Ο Καποδίστριας ήταν μια ασκητική υψηλή φυσιογνωμία που κατέβηκε στην αναρχούμενη Ελλάδα για να βάλει τάξη.
Ήξερε πως είναι δύσκολο να μερώσει τόσα και τέτοια θεριά, να χορτάσει τόσων χρόνων βουλιμίες και να μετουσιώσει την ασύδοτη ελευτερία σε πειθαρχούμενο Κράτος. Ήξερε καλά πως σαν τους άγιους μάρτυρες κατεβαίνει στο λάκκο των λεόντων· μα δε δίστασε, γιατί αγαπούσε την πατρίδα και πίστευε στη θαματουργική δύναμη του φωτισμένου νου.[…]
Μονάχα ένας προφήτης θα μπορούσετότε να κυβερνήσει την Ελλάδα· ένας ένοπλος προφήτης που θα επέβαλλε το σεβασμό και το δέος. Ο Καποδίστριας ήταν άοπλος· φώναξε, φοβέρισε και τέλος, όταν τα ζόρισε πολύ, τα θεριά άνοιξαν το στόμα τους και τον κατάπιαν.
Πέρασαν 115 χρόνια [τότε που γράφτηκε το κείμενο] κι ακόμα δεν μπορούμε να σταθούμε μπρος στην υψηλή αυτή μορφή με δικαιοσύνη.
Οι αριστεροί τον κατηγορούν ως τύραννο, οι δεξιοί τον υμνούν ως μεγαλομάρτυρα. Ήταν και τα δυο. Μα απάνω απ’ όλα είχε την ανώτατη τούτη αρετή που τον εξαγιάζει: αγνότητα. Αγνότητα ασκητική, πύρινη. Τούτη την υψηλή αγέλαστη αρετή θέλησα να τονίσω στην τραγωδία μου, αναμερίζοντας όλες τις εφήμερες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες τής εποχής μας.
Είδα τον άνθρωπο που στέκεται ορθός, άοπλος μπροστά στο χάος και το κοιτάζει. Και δε γυρίζει πίσω. Το εναντίον, αντρειεύει, ζητάει το αδύνατο. Ποιο αδύνατο; Να βάλει τάξη στο χάος. Κι όταν κατάλαβε πια πως όσο θα ζούσε, θα’ ταν μονάχα το σύνθημα του εμφύλιου σπαραγμού, τότε τράβηξε σεμνά, αποφασιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια, με κάποια μάλιστα ανυπομονησία, προς το θάνατο. Όχι γιατί αγαπούσε το θάνατο, παρά γιατί αγαπούσε την Ελλάδα. […]
Μηνύματα ήρθαν απανωτά να τον αντισκόψουν απ’ το μοιραίο δρόμο· μα αυτός, ήσυχος, ξέροντας καλά το για πού και το γιατί, τράβηξε το αιματωμένο εκείνο πρωί τής 27 Σεπτεμβρίου 1831, κατά την εκκλησία τού Αγίου Σπυρίδωνα, στο Ανάπλι, και σήκωσε τα χέρια: “Είμαι έτοιμος!”
(Από το Πρόγραμμα της πρώτης παράστασης του Καποδίστρια από το Εθνικό Θέατρο, στις 25 Μαρτίου 1946.)
(Πίνακας ζωγραφικής: Διονύσιος Τσόκος, 1850, Ναύπλιο, η δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 [λεπτομέρεια]).
Ανάρτηση: Θεόδωρος Μεταλληνός