Του Γιώργη Γιατρομανωλάκη Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέα
Την πρώτη φορά που είδα γυναίκα χωρίς φουστάνι ήταν το καλοκαίρι που πέρασα στα Μάταλα, παιδί ακόμη. Τα Μάταλα τότε ήταν ένας τόπος ολωσδιόλου άγνωστος. Ένα ελάχιστο ψαροχώρι στο Λυβικό πέλαγο, πεντακάθαρο, δαρμένο και καθαρισμένο αιώνες από τη θάλασσα και τον νοτιά. Τα Παιδιά των Λουλουδιών έφτασαν εκεί ύστερα από αρκετά χρόνια και το έκαναν διάσημο. Διάσημο δηλαδή τουριστικά. Μαζί τους ήρθαν τα οικόπεδα, οι ξενοδοχειακές μονάδες, η μιζέρια, η παράγκα και οι τουρίστες. Έλληνες και ξένοι. Όμως τα χρόνια εκείνα τα Μάταλα ήταν ένα μικρό άγνωστο για τους πολλούς ψαροχώρι, με ελάχιστα σπίτια μπροστά στην αμμουδιά και στις πλαγιές του ανατολικού λόφου. Απέναντι, στη δυτική πλευρά, έχασκαν σκοτεινά τα σπήλαια, ακατοίκητα. Κανένα μαγαζί. Κανένα ξενοδοχείο. Μόνο μια ταβέρνα, με μικρή αυλή πάνω από τη θάλασσα, σκεπασμένη με καλάμια.
Ο πατέρας μου, που ήταν οδηγός στα ΚΤΕΛ του Νομού Ηρακλείου, αποφάσισε ξαφνικά να συνδυάσει τις οικογενειακές και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, να αφήσει για ένα μήνα το καθιερωμένο δρομολόγιο από το χωριό μας στο Ηράκλειο και να το αλλάξει με το δρομολόγιο Μάταλα – Ηράκλειο. Αυτή η λεωφορειακή γραμμή είχε ανοίξει πρόσφατα και οι περισσότεροι οδηγοί (που ήταν και ιδιοκτήτες λεωφορείων) έκαναν τα πάντα να την αποφύγουν. Το τμήμα του δρόμου Ηράκλειο – Μοίρες ήταν υποφερτό, άσφαλτος, αλλά στενός με πολλές στροφές. Περίπου, όπως και σήμερα. Ο δρόμος Μοίρες – Πιτσίδια (το τελευταίο χωριό πριν από τα Μάταλα) ήταν χωματόδρομος και σχετικά βατός. Από κει και κάτω άρχιζαν οι φοβερές λακκούβες, η παχιά σκόνη και οι κατηφορικές στροφές ενός δρόμου, που μόλις διακρινόταν ανάμεσα στα αρμυρίκια και τα σκίνα. Αλλά ο πατέρας μου, καλός οδηγός και καλός οικογενειάρχης, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Μας πήρε μαζί ένα απόγευμα, μας μετέφερε στον άγνωστο και άνυδρο τόπο και μας εγκατέστησε σε ένα χαμηλό σπιτάκι, σχεδόν πάνω στο κύμα. Αυτός έφευγε πρωί πρωί για το Ηράκλειο, κάνοντας αμέτρητες στάσεις να πάει και να ΄ρθει και κατά τις έξι το απόγευμα κατέβαινε κορνάροντας απ΄ τα βουνά.
Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά γυναίκα χωρ΄ςι φουστάνι. Ήταν μια μελαχρινή Γαλλίδα, πολύ νέα, που μίλαγε λίγα ελληνικά και την έλεγαν Μαρί. Όμως όσες μέρες έμεινε στα Μάταλα, όλοι τη φώναζαν Μαρία.
Και της μιλούσαν με μεγάλη οικειότητα, λες και ήταν δικός μας άνθρωπος. Μάλιστα ούτε καν φρόντιζαν να μετριάσουν τη βαριά κρητική προφορά, που έτσι κι αλλιώς παρέμενε εκείνα τα χρόνια έντονη, αναλλοίωτη ακόμη από την επίδραση του αθηναϊκού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Τη Μαρία συνόδευε ένας ψηλός και αδύνατος άνδρας, Γάλλος κι αυτός που δεν ήξερε (τουλάχιστον στην αρχή) καμιά ελληνική λέξη. Ψάρευε με ψαροντούφεκο και μάσκα, κάτι που βλέπαμε για πρώτη φορά, αφού όπως έλεγαν κάποιοι, η μάσκα και ο αναπνευστήρας ήταν από τα μυστικά όπλα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ψάθα, πετσέτα, βιβλίο
Η Μαρί έβγαινε λίγο πριν το μεσημέρι από ένα μικρό ενοικιασμένο σπίτι, δίπλα στο δικό μας, κρατώντας μια ψάθα, μια πετσέτα και ένα βιβλίο. Ήταν ντυμένη κανονικά με φούστα και μπλούζα, περπατούσε στα δροσερά ακόμα χαλίκια, πλησίαζε το κύμα, άπλωνε την ψάθα και την πετσέτα, έδενα τα μαλλιά της με μια κορδελίτσα και μετά γδυνόταν. Τότε ήταν λοιπόν που όλοι όσοι βρισκόμαστε στο ψαροχώρι, παραθεριστές από τα κοντινά χωριά, Ηρακλειώτες, ντόπιοι, ψαράδες, άνδρες που έπαιζαν χαρτιά στην ταβέρνα, γυναίκες που μαγείρευαν, εμείς τα απιδιά, όλοι γενικώς σταματούσαμε για να δούμε τη Μαρί να γδύνεται. Έβγαζε πρώτα την μπλούζα της, προσέχοντας να μη λύσει τα μαλλιά της, τη δίπλωνε και την εναπόθετε δίπλα της στην άμμο. Ύστερα ξεκούμπωνε τη φούστα και την άφηνε να κυλάει στα πόδια της. Μαγνητισμένοι όλοι την κοιτάζαμε, καθώς έλαμπε, αποθεωμένη μέσα στο κατακόκκινο μαγιό της. Έμενα ένα δυο λεπτά ακίνητη, σαν να Μας έδινε λίγο χρόνο ακόμη να θαυμάσουμε, ύστερα έσκυβε, μάζευε τη λυμένη φούστα και έπεφτε κατακέφαλα στο κύμα.
Η Μαρί δεν ήταν η μόνη γυναίκα που κολυμπούσε στα Μάταλα. Ηρακλειώτισσες γυναίκες από τα κοντινά χωριά, κορίτσια, μαμάδες και γιαγιάδες έκαναν καθημερινά μπάνιο και τις Κυριακές η παραλία, προς την ανατολική μεριά, ήταν γεμάτη κίνηση και φωνές. Οι περισσότερες γυναίκες έμπαιναν στο νερό με μακριές κομπινεζόν ή νυχτικιές, με τα εσώρουχα να διαγράφονται από μέσα καθαρά. Υπήρχαν αρκετές που φορούσαν κανονικά μαγιό, ολόσωμα, αλλά τελείως άκομψα. Όμως καμιά δε γδυνόταν όπως η Γαλλίδα. Κατέβαιναν στην παραλία ντυμένες με μακριές ρόμπες, έφταναν στο κύμα, τις έβγαζαν γρήγορα γρήγορα και έπεφταν στα ρηχά με φωνές και τσιρίγματα. Έβγαιναν έξω σκυφτά και γρήγορα, με τα χέρια στο στήθος, άρπαζαν από χάμω τις ρόμπες και τυλίγονταν σφικτά. Σπάνια να δεις κάποια να κάνει ηλιοθεραπεία. Μόνο η Μαρί, μακριά από τις άλλες στη μέση της παραλίας, άχνιζε πάνω στην ψάθα, απορροφημένη στο διάβασμα. Απρόσιτη και σιωπηλή.
Αυτή η κατάσταση κράτησε πάνω από δέκα ημέρες. Η Μαρί και ο ψαροντουφεκάς, έτρωγαν στην τα μεσημέρια ταβέρνα, μιλούσαν με τους ντόπιους, έλεγαν ιστορίες και έμεναν εκεί στη σκιά ως την ώρα που έδυε ο ήλιος, αντίθετα με τους άλλους που εξαφανιζόταν στα χαμηλά στα χαμηλά σπιτάκια για τη μεσημεριανή σιέστα. Το βράδυ όλοι σχεδόν κατέβαιναν στη ζεστή, αμόλυντη άμμο δίπλα στα καΐκια. Καθώς ούτε ηλεκτρικό υπήρχε ούτε ραδιόφωνο, οι νυχτερινές συγκεντρώσεις στην άμμο αποτελούσαν τη μοναδική, αλλά όχι ασήμαντη διασκέδαση όλων μας. Μέσα στο σκοτάδι λυνόταν οι γλώσσες, τα σώματα και τα αισθήματα και γινόμασταν όλοι μια παρέα. Τι τραγούδια, τι ιστορίες, τι ανέκδοτα. Κυρίως αυτά. Άλλοτε γεμάτα υπονοούμενα, άλλοτε απρο κάλυπτα τολμηρά και πιπεράτα, τόσο που η μάνα μου σκούνταγε συνεχώς τον πατέρα μου, που πρωταγωνιστούσε σ΄ αυτό το είδος των αφηγήσεων, «πιο σιγά» έλεγε «είναι και τα απιδιά εδώ», χωρίς πάντως να καταφέρνει πολλά. Μαζί μας και η Μαρί. Καμιά φορά και ο ψαροντουφεκάς. Αλλά η Μαρί ήταν πάντα εκεί. Κάθε βράδυ. Δυσδιάκριτη, σχεδόν αόρατη μέσα στο σκοτάδι, σιωπηλή αλλά παρούσα, αναδίδοντας ένα λεπτό απροσδιόριστο άρωμα που μας μεθούσε όλους. Πιότερο, υποθέτω, τους άνδρες της παρέας, που την κοιτούσαν εκστατικοί, πνιγμένοι στον καπνό των τσιγάρων. Κάθε βράδυ, άγνωστο πως, όλο και περισσότεροι.
«Γονάτισε στην άμμο και τραγούδησε…»
Ένα βράδυ, μια βδομάδα μετά τον ερχομό των Γάλλων στα Μάταλα, μετά τα ανέκδοτα, τις ιστορίες και τα τραγούδια (πάντα μαντινάδες και κάποτε κανένα ριζίτικο), η Μαρί ζήτησε να πει ένα δικό τους τραγούδι. Έγινε απόλυτη σιγή – μόνο ο Φλοίσβος του Λυβικού, ήσυχος δίπλα μας – εκείνη γονάτισε στην άμμο και τραγούδησε γαλλικά. Κανείς μας δεν καταλάβαινε τα λόγια, ο σκοπός ήταν ανοίκειος για τ΄ αυτιά μας και ο ρυθμός αργός. Όταν τελείωσε το τραγούδι και η Μαρί μας ρώτησε αν μας άρεσε, κανείς δεν είπε κάτι ξεκάθαρο. Μερικοί είπαν «ωραίο», άλλοι είπαν «περίεργο», αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μιλήσει καθαρά. Αυτό το λυπητερό γαλλικό τραγούδι (αργότερα το ταύτιζα με τα τραγούδια της Πιαφ, χωρίς ποτέ να είμαι βέβαιος), όπως ακούστηκε το βράδυ στα Μάταλα, μας είχε φέρει σε βαθιές σκέψεις. Η Μαρί, γονατισμένη σαν να προσευχόταν, τραγούδησε τόσο παθητικά, τόσο εξομολογητικά που όλοι βουβαθήκαμε. Όλοι είχαμε την εντύπωση πως αυτή η νυχτερινή αποκάλυψη ήταν βαθύτατη και πιο τολμηρή από το πρωινό γδύσιμο. Κανένας δε μίλησε πια και χωρίς καλά καλά να πούμε καληνύχτα αποσυρθήκαμε να κοιμηθούμε.
Καντάδα στα Μάταλα
Δυο βράδια αργότερα έφτασε στα Μάταλα ο Θανάσης Σκορδαλός, αυτός ο εξαιρετικός λυράρης μαζί με έναν νεαρό λαουτιέρη. Ο Σκορδαλός είχε παίξει λύρα σ΄ έναν γάμο, σε κάποιο γειτονικό χωριό και όταν το έμαθε πως ο πατέρας μου, που ήταν φίλος μου, βρισκόταν στα Μάταλα, ήρθε να τον επισκεφθεί. Απ΄ ό,τι όμως φάνηκε τελικά, ο Σκορδαλός ήρθε προσκεκλημένος στα Μάταλα για καντάδα.
Αφού ήπιαμε και φάγαμε και τραγουδήσαμε στην αυλή της ταβέρνας, φύγαμε τα παιδιά, οι γυναίκες και οι περισσότεροι άνδρες για ύπνο. Άλλωστε η ώρα ήταν περασμένη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Σκορδαλός και ο λαουτιέρης του, ήρθαν μπροστά στο σπιτάκι μας να κάνουν καντάδα στον πατέρα μου. Η καντάδα ξεκίνησε με το σκοπό «Όνειρα πλέκω μυστικά, σκέψεις κρυφές ταιριάζω», μετά έπαιξαν «Ψάχνω να βρω μια μάγισσα, για σένα να ρωτήσω», συνέχισαν με το σταφιδιανό σκοπό, είπαν το «Λένε τ΄ ανθρώπου τσι πληγές, πως τσι γιατρεύει ο χρόνος. Μα μένα χρόνια και καιρούς με τρώει ο ίδιος πόνος» και τελείωσαν με το «Εγώ κι αν παίζω και γελώ» και «Σαν το έρημο πουλί».
Ο πατέρας μου ήταν ακόμη ντυμένος και δεν είχε πέσει στο κραββάτι, βγήκε έξω και άκουγα να μιλά ώρα πολύ με το λυράρη. Ύστερα ο Σκορδαλός έπαιξε ένα σκοπό «τση νύχτας», ιδιαίτερα παθητικό και ο πατέρας μου τραγούδησε μια μαντολινάδα που του άρεσε πολύ:
Γέμισε ο κόσμος ερωτιές απ΄ τη δική μου αγάπη,
Κι έμενα μου ‘μεινε η καρδιά λαβωματιές γεμάτη
Και η καντάδα τελείωσε. Κόντευε πια να ξημερώσει και ο πατέρας μου μόλις προλάβαινε να κοιμηθεί δυο τρεις ώρες. Η Μαρί και ο ψαροντουφεκάς έφυγαν εκείνο το πρωινό. Το βράδυ που γύρισε ο πατέρας μου τον ρωτήσαμε τι έγινε με τους Γάλλους κι αυτός μας απάντησε αδιάφορα πως κατέβηκαν στις Μοίρες, να πάρουν το λεωφορείο για την Αγία Γαλήνη, όπου, λέει, έχει καλούς τόπους για ψάρεμα.
Όταν ύστερα από χρόνια ξαναπήγα στα Μάταλα, είδα την παραλία γεμάτη πολυθρόνες, ομπρέλες, ψάθες και αναρίθμητα κορμιά (νεανικά και γερασμένα) να κυκλοφορούν πάνω κάτω άσκοπα και επιδεικτικά. Ο ανατολικός λόφος γεμάτος αυθαίρετα, ο δυτικός κατακτημένος από αμέτρητους επισκέπτες. Μαγαζάκια, ξενοδοχεία, μπαρ, αυτοκίνητα. Παντού ξενόγλωσσες επιγραφές. Το σπιτάκι που εμένα, το σπιτάκι που έμενε η Μαρί, πουθενά. Το βράδυ μόνος – η παρέα μου είχε φύγει για την Αγία Γαλήνη – κατέβηκα στην παραλία, δίπλα στα στοιβαγμένα κανό και τα θαλάσσια ποδήλατα. Κανένας άλλος, εκτός από μένα. Ο φλοίσβος του Λυβικού μπροστά μου. Πίσω στο μεγάλο τουριστικό χωριό, με φώτα και μουσικές. Κάθισα στην υγρή άμμο και προσπαθούσα να θυμηθώ πού ήταν το χαμηλό σπιτάκι που πέρασα το πρώτο μου καλοκαίρι στα Μάταλα. Πού ήταν η ταβέρνα. Πού τραγούδησε γονατισμένη η Μαρί. Δεν εντόπισα τίποτε. Σηκώθηκα και πήγα για ύπνο. Ξεφτισμένοι ήχοι από ελαφρολαϊκά και μουσική ντίσκο με συνόδευαν όλη τη νύχτα.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, (Ένθετο ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ), Κυριακή, 29 Ιουλίου 2001. Η αντιγραφή του κειμένου από το ένθετο έγινε με ευθύνη του “e-mesara.gr”