Του Γιώργου Αεράκη
Γεια σου Ρόμπο! φωνάζαμε όταν το γλέντι ήταν στο αποκορύφωμα. Και ο Γιάννης ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άφηνε το κρουστό όργανο που κρατούσε μέχρι τότε με προσοχή δίπλα του και έπιανε το πνευστό. Την ασκομπαντούρα, που απογείωνε το γλέντι. Ενώ ο Νικηφόρος Αεράκης ή ο Βασίλης Σκουλάς ή όποιοσδήποτε άλλος λυράρης συνέχιζε να παίζει ξέφρενα, ο Γιάννης φυσούσε αέρα με τα πνευμόνια του το πανάρχαιο όργανο φτιαγμένο από δέρμα έριφου*. Όταν τελείωνε αντάλλασσε γρήγορες ματιές με τον Λυράρη που με ένα νεύμα του έλεγε να μπει! Και ο Γιάννης έμπαινε συνήθως με το:
Κάμε μια βόλτα στο χωριό και πες μου ποιος σ’ αρέσει
Καημένη δεν παντρεύεσαι γιατί είμαι γω στη μέση.
Και όταν η μουσική του μας έπιανε από το χέρι και μας ανέβαζε στα ουράνια, θέλοντας και αυτός να πετάξει, σηκωνόταν από την καρέκλα του και συνέχιζε όρθιος και έμοιαζε με τρένο που με το ζόρι κρατιόταν στις ράγιες του.
Καλοστραθιά Γιάννη Ρομπογιαννάκη! Θα λείψεις σε πολλούς.