμα, ήταν το καταφύγιό τους. Σε αυτήν προσέτρεχαν διαρκώς, ικετεύοντας συμπαράσταση.
Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος εξακολούθησε να αποτελεί χώρο συνάθροισης των κατοίκων του χωριού και κατά την οθωμανική περίοδο. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς πολλαπλασιαζόταν ο αριθμός τους, ο χώρος της δεν μπορούσε πλέον να καλύπτει τις λατρευτικές ανάγκες. Έτσι, προς τα μέσα του 19ου αιώνα, ανακαινίστηκε.
Δίπλα στο αρχικό κλίτος, το αφιερωμένο στο Άγιο Πνεύμα, προστέθηκε ένα νέο, που αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και σε άλλα μέρη του νησιού, υποδήλωνε τον κρυφό εθνικό πόθο των πιστών. Τεχνίτες από την Κάρπαθο φρόντισαν το 1863 ώστε η εκκλησία να λάβει τη σημερινή, ωραία μορφή της.
Από τον παλαιότερο ναό, που είχε μικρότερες διαστάσεις, σώζεται το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο καθώς επίσης η εικόνα της Αγίας Τριάδας ή του Αγίου Πνεύματος. Φέρουν χρονολογία «1815». Αγιογράφος της εικόνας ήταν ο «Γεώργιος».
Η γιορτή του Αγίου Πνεύματος αποτελούσε σημαντικό γεγονός όχι μόνο για το Πετροκεφάλι αλλά για την ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς. Πλησιάζοντας εκείνη η μέρα, η όψη του χωριού άλλαζε. Όλα σχεδόν τα σπίτια ασπρίζονταν. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου, κάτω από την επιστασία των δασκάλων τους, καθάριζαν την κεντρική πλατεία και τους γύρω δρόμους. Γιορτινή ατμόσφαιρα επικρατούσε παντού.
Την ημέρα της γιορτής, από νωρίς το πρωί, εκατοντάδες επισκέπτες πλημμύριζαν την εκκλησία για να παρακολουθήσουν με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία. Σε αυτήν, χοροστατούσε πάντα ο μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, συνοδευόμενος από ιερείς της περιοχής. Ακολουθούσε, στο προαύλιο της εκκλησίας, η ευλογία των άρτων.
Μόλις τέλειωνε η Θεία Λειτουργία τα καφενεία και η πλατεία γέμιζαν με κόσμο. Οι επισκέπτες, ήταν ανεπίτρεπτο να αναχωρήσουν, χωρίς να νιώσουν τη φιλοξενία των κατοίκων του χωριού. Τα σπίτια των Πετροκεφαλιανών, πάντα ορθάνοιχτα σε όσες και όσους έφταναν από μακριά, συναγωνίζονταν, εκείνες τις ώρες, ποιο θα πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση.
Αργά το απόγευμα, άρχιζε το γλέντι στην πλατεία του χωριού, στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες. Τον τόνο σε αυτό έδιναν γνωστοί οργανοπαίκτες της περιοχής. Κι όταν ξεκινούσε ο σιγανός, οι μαντινάδες που τραγουδιόντουσαν, ήταν αναρίθμητες. Στον ιδιότυπο διάλογο των νέων αποκαλύπτονταν συχνά μύχιες σκέψεις τους.
Με το πρώτο χάραγμα, το γλέντι διαλυόταν, αφήνοντας γλυκόπικρα συναισθήματα στους παρισταμένους. Όσα είχαν εξελιχθεί αποτελούσαν θέμα συζήτησης μεταξύ των κατοίκων για πολλές μέρες.
Για το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος στο Πετροκεφάλι σώζονται αρκετές περιγραφές. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει μία, του δημοσιογράφου Χ. Α. Νιώτη. Δημοσιεύτηκε στις 3 Αυγούστου 1939 στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Κρητικός Κόσμος», που τυπωνόταν στην Αθήνα.
Ο συντάκτης, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής αποστολής του στη Μεσαρά, βρέθηκε την προπαραμονή της γιορτής του Αγίου Πνεύματος στην πλατεία του Πετροκεφαλιού. Ύστερα από απαίτηση των κατοίκων του, παρέμεινε στο χωριό για να παρακολουθήσει το φημισμένο πανηγύρι της μεθεπομένης, 29 Μαΐου. Μένει ενθουσιασμένος από όσα έζησε το τριήμερο της διαμονής του. Τις εντυπώσεις του καταγράφει στο κείμενο που δημοσίευσε λίγους μήνες αργότερα.
Το κείμενο αποτελεί ένα ύμνο για το Πετροκεφάλι, τους κατοίκους του αλλά και γενικότερα τον χώρο της Δυτικής Μεσαράς.
Ο συντάκτης του, αρχικά, περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε στο χωριό εκείνες τις μέρες και αναφέρει τα ονόματα αρκετών ανδρών, τα σπίτια των οποίων επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε. Μεταξύ άλλων, μνημονεύει τον πρόεδρο της Κοινότητας Νικόλαο Καλοχριστιανάκη, τον γιατρό Μιχαήλ Μιχελινάκη, τους δασκάλους Κωνσταντίνο Καναβάκη, Αντώνιο Μαρκάκη, Κωστή Μαρκάκη κ.ά.
Στη συνέχεια, περιγράφει τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, στην οποία χοροστάτησε ο επίσκοπος Αρκαδίας Βασίλειος Μαρκάκης, από τις πιο σεβάσμιες μορφές ιερωμένων της Κρήτης κατά τον 20ό αιώνα. Το έργο του για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του αγροτικού πληθυσμού της περιοχής υπήρξε σημαντικό.
Το μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου αφιερώνεται στο γλέντι που ξεκίνησε, μόλις άρχισε να νυχτώνει, στην πλατεία του χωριού. Σε αυτό έπαιξε μουσική ο Φουστάνης, ο γνωστός λυράρης από την Πόμπια Κωνσταντίνος Φουστανάκης.
Ο συντάκτης παρατηρεί όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του. Περιγράφει με ζωντανά χρώματα τον μεσαρίτικο σιγανό, χορό τον οποίο θεωρεί αντανάκλαση της ψυχοσύνθεσης των κατοίκων του εύφορου κάμπου. Σηκώνεται, χωρίς δισταγμό, και χορεύει μαζί τους. Συναισθάνεται το πάθος που κυριαρχεί εκείνες τις στιγμές.
Ιδιαίτερο μέλημα δείχνει στην καταγραφή ορισμένων μαντινάδων, έντεκα συνολικά, που άκουσε να τραγουδιούνται από νέες και νέους, οι οποίοι είχαν σχηματίσει τον μεγάλο κύκλο του χορού, που αποτελούνταν από 200 με 300 άτομα.
Η κίνησή του, αποδεικνύεται πολύτιμη για τη σημερινή έρευνα, αφού σχεδόν όλες οι μαντινάδες είναι άγνωστες. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει εκείνη, στην οποία ο ερωτικός πόθος περιγράφεται σαν κερί που λιώνει αργά. Ευθεία αναφορά σε αντίστοιχο στίχο από τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Το κείμενο του Χ. Α. Νιώτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, από τις ωραιότερες περιγραφές πανηγυριών της Κρήτης που έχουμε στη διάθεσή μας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από την ανάγνωσή του αναδύεται το κλίμα μιας εποχής που, δυστυχώς, έχει οριστικά παρέλθει.
Παρατίθεται στη μορφή που δημοσιεύεται στην εφημερίδα. Διορθώθηκαν μόνο ορισμένα εμφανή τυπογραφικά λάθη. Αναλυτικός σχολιασμός του κειμένου γίνεται σε άρθρο μου που, ελπίζω, ότι δεν θα αργήσει να δημοσιευτεί. Προχθές το βράδυ δημοσιεύτηκε από τον συνταξιούχο εκπαιδευτικό Γεώργιο Δαμιανάκη στον ιστότοπο «e-mesara.gr» φωτογραφία του κειμένου.
ΕΥΦΟΡΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙ ΜΕΣΣΑΡΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΜΑΣ
ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙ ΜΕΣΣΑΡΑΣ. Εκεί μέσα στον κάμπο της Μεσσαράς ανάμεσα στη θάλασσα των στετών ολόχρυσων στάχεων βρίσκεται το Πετροκεφάλι – ένα από τα ωραιώτερα χωριά του εύφορου κάμπου. Ξένοι εμείς, Σάββατο βράδυ, την ώρα που ο ήλιος θα κρυβόταν πίσω από τ’ Αστερούσια, στην κεντρική πλατεία του χωριού ξεκουραζόμεθα, παίρνοντας μια παγωμένη λεμονάδα.
Ο κόσμος πολυάσχολος πηγαινοερχόταν. Κίνησις σαν κάτι εξαιρετικό να προμηνυόταν.
– Αύριο έχουμε πανηγύρι, μας πληροφορεί ο καφεπώλης.
Ο κύκλος σε λίγο μεγάλωσε άγνωστοι φίλοι μας περιτριγυρίζουν και μας υποχρεώνουν. Ο Ξένιος Ζευς νομίζει κανείς ότι τον θρόνο του έχει στήσει στο Πετροκεφάλι….
Πρώτη φορά στη Μεσσαρά, να βρεθής και σε πανηγύρι ήταν μια τύχη, την οποίαν επαυξάνει η φιλικότης των κατοίκων και αι υποχρεωτικαί περιποιήσεις των φιλοξένων συνδρομητών μας που μόλις επληροφορήθησαν την άφιξί μας εκεί σπεύδουν να μας ευχηθούν το «καλώς ωρίσαμε».
Ο υποχρεωτικός φίλος κ. Ι. Μιχελιδάκης στο περιποιημένο καφενείο του και αργότερα στο σπίτι του μας περιποιείται μαζύ με τον φίλτατο και ανοιχτόκαρδο Κώστα Α. Μαρή. Και τη νύχτα ο δάσκαλος κ. Κωστής Μαρκάκης μας απαγάγει στο σπίτι του όπου και φιλοξενούμεθα.
Την επομένη θα έπρεπε να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας. Οι Πετροκεφαλιανοί όμως δεν μας αφήκαν επ’ ουδενὶ λόγω.
– Μέρα πανηγυριού να ρθούν ξένοι στο χωριό μας και να μην καθίσουν δεν …. ξαναπαρατηρήθηκε.
Κι’ έτσι – άλλο που δε θέλαμε – αφιερώνουμε την ημέρα μας εις τον Θεόν Βάκχον.
Πρωί-πρωί η εκκλησία συνεκέντρωσε όλο τον κόσμον των πιστῶν. Χοροστατεί της θείας λειτουργίας ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αρκαδίας κ. Βασίλειος, που έφτασε λίαν πρωί από τους Αγίους Δέκα. Για τον Δεσπότη της Μεσσαράς πρέπει να γραφτούν πολλά. Ο τόπος οφείλει πλείστα όσα σ’ αυτόν και το πέρασμά του από αυτήν θα παραμείνη ως μιαν εποχή αναδημιουργίας, ως ένας σταθμός σημαντικός στην εν γένει πρόοδο της Μεσσαράς.
Και το …. γλέντι αρχίζει. Μετά τη θεία λειτουργία, τον καφέ προσφέρει ο κ. Στέλιος Λουλούδης, που ήρθε κι’ αυτός να γλεντήση μαζί με τον κ. Φίλιππο Κουκουριτάκη, το γάλα μας πέρνουμε στο σπίτι του κ. Κ. Μαρκάκη και το φαγητό σε πλείστα όσα σπίτια του χωριού. Στου δ/λου κ. Κωστή Μαρκάκη, των επίσης δ/λων κ.κ. Αντ. Μαρκάκη και Κ. Καναβάκη, στα φιλόξενα σπίτια του κ. Κωστή Μαρῆ, Ι. Μιχελινάκη, Κουκουριτάκη και, και…. χάθηκε ο λογαριασμός!
Περιποιητικοί οι Πετροκεφαλιανοί εννοούν να μη των μείνη σκιά αμφιβολίας πως εμείναμε ευχαριστημένοι. Οι κ.κ. Μ. Μιχελινάκης ιατρός, Εμμ. Δασκαλάκης, Μιχ. Σ. Μυρτάκης, Χαράλ. Πετράκης, Νικ. Καλοχριστιανάκης, ο πρόεδρος τῆς Κοινότητος γνωστοί και άγνωστοι μας καθυποχρεώνουν.
Και το σημειώνω εδώ πως ήταν μια πραγματική έκπληξις, μια σωστή αποκάλυψις ενός ολόκληρου εσώτερου κόσμου ενός λαού του οποίου η γνωριμία μαζύ του αρχίζει από το Πετροκεφάλι, συνεχίζεται στο Πέρι και μας δείχνει όλες τις πλούσιες σε αίσθημα πτυχές του σ’ όλη τη διαδρομή ανάμεσα στον κάμπο που μόνον ως πλουτοπαραγωγικό τον γνωρίζαμε.
Το πανηγύρι του Πετροκεφαλιού συγκεντρώνει πολύ κόσμου από τα γύρω χωριά και είναι φημισμένο ανάμεσα στα πανηγύρια της επαρχίας. Και ακόμη το κάνει περισσότερο γραφικό η φυσική ωραιότης του χωριού με τα άφθονα νερά, την απολαυστική δροσιά των δένδρων του, την ωραία ρυμοτομία και τη μεγάλη κεντρική πλατεία στην οποία και γίνεται το πανηγύρι. Και αυτό αρχίζει αργά. Όταν αρχίσει να πέφτη ο ήλιος – αρχίζει από τότε και συνεχίζεται ώς το άλλο πρωί με κέφι.
Και είνε αληθινά γραφικό το θέαμα του Μεσσαρίτικου χορού. Βέβαια δεν έχει τον ρυθμό, την στιβαρότητα και το γοργό χρόνο των άλλων χορών του νησιού μας. Αλλά έχει ένα ξεχωριστό θέλγητρο, μια ηδυπάθεια, κάτι το ξεχωριστό που συνδυάζεται περίφημα με το κλίμα του τόπου.
Τόπος θερμός, το νότιο μέρος του νησιού μας, δέχεται τη θερμή πνοή του Αφρικανικού ήλιου και τα κύματα του Λιβυκού πελάγους έρχονται να ξεσπάσουν σ’ ένα γλυκόηχο ξεψύχισμα στ’ ακρογυάλια της Μεσσαράς.
Κι’ ο Μεσσαρίτικος χορός είνε ήρεμος σαν την φύσι του τόπου, γλυκύς σαν τους καρπούς που στην κορυφή των ευλύγιστων μίσχων φέρουν την ευτυχία στους κατοίκους, γραφικός και νωχελικός ωσάν τη χώρα που κείται όταν διαβή κανείς το Λυβικό.
Ο «σιγανός» συρτός, δεν είνε ωσάν τους άλλους. Αρχίζει με μια παρέα ολιγομελή που αυξάνεται και σχηματίζει ένα κύκλο που περιλαμβάνει 200 και 300 άτομα – ανάλογα με τον χώρο. Αργός – γιαυτό και λέγεται σιγανός – χορεύεται ενώ σύγχρονα οι χορεύοντες τραγουδούν.
«Παρεξήγησις» για τις μαντινάδες που θα ειπωθούν δε χωρεῖ. Και είνε εξαιρετικό το θέαμα των λιγερόκορμων νέων και των ωραιοτάτων κοριτσιών με τις μαντινάδες και το χορό τους.
Σας μεταφέρω εδώ μερικές:
«Εξέγνοιασα απού τσ’ έγνοιες σου κ’ ησύχασ’ η καρδιά μου
μια χάρι μόνο σου ζητώ μη λέεις τ’ όνομά μου».
Τραγουδεί ευσταλής νέος. Κι’ η χαμηλοβλεπούσα μικρούλα με τα τσακίρικα μάτια και το σιταρένιο χρώμα, απαντά:
«Όποιος αγάπη ένοιωσε στον κόσμο μια και μόνο
ζει γυρνά και ξεψυχά στον εδικό τζη πόνο».
Και συνεχίζεται:
«Καρδιά χωρίς ανάμνησι δεν ημπορεί να ζήση
Σα λούλουδο στην ερημιά θα μαραθή θα σβήση».
Κι’ η απάντησις:
«Όταν ελπίζει άνθρωπος πως έχει μιαν αγάπη
δεν πρέπει να την αρνηθή όσα πολλά κι’ αν πάθη».
Κι’ η νύχτα προχωρεί και το γλέντι ανάβει υπό τους ήχους της γλυκειάς λύρας του Φουστάνη.
Κι’ ένας νηος τραγουδεί τρεις μαντινάδες στη γραμμή:
«Έχασα ’γώ τα θάρρη μου. Δεν έχω πλεια ελπίδα
σαν όνειρο μου φαίνεται στον κόσμο ό,τι κι’ αν είδα».
«Έχασα κείνο που έλπιζα στον κόσμο να με σώσῃ
και ποιος μπορεί παρηγοριά και θάρρος να μου δώση».
«Κι’ έχασα ό,τι δε μπορώ στον κόσμο ν’ αποχτήσω
κι’ αδύνατό ’ναι στον ντουνιά ευχάριστα να ζήσω».
Και μια φωνούλα ακούεται σα νάρχεται σαν απάντησις καυτερή, σαν τον Μεσσαρίτικο ήλιο που ωριμάζει πιο γρήγορα τη θάλασσα των χρυσοκίτρινων σταχυών:
«Τα λόγι’ απού σου μίλησα σὰ σιδεροθελιά ’ναι
κι απού τη σεδεροθελιά ακόμα ποιο καλά ’ναι!»…
Κι’ ένας άλλος – πειρακτήρι – τί άλλο;
«Θαμμάζομαί το το κερί για την απομονή του
μ’ ίντα λογής καρδιά θωρεί και λυώνει το κορμί του».
Το πράγμα γυρίζει στο αστείο.
«Εσύ που ξαίρεις τα πολλά κι’ ο νους σου κατεβάζει
ένα καντάρι σίδερα πόσες βελόνες κάνει;»
Κι’ η απάντησις έρχεται αυθωρεί και παραχρήμα:
«Νάχα τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι
να κάθιζα να σούλεγα πόσα καντάρια κάνει!».
Κι’ ο κύκλος γυρίζει, ο χορός συνεχίζεται, το κρασί ζεσταίνει το αίμα, ανάβει πόθους ξεφανερώνει αισθήματα και το γλέντι συνεχίζεται ώς το πρωί….
Αφήνουμε τους Πετροκεφαλιανούς να γλεντούν και εμείς στις «μικρές ώρες» φεύγουμε γι’ ανάπαυσι, αφού ποιο πρώτα ως εκ…. θαύματος από την «κουντούρα» βρισκόμαστε στη κορυφή του χορού!….
Και την άλλη μέρα αφού πήραμε πρωί-πρωί το καφφεδάκι μας στην πλατεία που τώρα είνε ήσυχη αφήνουμε το Πετροκεφάλι με τους ευγενικούς κατοίκους και τα φιλόξενα αισθήματα – μια ανάμνησι μέσα στις τόσες της ζωής μας….
Χ. Α. ΝΙΩΤΗΣ