Δευτέρα, 13 Δεκέμβρη του 1943. Η καμπάνα της Μητρόπολης Καλαβρύτων άρχισε να χτυπά από τα ξημερώματα. Σε λίγο ήρθε η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι της πόλης στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια μέρα. Πάνω από 1.750 άνθρωποι, 350 οικογένειες. Νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά συγκεντρώθηκαν, ανήσυχοι, στο Σχολείο. Οι Γερμανοί και οι γερμανοντυμένοι συνεργάτες τους, «Ελληνες» των Ταγμάτων Ασφαλείας, προσπάθησαν να καθησυχάσουν τον κόσμο. Ό,τι είχαν να κάνουν στα Καλάβρυτα, το είχαν κάνει τις προηγούμενες μέρες. Είχαν πάρει στα χέρια τους κατάλογους με τα ονόματα των ανταρτών και των οικογενειών τους, είχαν κάψει και γκρεμίσει τα σπίτια τους, μια και δεν τους βρήκαν εκεί. Το ξενοδοχείο «Χελμός», που το είχαν χρησιμοποιήσει σαν νοσοκομείο οι αντάρτες, καταστράφηκε ολοσχερώς με πυρκαγιά. Ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο γυμνασιάρχης Αντώνης Οικονόμου, ο καθηγητής γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Θεόδωρος Παπαβασιλείου, ο οποίος γνώριζε γερμανικά, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Μήτσος Σαμψαρέλος, και τόσοι άλλοι επιφανείς πολίτες, είχαν συνεργαστεί μαζί τους σε ότι τους ζήτησαν. Το μόνο που έμενε ήταν μια ομιλία σε όλους τους άνδρες, ξεχωριστά, από τους Γερμανούς ώστε να παραμείνουν φιλήσυχοι, νομοταγείς και να μην βοηθούν τους αντάρτες. Το χρονικό
Γύρω στις 9 το πρωί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες πάνω των 14 και έως 65 ετών. Κλείδωσαν τα γυναικόπαιδα, μερικούς ανάπηρους και λίγους υπερήλικες άνδρες[1] στο διώροφο Δημοτικό Σχολείο, εκεί που σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, και οδήγησαν τον υπόλοιπο ανδρικό πληθυσμό λίγο έξω από την πόλη, σε έναν μικρό λόφο, στο χωράφι του δάσκαλου Καπή. Τους έβαλαν στη μέση και έστησαν γύρω – γύρω πολυβόλα. Την ίδια ώρα άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών και ταγματασφαλιτών άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν την πόλη. Το μεσημέρι, στις 2:34 (το ιστορικό ρολόι της εκκλησίας της πόλης μένει σταματημένο μέχρι σήμερα), μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Η διαταγή δίνεται από τον επικεφαλής του αποσπάσματος Γερμανό λοχία Τένερ και οι τριανταπέντε Γερμανοί στρατιώτες που χειρίζονταν τα πολυβόλα άρχισαν να ξερνούν το θάνατο. Οι άτυχοι άντρες πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Εκατοντάδες νεκρά κορμιά σχηματίζουν έναν μεγάλο σωρό. Οι φονιάδες τελειώνουν το έργο τους με χαριστικές βολές σε ότι κινείται, ότι βογγάει ακόμα, στο ματωμένο κουβάρι. Πάνω από 650 οι νεκροί. Ορφάνεψε η πόλη. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα που σκεπάστηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί. Σώθηκαν επίσης όσοι άκουσαν το κάλεσμα του ΕΛΑΣ και έφυγαν από τα Καλάβρυτα όταν έφτασαν οι Γερμανοί καθώς και όσοι κατάφεραν να δραπετεύσουν κατά την περίοδο της παραμονής των Γερμανών στη πόλη τις προηγούμενες μέρες. «Μέσα από τις φλόγες και τους καπνούς φτάσαμε σπίτι. Όλα στάχτη. Η αδελφή μας η Δήμητρα έτρεξε στην Εκτέλεση. Βρήκε σκοτωμένους τον πατέρα μας και τον αδελφό μας. Νύχτωνε όμως και γύρισε. Το βράδυ μείναμε δίπλα από το καμένο γυμνάσιο, σε μια αποθήκη. Την άλλη μέρα ανέβηκε η μάνα μας στην Εκτέλεση. Από κοντά και μείς. Δεν φεύγαμε από τη μάνα. Τι να δούμε; Εικόνες φρίκης. Ο αδελφός μας είχε δεχτεί χαριστική βολή. Του πατέρα μας του είχε φύγει το μισό κεφάλι, τα μυαλά του είχαν πέσει κάτω στο χώμα. Τότε η μητέρα μας πήρε μια πετσέτα που είχε μαζί του ο πατέρας μας, την ξετύλιξε και του ’δεσε το κεφάλι μ’ αυτήν. Σκηνές απερίγραπτες εκτυλισσόταν εκεί πάνω. Υστερα άρχισε το δύσκολο έργο της μεταφοράς των νεκρών, με τις κουβέρτες, στο νεκροταφείο. Οι γυναίκες αλληλοβοηθούνταν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήσαν μόνες. Έπρεπε μετά να τους θάψουν. Με τι; Δεν υπήρχε ούτε ξυνάρι, ούτε σκεπάρνι, ούτε φτυάρι. Μόνο με τα χέρια μας και αραιά και που κανένα σιδηρικό. Σε ρηχούς τάφους τους θάβαμε και τους σκεπάζαμε περισσότερο με πέτρες, αν βρίσκαμε. Και πήγαιναν τα σκυλιά τη νύχτα και τους ξέθαβαν. Αυτό το έργο κράτησε μέρες. Από εκεί και ύστερα άρχισε ο Γολγοθάς μας. Δεν είχαμε τίποτα. Ούτε κεραμίδι να βάλουμε από κάτω το κεφάλι μας. Απελπισία και απόγνωση. ‘‘Ελάτε εδώ παιδιά μου, μας λέει μια μέρα η μητέρα μας. Εκείνοι σκοτωθήκανε, πεθάνανε, εμείς πρέπει να ζήσουμε. Θα πάρουμε το ραβδί στο χέρι και θα κάνουμε ότι μπορούμε’’. Ετσι έγινε. Ηρθαν από τα χωριά και μας φέρανε τρόφιμα και ρούχα. Μετά αρχίσανε και οι διανομές με βοήθεια από άλλα μέρη και ζήσαμε σιγά-σιγά…»[2]
Χαροκαμένες μάνες και κόρες, χήρες και αδελφές έμειναν να κλάψουν και να θάψουν τους νεκρούς τους και αγωνίστηκαν να μαζέψουν όσο κουράγιο τους απόμενε να συνεχίσουν να ζουν για να κρατήσουν τα Καλάβρυτα ζωντανά.
ΑΠΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ
renetzaneΤο έργο του γλύπτη Νίκου Δημόπουλου, σύνθεση με τίτλο «ΟΧΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», βρίσκεται στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Απεικονίζει μια γυναίκα που σέρνει το νεκρό σώμα του εκτελεσμένου άνδρα της, για να το θάψει, κάτω από το βλέμμα των παιδιών της.
Πηγή: Ομφαλός της γης