Κείμενο: Αντώνης Τζουανάκης
Καλό μήνα και καλό Καλοκαίρι.
Καλό θέρος σε όσους έχουν σπείρει ψυχανθή στο Λιοστάσι (Λιόφυτο) τους.
Οι γονέοι μας έκαναν λίπανση χωρίς λιπάσματα, έτσι είχαν και το μαξούλι τους τον χειμώνα στα πιθάρια και Αχυρώνες τους!!!
Δανείστηκα ορισμένα τμήματα από την επιστολή του ξενιτεμένου αδελφού μου που αποχαιρετά τον αείμνηστο αγαπημένο παιδικό φίλο του Μανώλη Δετοράκη για την παιδική τους ηλικία και τις δραστηριότητες τους γράφει λοιπόν.
-Ο παππούς μου Μανώλης φόρτωνε τα σύνεργα, ζυγό, ξύλινο αλέτρι με τη γυαλιστερή σιδερένια μύτη στο γάιδαρο μαζί με νερό, ψωμί, ελιές και το τσούκο με κρασί, έκανε το σταυρό του και έπαιρνε το δρόμο αξημέρωτα να κάνει
“Καλουργιές” σπέρνοντας ανάμεσα στα λιοφυτα τα ψυχανθή για φυσική λίπανση δεν υπήρχαν τότε τεχνικά λιπάσματα ή ότι υπήρχε ήταν ακριβό.
Αξέχαστα ο αείμνηστος δάσκαλος μας Δημήτριος Κατσούλης 1945-1951 που ήταν πρωτοπόρος ” περιβαλλοντιστής” γιατί μας δίδαξε το σεβασμό στο φυσικό κόσμο στον οποίο ανήκουμε και δεν μας ανήκει, ανάμεσα λοιπόν σε αυτά που μας έλεγε μας παρότρυνε να μαζεύουμε οργανικό λίπασμα για τα λιόφυτα, αλλά και τους κήπους έτσι καθαρίζαμε τα σοκάκια από τις [Βουτσές και Καβαλλίνες] που είχαν ξεραθεί από τον ήλιο και τις σκορπίζαμε στα λιοφυτα.
Έτσι από τον Ιούνιο και μετά ο βολόσυρος ξεκάρπιζε τα ψυχανθή στα Πέρα αλώνια. “Έργα βοών και ημιόνων” όπως έγραφε ο Ησίοδος και παινούσε την εργασία και τη δικαιοσύνη σαν βασικές κοινωνικές, αλλά και ηθικές αξίες.
Έτσι λοιπόν εγώ κουβαλούσα τα άχερα στον αχεριώνα και τα πατούσα για να χωρέσουν και το μαξούλι, κουκιά, κλπ. στα πιθάρια πάλι με το Παππού μου…
[Ο γάιδαρος του παππού μου ήταν σκλάβος δουλευτής και είχε δύο ταχύτητες τη συνηθισμένη ληθαργική-αργή και τη βιαστική. Όταν ο παππούς βιαζόνταν έβγαζε τη “βουκέντρα” μια τσίμπα αθανάτου, τσιμπούσε το γάιδαρο ελαφρά στα καπούλια και έλεγε “ία” από τότε απορώ τι σήμαινε και από που προήλθε αυτό το “ία”. Ο γάιδαρος έβγαινε από το ρεμβασμό του και επιτάχυνε τη περιστροφή στο αλώνι κατά το αλώνισμα.]