Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Διάβαζα τις προάλλες για την περιπέτεια υγείας της γνωστής Καναδής τραγουδίστριας της ροκ και της φολκ μουσικής Τζόνι Μίτσελ και στο μυαλό μου ήλθαν η μελωδία και οι στίχοι του περίφημου τραγουδιού της «Carey», που γράφτηκε το 1970. Συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ της «Blue», που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, το τραγούδι αναφέρεται στα Μάταλα, όπου έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα η τραγουδίστρια. Ήταν η περίοδος που οι φημισμένες σπηλιές της περιοχής, οι οποίες είχαν λαξευτεί κατά τη νεολιθική εποχή και χρησιμοποιήθηκαν ως τάφοι κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, γνώριζαν μεγάλες στιγμές.
Μόνο όποιοι έχουν περάσει στην αμμουδιά των Ματάλων, έστω και μια νύχτα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, μπορούν να συναισθανθούν την ατμόσφαιρα που περιγράφεται στους στίχους του όμορφου τραγουδιού:
«Η νύχτα είναι ένας θόλος γεμάτος άστρα,
και παίζουν εκείνο το γρατζουνισμένο ροκ εντ ρολ,
κάτω από το φεγγάρι στα Μάταλα».
Ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα Μάταλα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι. Αποτελούσε τόπο παραθερισμού, τους καλοκαιρινούς μήνες, κατοίκων των γύρω χωριών. Η θάλασσα, ο διάστημα εκείνο, ήταν συνήθως γαλήνια. Αποτελούσε ιδεώδες μέρος για να μάθει ένα παιδί κολύμπι. Αρκετά συχνά, όμως, οι διαθέσεις της άλλαζαν. Όσες φορές συνέβαινε αυτό, τεράστια κύματα σηκώνονταν από τα ανοιχτά, και έπεφταν με ορμή στην αμμώδη ακτή. Οι παραθεριστές, αποτραβιόντουσαν τρομαγμένοι από την παραλία, παρακολουθώντας με τρόμο τα διαδραματιζόμενα.
Οι ψηλοί βράχοι, στις δύο πλευρές της παραλίας, γνώριζαν για τα καλά τη μανία των κυμάτων. Όποιος βρισκόταν εκείνη την ώρα στις σπηλιές του βορεινού βράχου, τιναζόταν από τον θόρυβο που αντηχούσε στα έγκατά του και νόμιζε πως ερχόταν η συντέλεια του κόσμου.
Όλα άλλαξαν τα επόμενα χρόνια. Οι σπηλιές των Ματάλων, αποτέλεσαν ιδανικό χώρο κατοικίας των χίπις. Του νεανικού κινήματος που εμφανίστηκε την περίοδο εκείνη ως αντίδραση στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Υποστήριζε τη φυσική ζωή, τη σεξουαλική απελευθέρωση και αρνιόταν κάθε μορφή βίας. Την απόρριψή του προς ό,τι αντιπροσώπευε η άρχουσα ιδεολογία, εξέφραζε με την εμφάνιση (μακριά μαλλιά, πολύχρωμα ρούχα, φανταχτερά στολίδια), την επιλογή του κοινοβιακού τρόπου ζωής και τη χρήση ναρκωτικών.
Οι πρώτες αφίξεις των χίπις στα Μάταλα άρχισαν δειλά το 1965. Η είδηση, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Rolling Stone», άρχισε να διαδίδεται γρήγορα. Σχετικά κείμενα γράφτηκαν και σε άλλα έντυπα, αμερικανικά και ευρωπαϊκά. Ιδιαίτερη αίσθηση δημιούργησαν οι εκτενείς ανταποκρίσεις από την περιοχή των δημοσιογράφων Τόμας Τόμπσον, στο αμερικανικό περιοδικό «Life», και Νίκου Ζερβονικολάκη, στο ιταλικό περιοδικό «L’Europeo». Και οι δύο συνοδεύονταν από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Η περίπτωση του περιοδικού «Life» είναι χαρακτηριστική. Το τεύχος που κυκλοφόρησε στις 19 Ιουλίου 1968 είχε στο εξώφυλλό του φωτογραφία ενός ζευγαριού που κατοικούσε στις σπηλιές των Ματάλων. Το σχετικό κείμενο καταλάμβανε εννιά σελίδες ενώ οι φωτογραφίες που το συνόδευαν είχαν τραβηχτεί από τον γνωστό φωτογράφο της εποχής Ντένις Κάμερον.
Αποτέλεσμα όλης της παραπάνω δημοσιότητας ήταν, τα επόμενα χρόνια, ο αριθμός των χίπις να πολλαπλασιαστεί. Όλο και περισσότεροι νέοι και νέες από την Αμερική και την Ευρώπη όριζαν ως τόπο προορισμού τους τα Μάταλα.
Βαθμιαία, το κίνημα των αμφισβητιών νέων της εποχής, διευρύνθηκε. Εμπλουτίστηκε από νέες ομάδες, οι οποίες αντιδρούσαν στον Πόλεμο του Βιετνάμ, και είχαν επιλέξει τη φυγή, από το να συμμετάσχουν σε ένα αδιέξοδο πόλεμο, που μετρούσε ήδη χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες.
Το 1970 αποτέλεσε την κορύφωση του ρεύματος των χίπις. Τους πρώτους μήνες εκείνης της χρονιάς δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο στον χώρο γύρω από τις σπηλιές. Ο απόηχος όσων εξελίχθηκαν στο Φεστιβάλ του Γούντστοκ (15-18 Αυγούστου 1969) ήταν πολύ έντονος.
Μεταξύ εκείνων, που βρέθηκαν τότε στα Μάταλα, ήταν η Τζόνι Μίτσελ. Κατά την παραμονή της, συνέθεσε το τραγούδι, για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Λέγεται, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί πως, τότε, πέρασαν από την περιοχή και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής, όπως ο Μπομπ Ντίλαν και ο Κατ Στίβενς.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις διαδραματίζονται σε ένα άκρως συντηρητικό ελληνικό περιβάλλον. Στην εξουσία, από το 1967, βρισκόταν η δικτατορική Κυβέρνηση της 21ης Απριλίου, με κύριο σύνθημά της το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Απέναντι σε όσα πρωτόγνωρα και ανατρεπτικά συντελούνταν στα Μάταλα, κατά τη διάρκεια μιας οπισθοδρομικής περιόδου για την ελληνική ιστορία, η τοπική κοινωνία αντέδρασε αντιφατικά.
Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της περιοχής έβλεπαν με συμπάθεια τους νέους και τις νέες που κατέφθαναν στην περιοχή. Όσες φορές, στη διάρκεια της πολύωρης πεζοπορίας τους από το Ηράκλειο στα Μάταλα, κάτω από τον καυτό ήλιο, σταματούσαν για να ξεκουραστούν στα καφενεία που υπήρχαν στις Μοίρες, στο Πετροκεφάλι και στα Πιτσίδια, τους πρόσφεραν ένα ποτήρι νερό και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα. Κάποιες φορές, αφού η νύχτα είχε πλέον φτάσει και δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν στον προορισμό τους, τους άνοιγαν πρόσχαρα τα σπίτια τους και τους φιλοξενούσαν. Αλλά και αργότερα, όταν πλέον βρίσκονταν στα Μάταλα, τους εφοδίαζαν με τα αναγκαία για την επιβίωσή τους τρόφιμα. Σε αντάλλαγμα, οι χίπις, τους βοηθούσαν στις αγροτικές εργασίες.
Δεν έλειπαν όμως και εκείνοι οι κάτοικοι, που κράτησαν διαφορετική στάση. Αντιδρούσαν από αρνητικά ώς επιθετικά προς τους χίπις, ένιωθαν προσβεβλημένοι από τη στάση τους και ζητούσαν τη λήψη μέτρων εναντίον τους.
Στις κινητοποιήσεις εναντίον των νέων, που θεωρήθηκε πως διατάρασσαν τα ήθη και τα έθιμα, άρχισε να πρωτοστατεί η τοπική εκκλησία. Επικεφαλής της ήταν ο μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεος Παπουτσάκης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Με εγκύκλιο που εξέδωσε τον Ιούνιο του 1968, η οποία δημοσιεύτηκε με πηχαίους τίτλους και στον Αθηναϊκό Τύπο, αποφαινόταν ότι οι χίπις των Ματάλων συνιστούσαν κίνδυνο για την Ορθοδοξία.
Ο ορθόδοξος ιεράρχης, δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτή την κίνηση, αλλά περιόδευε στα χωριά της περιοχής, εκφωνώντας κάθε Κυριακή πύρινους λόγους εναντίον των νέων, που βρίσκονταν στα Μάταλα και αυξάνονταν με ραγδαίο ρυθμό. Μιλούσε αυστηρά για όσους ντόπιους, τους πρόσφεραν βοήθεια. Στο μηνιαίο περιοδικό «Αναγέννησις», που εξέδιδε η μητρόπολη, δημοσιεύονταν συχνά ανάλογου περιεχομένου κείμενα. Σε αυτά, παράγοντες της περιοχής, κυρίως καθηγητές και καθηγήτριες της Θεολογίας, διαμαρτύρονταν και ζητούσαν την παρέμβαση της Πολιτείας, προκειμένου να δοθεί λύση στο ζήτημα.
Το τεταμένο κλίμα, που διογκωνόταν μέρα με τη μέρα, μεταφέρθηκε γρήγορα στο Ηράκλειο. Επικριτικά δημοσιεύματα για την υπόθεση των Ματάλων και τους κινδύνους που δημιουργούσε η εκεί παρουσία των χίπις, δημοσιεύονταν τακτικά στις εφημερίδες της πόλης «Μεσόγειος» και «Πατρίς». Κείμενα τέτοιου περιεχομένου υπήρχαν και στις σελίδες ημερήσιων εντύπων άλλων πόλεων της Κρήτης. Γρήγορα, πήραν τη σκυτάλη και έντυπα της Αθήνας. Επώνυμοι δημοσιογράφοι, όπως ο χρονογράφος Δημήτρης Ψαθάς, σχολίαζαν σε αυστηρό τόνο όσα γίνονταν στον νότο της Κρήτης.
Το άρθρο με τον τίτλο «Μάταλα: Θα γίνουν το Διεθνές καταφύγιο των Χίππυς;», που δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1970 από τον δημοσιογράφο Νίκο Αγγελή στο αθηναϊκό περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας «Επίκαιρα», όξυνε ακόμη περισσότερο το κλίμα. Η χαλκευμένη είδηση, όπως αποδείχτηκε, ότι δήθεν θα οργάνωναν οι χίπις την άνοιξη Παγκόσμιο Συνέδριο στα Μάταλα «για να ξακαθαρίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα», προκάλεσε την αντίδραση του μητροπολίτη Τιμόθεου, που απαίτησε την παρέμβαση της Πολιτείας.
Στο μεταξύ, οι πιέσεις προς από φορείς και σωματεία της Κρήτης για τον τερματισμό της υπόθεσης των Ματάλων, δεν έλεγαν να κοπάσουν. Η δικτατορική Κυβέρνηση του Γεώργιου Παπαδόπουλου δίσταζε ωστόσο να παρέμβει στην υπόθεση, φοβούμενη τις διεθνείς αντιδράσεις που θα εγείρονταν.
Πολύ γρήγορα, το ζήτημα, έλαβε διαφορετική τροπή. Το αντιπολεμικό κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ύστερα μάλιστα από την αμερικανική εισβολή στην Καμπότζη, στις 30 Απριλίου 1970, άρχισε πλέον να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 4 Μαΐου 1970, όταν δολοφονήθηκαν στο Οχάιο τέσσερις διαδηλωτές φοιτητές του Πανεπιστημίου του Κεντ, αποτέλεσε την κορύφωσή τους.
Όλες οι παραπάνω εξελίξεις έγιναν αμέσως γνωστές στα Μάταλα. Το τραγούδι της Τζόνι Μίτσελ «Carey», παρέπεμπε έμμεσα σε αυτές. Σε κάποιους στίχους, η τραγουδίστρια, χαιρέτιζε συγκεκριμένες αντικυβερνητικές νεανικές ομάδες:
Ήταν σαφές ότι οι στίχοι αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, στους λιποτάκτες του Πολέμου του Βιετνάμ, που βρίσκονταν ήδη στα Μάταλα. Το τραγούδι άρχισε να γνωρίζει μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό. Η ενόχληση στελεχών της Κυβέρνησης του Ρίτσαρντ Νίξον από όσα εξελίσσονταν αυξανόταν.
Μπροστά στον κίνδυνο γενίκευσης των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, και τα Μάταλα να αποτελέσουν σημείο συνάντησης κάθε είδους αντιφρονούντων, η Κυβέρνηση των ΗΠΑ ήλθε σε επαφή με τις ελληνικές αρχές, απαιτώντας να δοθεί οριστική θέση στο ζήτημα.
Οι συνεχιζόμενες παρεμβάσεις, από διάφορες κατευθύνσεις, υποχρέωσαν τη Δικτατορική Κυβέρνηση ώστε να παρέμβει δυναμικά.
Στις αρχές Ιουνίου του 1970 ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής Ηρακλείου έφθασαν στα Μάταλα. Όλοι οι χίπις συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Ηράκλειο. Οι σπηλιές, όπου ζούσαν ώς τότε, απελευθερώθηκαν και ο χώρος τους περιφράχθηκε. Στις ανακρίσεις που διενεργήθηκαν οι ελληνικές αρχές συνεργάστηκαν στενά με την αμερικανική πρεσβεία. Κατά τον έλεγχο διαβατηρίων, όσοι Αμερικανοί προέκυψε ότι ήταν λιποτάκτες, μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην πατρίδα τους.
Οι κάτοικοι της περιοχής, παρακολουθούσαν με αμηχανία όσα συνέβαιναν, καθώς έβλεπαν από τους στενούς δρόμους των χωριών να περνούν με ταχύτητα αυτοκίνητα της Χωροφυλακής, γεμάτα από νέους και νέες που τραγουδούσαν. Οι όποιες αντιδράσεις τους, περιορίζονταν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους. Ο φόβος, που είχε ενσπείρει το δικτατορικό καθεστώς, λειτουργούσε αποτρεπτικά.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 21 Ιουνίου 1970, δημοσιεύτηκε στον Τύπο επιστολή του μητροπολίτη Τιμόθεου, στην οποία εξέφραζε την ικανοποίησή του για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Έτσι, τερματίστηκε το ζήτημα της παρουσίας των χίπις στα Μάταλα. Η λεπτομερέστερη διερεύνηση όσων διαδραματίστηκαν εκείνο το διάστημα στην περιοχή, θα προσκομίσει ενδιαφέροντα στοιχεία για μία κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, ελληνικής και παγκόσμιας, που παραμένει ουσιαστικά άγνωστη στους περισσότερους.
Τα Μάταλα, τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την απομάκρυνση των χίπις το 1970, εξακολούθησαν να αποτελούν τόπο προορισμού αντισυμβατικών νέων από κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι σπηλιές κατοικήθηκαν ξανά. Περιφράχθηκαν, για μία ακόμη φορά. Έλειπε όμως η προγενέστερη ατμόσφαιρα του αυθορμητισμού και της αθωότητας.
Σταδιακά, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, άρχισε και η εμπορευματοποίηση της περιοχής. Το μικρό ψαροχώρι μετατράπηκε σε κοσμικό θέρετρο. Άρχισε να χτίζεται με πυκνή δόμηση και να καταστρέφεται. Τα σπίτια, σε ορισμένα σημεία της παραλίας, κυριολεκτικά ακουμπούν στη θάλασσα. Τους καλοκαιρινούς ιδίως μήνες, παρατηρείται κοσμοσυρροή στον χώρο του, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά ενός τέτοιου γεγονότος.
Τα τελευταία χρόνια, με τη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων στις αρχές του καλοκαιριού, αναβιώνει περιστασιακά το κλίμα των ένδοξων ημερών. Του κλίματος που δημιούργησαν τα «παιδιά των λουλουδιών». Έτσι, συντηρείται για τα καλά, ο μύθος των Ματάλων.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος – Ιστορικός από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών