Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Είναι ακόμα πρωί, όταν καταφθάνεις με την οικογένειά σου στον Κομμό, στη γνωστή παραλία της νότιας Κρήτης.
Σήμερα, κατά περίεργο τρόπο, η θάλασσα είναι γαλήνια. Σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο τις μέρες του Αυγούστου. Τεράστια κύματα έρχονται συνήθως από μακριά και πέφτουν με δύναμη στην ακτή, ανακατεύοντας τα φύκια.
Η ατμόσφαιρα είναι διάφανη. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζουν με ευκρίνεια τα Παξιμάδια. Ιδανικές συνθήκες για ένα απολαυστικό μπάνιο.
Μετά την τακτοποίηση των πραγμάτων στη σκιά κάποιου αρμυρικιού, βγάζεις γρήγορα τα ρούχα σου. Σου περνά από το μυαλό ότι πρέπει να βάλεις αντηλιακό αλλά απωθείς τη σκέψη. Δεν έχει ακόμη ο ήλιος ξεμυτίσει πίσω από τον λόφο.
Τρέχεις γρήγορα προς τη θάλασσα. Ξέρεις μια συγκεκριμένη δίοδο, από την οποία αποφεύγεις τη βραχώδη ακτή, και βουτάς στη θάλασσα.
Το παγωμένο νερό δροσίζει αμέσως το κορμί σου. Κινητοποιεί τις αισθήσεις σου. Με λίγες απλωσιές απομακρύνεσαι γρήγορα από την ακτή.
Ο βυθός της θάλασσας είναι βαθυγάλαζος. Όπως και τότε, που έκανες τα πρώτα μακροβούτια σου σε αυτόν, πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια. Πότε πέρασε ο καιρός δεν το κατάλαβες. Σου φαίνονται σαν να ήταν χθες.
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, γυρίζεις και κοιτάς προς την ακτή. Αριστερά, στο βάθος του ορίζοντα, διακρίνεται ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη. Κάποια ίχνη χιονιού μόλις και φαίνονται στη «Σέλα του Διγενή». Στο κέντρο, ευθεία μπροστά σου, η αρχαία πόλη. Αποκαλύφθηκε, κάτω από την άμμο, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Δεξιά, στο βάθος, το βραχώδες ακρωτήριο της Νύσου. Σε κοντινή απόσταση από αυτό, η βραχονησίδα Βόλακας.
Στην παραλία, ο κόσμος είναι ακόμα λιγοστός. Μέσα στη θάλασσα, ελάχιστοι. Σε κοντινή απόσταση από εσένα, η γυναίκα σου. Προσπάθησε να σε ακολουθήσει αλλά δίστασε να απομακρυνθεί και τώρα γυρίζει προς τα ρηχά. Κοντά της κολυμπά γρήγορα η κόρη σου. Ξοπίσω της, την ακολουθεί ο γιος σου που, μάταια, προσπαθεί να τη συναγωνιστεί.
Το μέρος συνδέεται με ένα από τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής σου. Δυο εβδομάδες είχαν κρατήσει εκείνες οι διακοπές. Ιούλιος μήνας ήταν.
Αφαιρείσαι για λίγο. Έντονες αναμνήσεις ξεχύνονται στο μυαλό σου, «όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι π’ ολοένα βουλιάζει…», γράφει ο ποιητής.
Προσπαθείς να εντοπίσεις πού ήταν η θέση της καλύβας που είχε κατασκευάσει ο πατέρας σου και μένατε οικογενειακώς.
Κοιτάς προσεκτικότερα το χαράκι, από όπου έκανες τις βουτιές σου και ανακάλυπτες έκπληκτος τα μυστήρια του βυθού.
Θυμάσαι τις ατέλειωτες περιπλανήσεις σου στους διαδρόμους του Γερμανικού Πολυβολείου, σκαμμένου στον νότιο βράχο, με το σκουριασμένο πλέον πολυβόλο του, πάντα στραμμένο στον κόλπο της Μεσαράς.
Και το ηλιοβασίλεμα, θυμάσαι, ήταν από τα ομορφότερα πράγματα που είχες δει ώς τότε. Ο ήλιος, κατακόκκινος, να κρύβεται αργά με ντροπή πίσω από τα ρεθεμνιώτικα βουνά. Στη συνέχεια, απλωνόταν η σιγαλιά. Χάρηκες πολύ όταν έκανε την ίδια ακριβώς διαπίστωση, πριν από λίγα χρόνια, η κόρη σου.
Τις βεγγέρες, μέσα στο μισοσκόταδο, οι συζητήσεις των μεγάλων περιλάμβαναν κάθε είδους θέματα. Κυριαρχούσαν οι παλιές ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα του χωριού. Τα γέλια, από τις ευτράπελες ιστορίες, ήταν ασταμάτητα.
Κάποιες, μισές κουβέντες, γίνονταν και για την πολιτική κατάσταση. Τις στιγμές εκείνες η συζήτηση γινόταν ψιθυριστά κι εσύ αναρωτιόσουν για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό.
Στο τέλος, όταν αποκαμωμένος έπεφτες για ύπνο στην άκρη σχεδόν της θάλασσας, έβλεπες τον ουρανό σαν ένα γιγάντιο θόλο.
Υπολογίζεις σε ποιο σημείο της παραλίας κάποιο βράδυ, όταν το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, εμφανίστηκε μια χελώνα. Δεν σε είχε πάρει ακόμη ο ύπνος, όταν την είδες να βγαίνει αργά από τη θάλασσα. Δεν μίλησες σε κανένα. Πελώρια φάνηκε στα παιδικά σου μάτια καθώς πέρασε αργά από δίπλα σου. Παρακολούθησες με δέος τις κινήσεις της. Άνοιξε ένα λάκκο, όπου γέννησε τα αυγά της. Με γρήγορες κινήσεις, τα κάλυψε με άμμο. Ύστερα, αποτραβήχτηκε και χάθηκε μέσα στα νερά.
Οι μέρες πέρασαν αστραπιαία, χωρίς να το καταλάβεις. Δεν ήταν λίγο πράγμα να έχεις ολημερίς τη θάλασσα μπροστά στα πόδια σου…
Στρέφεις τα νώτα σου προς την ακτή και απομακρύνεσαι ακόμη περισσότερο. Κοντεύεις να φθάσεις στην Παπαδόπλακα. Την περιεργάζεσαι προσεκτικά. Το ύψος της, είναι εμφανώς μικρότερο, σε σχέση με το παρελθόν.
Από κάποια στιγμή και ύστερα σου έχει γίνει έμμονη ιδέα πως συνδέεται με τους στίχους 293-298 της Γ Ραψωδίας της «Οδύσσειας» του Ομήρου. Έχεις συγκεντρώσει πολλές σχετικές πληροφορίες.
Μόλις ακούς από την παραλία κάποιες γνώριμες φωνές. Κοιτάς προσεκτικότερα. Η γυναίκα σου και τα δύο παιδιά σου, ανησυχώντας προφανώς για σένα, σου κάνουν νόημα ότι έχεις απομακρυνθεί πολύ και πρέπει να αρχίσεις να επιστρέφεις.
Χαμογελάς από ευτυχία βλέποντας αγαπημένα σου πρόσωπα. Βάζεις τα δυνατά σου και ρίχνεις λίγες ακόμα απλωσιές. Δεν έχεις απολαύσει, αν και πρέπει να έχει περάσει αρκετή ώρα, τη θάλασσα.
«Τελικά, ούτε και σήμερα θα καταφέρω να ακουμπήσω την Παπαδόπλακα», σιγοψιθυρίζεις. «Ίσως να γίνει την επόμενη φορά».
«Με αυτήν την προσμονή», σκέφτεσαι, «κοντεύουν να συμπληρωθούν πέντε και πλέον δεκαετίες».
Μέσα σε κλίμα συγκίνησης, καθώς δεν θέλεις ν’ αποχωριστείς παλιές, αγαπημένες εικόνες, παίρνεις τον δρόμο του γυρισμού.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Έξοδος κινδύνου» στις 6 Αυγούστου 2015.