Γράφει ο Γιώργος Μαμάκης
Το καζάνεμα είναι ιερό, μια παράδοση από τα βάθη της αρχαιότητας, μια οικιακή θρησκεία που τελείται με συγκίνηση, δέος και κατάνυξη, σοβαρότητα και ευλάβεια.
Μέσα στον άμβυκα, κάθε χρόνο, τέτοια εποχή γουργουρίζουν βράζοντας γλυκά, τα κόκαλα και οι μνήμες των προγόνων, ο παλιός, ο πανάρχαιος και ο μέλλοντας χρόνος, τα ιερά και τα όσια της οικογένειας, ο ίδιος ο Διόνυσος.
Το καζάνεμα, όπως ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται ποτέ, από τη φλόγα θες ή από το άρωμα της αιθυλικής αλκοόλης που κατακάθεται σαν ομίχλη αψιά και ηδονική πάνω από το χωριό.
Από όλα τα καζανέματα, τα σητειακά είναι τα πιο φαντεζί, τα πιο υπερπαραγωγή, τα πιο τελετουργικά.
Πολλές οικογένειες βράζουν μαζί, οι αποθήκες στη μέση του πουθενά στρώνουν το πιο τεράστιο τραπέζι, πλάι πλάι πολυθρόνες Λουί Κενζ, καρέκλες του σκηνοθέτη, η ορχήστρα, υπερυψωμένος ο άμβυκας στο θρόνο του βασιλιά της ημέρας, ντολμαδάκια, νερόπιτες, οφτά και ψητά, ολονύχτια κατάνυξη που μεθάει από τις ανάσες των ανθρώπων και του καζανιού!
Παρένθεση ζεστασιάς που δεν αφήνει από τις χαλαρές χαραμάδες το κρύο να περάσει στο ιερό της τελετουργίας.
Το κατιτίς που φέρνουν φίλοι και γείτονες μαζί με τις ευχές «και του χρόνου».
Το γεμάτο τραπέζι, το γουργουρητό του καζανιού, ο φιδίσιος συριγμός της φλόγας.
Το ημίφως που μαζί με τις αναθυμιάσεις σε ταξιδεύει στην υποχθόνια επικράτεια του Πλούτωνα.
Οι γενιές που στριμώχνονται σε ξεχαρβαλωμένες καρέκλες και κασόνια, καθεμιά με τον δικό της κώδικα, όλες χαμηλόφωνες, σεβαστικές!