Κάποτε συναντήθηκαν ο Αη-Βασίλης με τον Άγιο Βασίλειο.
Χρειάστηκε να συστηθούν, γιατί ο ένας δεν αναγνώρισε τον άλλον…
«Με συγχωρείς, αγαπητέ μου», είπε ο Αη-Βασίλης, «αλλά δεν έχω καθόλου χρόνο. Πάντα τρέχω να προλάβω – έχω καταντήσει κάτι σα ντελιβεράς. Δυσκολεύομαι πια να μπω στα σπίτια, αφού καταργήθηκαν οι καμινάδες, κι ούτε μου ανοίγουν την πόρτα, γιατί φοβούνται. Μα έχω βρει τη λύση: μπαίνω από τις τηλεοράσεις, που είναι πάντα ανοιχτές!».
«Εγώ έχω πάντα χρόνο», έκανε ο Άγιος Βασίλειος, «και, παρότι πεζός, προλαβαίνω να πηγαίνω όπου με καλούν. Συνήθως με ζητούν άνθρωποι πεινασμένοι, πονεμένοι, παγωμένοι, απελπισμένοι. Γίνομαι γι’ αυτούς ψωμί, κουβέρτα, βάλσαμο, παρηγοριά».
«Δεν τους έχω δει ποτέ στον δρόμο μου», είπε απορημένος ο άλλος.
«Δεν είναι στο δρομολόγιό σου, γι’ αυτό», απάντησε ήρεμα ο Άγιος Βασίλειος.
«Πάντως, τα παιδιά χαίρονται με τα δώρα μου», απάντησε ο πρώτος.
«Είναι γιατί κάποιος τα πρόσεξε. Αλλά και πάλι χαίρονται μόνο για τον εαυτό τους και μόνο για λίγο! Το δικό μου δώρο, η βασιλόπιτα, είναι για πολλούς και είναι για να μοιράζεται. Δώρο που δεν μοιράζεται είναι δώρο άδωρο…».
Ο Αη-Βασίλης μαστίγωσε βιαστικά τα ελάφια του και πρόλαβε να πει ξεκινώντας: «Με συγχωρείς που δεν σου δίνω δώρο, αλλά είναι μετρημένα!».
«Δεν πειράζει, πάρε από τα δικά μου, που είναι αμέτρητα», είπε ο Άγιος Βασίλειος και άπλωσε το χέρι να του δώσει βασιλόπιτα, αλλά ο άλλος είχε ήδη γίνει καπνός…
Α.Μορ.
* Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2006, στο «Μηνιαίο [τότε] Έντυπο Εκκλησιαστικής Κοινότητας Αγ. Φιλίππου [Αθηνών]»
Andreas Moratos
Πηγή: Το μέγα Γεροντικόν