Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης
Μια φορά από τις πολλές που ποτίζαμε το αμπέλι στοά Πατερή με τον πατέρα μου έκανε τόση ζέστη που σκούσαν οι ατζιτζίκοι!
Εμείς όρθιοι μέσα στο αμπέλι με μια πετσέτα στο κεφάλι σαν σαρίκι και ένα σκαπέτι ο καθένας να παρακολουθούμε το νερό, να το βοηθούμε και να αλλάζομε τα αυλάκια…
Κάποια στιγμή μου λέει: Μιχάλη έλα να σου πω….
Και βγαίνει από το αμπέλι….
– Τι έπαθες;
– Έλα πού σου λέω!
Πηγαίνει στο πηγάδι…
Εκεί μια μηχανή κόχλερ κελαηδούσε και έβγαζε νερό…
Βγάζει την μαντίλα από το κεφάλι του και τη βάζει στον ώμο…
Σκύβει και με τις χούφτες του πετάει νερό στο πρόσωπο του βρέχνει το κεφάλι του δυο τρεις και τέσσερις φορές…
Και κάθε φορά να λέει: Ωωω χαρώτο! Ωωω χαρώτο!
Έγινε μούσκεμα από την μέση και πάνω.
– Έλα και εσύ κάνε το ίδιο, μου λέει! Επαέ θα κεντήσουμε κακομοίρη από την κάψα…
Το έκανα ευχαρίστως!
Ήπιαμε και μπόλικο νερό με την χούφτα!
Είναι και ποιο νόστιμο έτσι….
Σκύβει και σβήνει τη μηχανή.
Πάμε στον ασκιανό …να ξεκουραστεί και η μηχανή!
Η διπλανή ελιά είχε παχύ ασκιανό και κάτσαμε ακουμπώντας στον κορμό της.
Και απεφάνθη μετά στόμφου: Το μεγαλύτερο ζωντόβολο της γης είναι ο άνθρωπος!
– Γιατι το λες αυτό;
– Δες όλα τα ζωντανά σταματήσανε και να τρώνε ακόμη και είναι στον ασκιονό και μόνο εμείς δουλεύομε στον ήλιο! Να ξαπλώσουμε μια ολιά;
– Πάνω στο χώμα πατέρα;
– Έλα και θα δεις! Ο τόπος είναι γεμάτος αγουδούρους… Αυτούς θα κάνουμε στρώμα.
Τώρα τον αγούδουρα τον λένε λεβάντα…
Κάνομε μια στρωματάδα σαν στρώμα σε κρεβάτι πρώτης τάξεως ξενοδοχείου!
– Άντε να κοιμηθούμε και μετά που θα πλαγιάσει ο ήλιος θα τελειώσομε το πότισμα…
Εμένα με πήρε ο ύπνος ακαριαία…
Ήμουν και κουρασμένος και 17 χρονών είχα τον ύπνο στην τσέπη!
Ο πατέρας 42 χρονών δεν κοιμήθηκε αμέσως…
Ευτυχώς!
Μετά από δέκα λεπτά φωνάζει: Μιχάλη σήκω, σήκω γρήγορα…
«Αμάν» λέω εγώ, κάτι έπαθε ο πατέρας μου!
Με κρατούσε από το χέρι και με τραβούσε μακριά από την ελιά!
Τι έπαθες; του λέω.
Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει…
– Άκου, μου λέει!
Δεν άκουγα τίποτα…
Μέχρι που ακούω ένα κραχ και μετά ένα δεύτερο κραχ και από την ελιά πέφτει μια κλαδάρα εκεί που είχαμε ξαπλώσει….
Αν δεν είχαμε φύγει θα μας σκότωνε και τους δύο!
– Πως έγινε τώρα αυτό; του λέω. Χωρίς να φυσάει αέρας, με πλήρη άπνοια!
– Από την ζέστη καημένε! Βράζουν οι χυμοί και λυγίζουν τα κλαδιά… Τις μπαστούνες δεν ξέρεις πως τις φτιάχνουν; Το γυριστό μέρος;
– Όοχι…
Βρίσκουν μια βέργα γερή να μη έχει κόμπους και ας είναι ίσια… Αφού την καθαρίσουν και βγάλουν την φλούδα την βάζουν σε φούρνο! μετά που θα ζεσταθεί καλά την πιάνουν με πανιά να μη καούν και την γυρίζουν σιγά σιγά μέχρι όσο θέλουν. Την δένουν με σύρμα και όταν ξεραθεί και κρυώσει είναι έτοιμη ….
* Ο Μιχάλης Χανιωτάκης είναι συνταξιούχος Γιατρός από την Πόμπια του Δήμου Φαιστού.