Ήμουν πολύ μελαγχολικό παιδί.
Αυτό μπορεί να είναι κάλλιστα προεόρτιο ποίησης.
Ουδείς ευτυχής έχει διακόψει ευτυχία, για να γράψει ποιήματα.
Αν μου έλεγαν
να διαλέξω μεταξύ μιας ευτυχίας και του να γράψω ένα καλό ποίημα, μοιραία θα διάλεγα το δεύτερο μια και δε γνωρίζω τι σημαίνει ευτυχία κι αν υπάρχει.
Οι αναγνώστες μου λένε πως το έργο μου είναι μια παρηγοριά γι’ αυτούς.
Αναρωτιέμαι όμως.
Πώς μπορώ να τους παρηγορήσω, από τη στιγμή που η ίδια είμαι απαρηγόρητη;
Η καθημερινότητα είναι καθημερινότητα.
Τίποτα δεν την αλλάζει.
Ούτε η ποίηση.
Η ποίηση δεν είναι συνεχής, επομένως η πραγματικότητα είναι η νικήτρια σε όλα.
Μεγάλωσα τα παιδιά μου.
Ντάντεψα τα εγγόνια μου.
Έκανα ενός κοινού ανθρώπου τη ζωή.
Έτσι ένιωθα.
Δεν άλλαξε κάτι ότι έγραφα ποιήματα.
Όση φήμη κι αν απέκτησα, έμεινα η μαμά, η γιαγιά, ο εαυτός μου.
Όχι, δεν έχω χορτάσει.
Είμαι ακόμα πεινασμένη για ζωή.
Υποφέρω στη σκέψη του θανάτου αφάνταστα.
Ίσως η κίνηση να γράφω ποιήματα στα 88 μου, να είναι η έκφραση αυτής της απροθυμίας μου να πεθάνω.
Της αδυναμίας μου να φανταστώ τι μπορεί να υπάρξει όταν ένα σώμα νεκρωθεί.
Από τη στιγμή που προβλέπεται θάνατος, την ώρα που έχεις συνηθίσει αυτό το πράγμα το φοβερό, αν θέλεις και το ανούσιο, – γιατί στα γεράματα η ζωή δεν έχει και πολύ νόημα – εντούτοις το προτιμάς από το να πεθάνεις, από το να πας σε αυτό το άγνωστο.
Αλλά δεν είναι και τόσο ότι δε θέλεις το άγνωστο.
Είναι ότι δε θέλεις να χάσεις το γνωστό.
Κική Δημουλά
Σαν σήμερα, το 2020, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα