Του Κωστή Μουδάτσου
Ανυπόφορο είναι να είσαι δούλος της δουλειάς και να έχεις και το αφεντικό να σου λέει ότι εάν δεν ψηφίσεις το δικό του, θα περνάς κακά… Α! φίλος επιζήμιος, εχθρός υπολογίζεται! Αν πας να μιλήσεις, κάτι να πεις τέλος πάντων, σου λέει «μήτε μιλιά, μήτε αχνιά μη βγάλεις! Εγώ κάνω κουμάντο εδώ!»
Όλη τη φτώχεια έχω να με δέρνει και φοβάμαι ότι θα χάσω ότι δεν έχω. Μα φοβούμαι το Θεό, ποιο Θεό δηλαδή; Αυτός έχει για Θεό το χρήμα και τους χρηματιστές για Αγίους. Τις τράπεζες και το χρηματιστήριο έχει κάνει ναούς. Ο πλούτος είναι ο σκοπός που κάθε μέσο εάν φέρνει χρήμα είναι άγιο.
Πως βγάζει το χρήμα; Τα παίρνει όλα, τα ξεπουλά και τα κονομά. Ρίχνει λίγο λάδι στα γρανάζια κι όλα πάνε ρολόι! Αφού είναι αφεντικό ορίζει ότι θέλει. Για αυτόν σφάζουνε και θυσιάζουνε τα δημόσια σφάγια κι εγώ πάλι με φραγκοδίφραγκα θα παρηγορούμαι! Αυτός θα καυχιέται ότι όλα τα κάνει καλά σύμφωνα με ότι ψηφούν οι βουλευτές στη Βουλή! Λες και μπορούνε να κάνουνε διαφορετικά. Ο μεγάλος αρχηγός όλα τα βλέπει, όλους τους ταΐζει ή τους κόβει τη μάσα. Αναλόγως! Μια παρέα είναι ο αφεντικός και ο μεγάλος αρχηγός! Στα καλά είναι αυτός αιτία, μα στα κακά φταίει η αριστερή αντιπολίτευση. Είναι λέει λαϊκιστές! Λέω να σωπάσω γιατί θαρρώ πως θα σπάσει το κινητό στο αυτί μου και θα πιάσουνε τα μυαλά μου τον αέρα! Αφεντικό είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε! Ορθά κοφτά το λέει, τη ψήφο σου απαιτώ και την υπογραφή σου όπου τη χρειαστώ!
Οι πλούσιοι βέβαια δεν χορταίνουν! Πως να βρει εκείνος χόρταση; Χιλιάδες να λάβει στο χέρι, εκατομμύρια θα ζητάει! Αχόρταγοι! Κι εγώ λένε είμαι τίμιος… Τίμιος και πεινασμένος. Άμα είσαι φτωχός, κατέχεις τη μοίρα σου! Η πείνα χάσκει ομπρός σου με τις αρρώστιες! Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα…
Βγαίνει στο τελεβίζιον ο μεγάλος αρχηγός και λέει ότι θα βρούμε καλές δουλειές και θα τα κονομήσομε! Άλλοι θα γενούνε επιχειρηματίες! Με παρά και ουρά! Σαν τα αρνιά μας λαλεί. Πάρε εσύ αφεντικό εκατομμύρια, πάρε κι εσύ άμοιρε της μοίρας σου ένα κοκαλάκι να γλύφεις! Πάρε κι εσύ νεαρέ ένα κατοσταρικάκι και μισό, να πας για ποτό στο μπάρ! Κι άμα γκρινιάζεις η τιβί θα σου βγάλει τα μάτια και θα σου αλλάξει τα μυαλά! Δεν είμαστε ελευθέρας βοσκής αλλά καταναλώνομε το σανό που μας δίνουν απλόχερα!
Ο πλούσιος σοπλουτίζει μα σαν αχόρταγος κι άλλα ζητάει. Όσο κι αν γκρινιάζει όλο τον καιρό, στις εκλογές δίνει βασιλική διαταγή να ψηφίσομε τον αρχηγό και να αφήσομε τις επαναστάσεις κατά μέρος, γιατί θα αυτοκαταστραφούμε όλοι μαζί. Αυτοί πετυχαίνουν κι εμείς χαρά δε θωρούμε.
Μεγάλος ο φόβος σαν πάω στα Σούπερ Μάρκετ και στο βενζινάδικο! Γελοίος αισθάνομαι σαν βλέπω τις τιμές και σαν φτάνω στο ταμείο! Βγάλε κι εκείνο, βγάλε και τ’ άλλο. Σαν βρεγμένος σκύλος φεύγω! Ξέρεις τι είναι να μην θέλεις να πας στο καφενείο, γιατί εάν έρθει ένας φίλος δεν θα έχεις χρήματα να τον κεράσεις; Σαν πληρώνω τους λογαριασμούς του ρεύματος, τους φόρους κι όλα τα άλλα, οι άλλοι στο καφενείο θαρρούν πως κάποια κλεψιά έχω καμωμένη και με στραβοκοιτάζουν. Κι αφού θαρρούν πως έχω κλέψει, μου ζητούν δανεικά από τα κλεμμένα! Porca miseria!
Από τη φτώχεια γιατρειά δεν βρίσκω. Πίνω δυο κρασιά μήπως και δω ένα καλό όνειρο που θα έχει ωραίο τέλος. Μπορεί στο όνειρο να γλυτώσω να πληρώσω στο βενζινάδικο και στα μαγαζιά, τουλάχιστον τους φόρους! Να φάω μέχρι να χορτάσω κι εγώ με τη γυναίκα και τα παιδιά! Να τους κάνω ένα τραπέζι που θα χαίρομαι να τους βλέπω! Α! τα παιδιά να πηγαίνουν χαρούμενα στο σχολείο! Στο νοσοκομείο να έχω γιατρούς και νοσοκόμες να με κουράρουν. Να έχω φάρμακα… Ωραίο όνειρο θα ήταν! Μα μην λέω τέτοια όνειρα γιατί αν το μάθει το αφεντικό, θα πει πως κάνω επανάσταση και θα με διώξει από τη δουλεία. Μετά δεν θα έχω ούτε ένα καρβέλι να αγοράσω… Όσο για το ταμείο ανεργίας…. Είναι λέει αντικίνητρο και κάνει τους εργαζόμενους τεμπέληδες, Πρέπει να το μειώσουν κι άλλο πολύ! Αυτά δεν λέει ένας βραβευμένος οικονομολόγος που τον έχουν κάνει ευαγγέλιο!
Ας πιάσω τη λύρα να πω ένα μαντινιαδάκι, να μου περάσει ο νταλκάς γιατί έχω βαροκαρδίσει.
«Κοίτα μην μοιάσεις του χοχλιού που γλείφει και ξεχνιέται,
κοίτα μην μοιάσεις του λαγού που φεύγει και αρνιέται!»