Του Κωστή Λαγουδιανάκη
ΘΕΙΕ, ΚΑΛΟΣΤΡΑΘΙΑ ΣΟΥ
Με το μεγάλο το φευγιό Κωστή Λαγουδιανάκη
του κάτω κόσμου μαυρική το νέο σου κονάκι.
Θείε μου αγαπητερέ και συνονόματέ μου
τα λόγια τ’ αποχωρισμού είναι θλιφτά και τρέμου(ν).
Για το μεγάλο το φευγιό, τ’ αγιάγερτο ταξίδι,
μισεύγεις για τη σιωπή, το νεκροπανεμίδι.
Στα ενενήντα ένα σου ζωή δεν είχες στράφι
και φεύγεις αναντρανιστά με το «μυαλό ξυράφι».
Η κελαηδιστή φωνή για πάντα θα σωπάσει,
μα τση ζωής σου τα πρεπά κιανείς δε θα ξεχάσει.
Η ζήση σου αλάκερη ζωή χωρίς ψεγάδι
ώσαμε τη στερνή πνοή, το μισεμό στον Άδη.
Η ζήση σου αλάκερη ζωή πρεπιάς κι αγώνα
και οντέ σου ’πεμπ’ η ζωή και κρύο και χειμώνα.
Από τα κοπελάτα σου και ώσαμε τα γέρα
δεν έσκυψες την κεφαλή για να τα βγάλεις πέρα.
Ζούσες και ξεκαρπούλιζες κάθε στιγμή τση ζήσης
κι εκάτεχες σωστά κι ορθά να τηνε κουλαντρίσεις.
Τ’ άσπρα σου «νέικα» μαλλιά κι ο νους με σωφροσύνη
με την καρδιά μονιάζουνε, με τη μεγαλοσύνη.
Και χωρατό και αθρωπιά ζωής τα σύνεργά σου,
καλή βεντέμα τση ζωής η οικογένειά σου.
Χρόνους εξήντα πέρασε του γάμου σου η βέρα
με τση ζωής σου το σεβντά πιασμένοι χέρα-χέρα.
Τα ενενήντα ένα σου μεστά γεμάτα χρόνια,
οι κόρες τα μαξούλια σου κι αντάμι τα εγγόνια.
Τη ζήση τηνε μάζωνες «φασούλι το φασούλι»
και στ’ Αϊ-Νικόλα ξέτρεχες να πχαίνεις το πεζούλι.
Στ’ αγαπημένο μας χωργιό ξέτρεχες να ξωμένεις
και μες στ’ αμπελοχώραφα τση πρέφας να πηγαίνεις.
Ο Αύγουστός σου ο στερνός χαράς γεμάτος μήνας
που τσ’ εγγονής σου πρόλαβες το γάμο τση Μαρίνας.
Σετέμπρης μος επάτησες χειμωνική μεγάλη,
χαροστραθιά ξεκίνησες για τη ζωή την άλλη.
Οι θύμησές μας πληθερες, σε κάθ’ αθιβολή σου
θα ’ναι μεταξοφάδιαστη η γήινη ζωή σου.
Την ύστερή μας τη ρακή που ήπιαμε ομάδι
βάστα τη για σκουτελικό στη μαύρη γης, στον Άδη.
Βάλε και μια του κύρη μου ομάδι να την πιείτε
και τσ’ αδερφούς σας σμίξετε παλιά να θυμηθείτε.
Στη γήινη τη ζήση σου πρεπιάς τα πέρασμά σου,
για το στερνό ταξίδι σου, θείε, καλοστραθιά σου….