Του Μιχάλη Στρατάκη*
Πάντα έχω απάνω στο γραφείο μου κάμποσα κανελόξυλα.
Θέλω να τα θωρώ, θέλω να τα χαϊδεύω, θέλω να τα μυρίζω και πολλές φορές δαγκάνω και πιπιλίζω την άκρα τους, σφαλίζοντας τα μάθια μου, για να μη πορίσουνε όξω οι θύμησες.
Γιατί, δε θέλω να ξεχάσω, θέλω να θυμούμαι…
Φτώχεια καταραμένη, εμπόριε κι εχάραζε τη λέξη «πεινώ» απάνω στο γρανίτη εκείνων των χρόνων, της ανάγκης και του παραπόνου.
Θυμούμαι ένα μικιό κοπελάκι, που εβάστα σαφί στη χέρα του ένα κομματάκι στρουφιχτή κανέλα.
Άμα δεν το θώριε κιανείς, εκλειούσε τα ματάκια του, εμυριζότανε το κανελόξυλο πέμποντας τη μυρωδιά του στα φυλλοκάρδια του, κι απόις το ‘γλειφε και το δάγκανε στην άκρα πιπιλίζοντας τη γέψη απού το ‘πεμπε στον έβδομο ουρανό, εκειά απού δεν πεινούνε μήτε οι ψυχές μήτε οι αγγέλοι.
Γιάντα το ‘κανε;
Είχε φάει μια φορά ρυζόγαλο με μπόλικη κανέλα, μα εκείνηνα η φορά ήτανε και η τελευταία του.
Και δως του κι εμύριζε κι έγλυφε και εδάγκανε το κανελόξυλο, με σφαλιχτά τα μάθια.
Κι εθάρριε πως εξανάτρωγε εκείνο το ρυζόγαλο, με τη μπόλικη κανέλα.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς.