Της Χαριστής Φανουράκη – Κουκουμπεδάκη
Ότι και να πει κανείς για την άδικη φεύγα σου Νίκο Ψιλλάκη τα λόγια είναι φτωχά….
Μόνο ποδρακανίζομαι του αλαφρόμυαλου του Χάρο που παίρνει τσ’ αθρώπους πριν την ώρα τους…
Σ’ ετσά μορφές δεν έπρεπε
ο Χάρος να σιμώνει
να ‘ρχεται με το θάνατο και να τσι κατιμώνει..
Μα θελε πρέπει τ’ άδη ντου να δώσει φωτεράδα
κι αγλακιστός εκόπιασε κι είχεν ογληγοράδα…
Κι ήρθε τρεχαπετάμενος εις τον απάνω γ-κόσμο
να πάρει άντρα διαλεχτό που εμοσκοβόλα δυόσμο.
Κι επήρε τον ξεδιαλεχτό το Νίκο τον Ψιλλάκη
και κλάημενό ‘ν’ τση Κρήτης μας το κάθε καντονάκι…
Όπου επάθειενε τη γης επρέπιζε τον τόπο
Κι ήτονε ήλιος που φεγγε των αλλονών αθρώπω…
Η μ-πένα ντου ‘τονε χρυσή κι ο νους του σαν ξυράφι
κι η όψη ντου ‘ντιλάψιζεν ατόφια σα χρυσάφι…
Μα ο Χάρος την αμάδα ντου
πάνω ντου τηνε ρίχνει
κι η άπονη σαΐτα ντου
πηαίνει και τονε βρίχνει…
Πόσους καιρούς το μελετάς
Χάροντα βερεμιάρη
κι η χέρα σου η άπονη του καμε το μεζάρι…
Κι εστέρησες στον τόπο μας το φάρο τω γραμμάτω
με μια φαρμακοσαϊθιά τονε σωριάζεις κάτω…
Δεν έχει ο άδης ήλιου φως φεγγάρι μούδε αστέρια για κείνο Χάρε τσελεπή διαλέγεις τα ξαθέρια…