Το καλοκαίρι του 1968, ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά την επικράτηση της 21ης Απριλίου, κι ενώ οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της χώρας παρέμεναν εγκλωβισμένες ανάμεσα στην πολιτική σύγχυση και την προσωπική ανεπάρκεια, κάποιος αποφάσισε να δράσει με παράτολμο τρόπο… Ο Αλέξανδρος Παναγούλης με μια απονενοημένη ενέργεια επιχειρεί να δολοφονήσει το δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και να αλλάξει έτσι τη ροή της πορείας της χούντας και του τόπου.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, προδικτατορικό μέλος της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, από τις πρώτες ημέρες της χούντας χαράζει ένα μοναχικό δρόμο έμπρακτης αντίθεσης στο καθεστώς. Λιποτακτεί από το Στρατό όπου υπηρετούσε τη θητεία του και καταφεύγει στην Κύπρο με το διαβατήριο Κύπριου φίλου του, με στόχο τη δημιουργία αντιστασιακού κινήματος στη Μεγαλόνησο. Εκεί, κρύβεται από σπίτι σε σπίτι ως καταζητούμενος από τη δικτατορία και ως «σεσημασμένος τρομοκράτης» από την κυπριακή Αστυνομία.
Κι ενώ αρχίζει να αισθάνεται εγκλωβισμένος και παροπλισμένος, αποκτά απρόσμενο σύμμαχο το μέχρι τότε διώκτη του στην Κύπρο, Πολύκαρπο Γιωρκάτζη. Ο τότε υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου παίζει περίεργο αλλά και καθοριστικό ρόλο στην απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου. Παρότι δηλωμένος αντικομμουνιστής, άνθρωπος του παρασκηνίου, των «ειδικών αποστολών» αλλά και φίλος του δικτάτορα Παπαδόπουλου, προστατεύει διπλωματικά τον Παναγούλη, ενώ τον εκπαιδεύει στρατιωτικά χωρίς να είναι απόλυτα σαφείς οι προθέσεις του. Ο Γιωρκάτζης προμηθεύει τον Παναγούλη με πυρομαχικά μέσα στο διπλωματικό σάκο της κυπριακής πρεσβείας στην Αθήνα και συναντιέται μαζί του σε Κύπρο, Αθήνα και εξωτερικό, σχεδιάζοντας την απόπειρα κατά του δικτάτορα.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, έχοντας προμηθευτεί πλαστό διαβατήριο στο όνομα Μάριος Ανδρέου κι έχοντας πλέον ως βάση την Ιταλία, ταξιδεύει αναζητώντας βοήθεια σε Βιέννη, Ζυρίχη, Μόναχο, Παρίσι, Γενεύη, Βρυξέλλες, αλλά γρήγορα απογοητεύεται. Ακούει ατέρμονες θεωρητικές αντιδικτατορικές συζητήσεις, αλλά, όταν η κουβέντα πηγαίνει στο ποιος θέλει να περάσει στην παρανομία μέσα στην Ελλάδα, βρίσκεται να είναι πάλι μόνος του, με σημαντικότερο βοηθό του έναν αντικομμουνιστική υπουργό…
Τον Ιούλιο του 1968 επιστέφει παράνομα στη χώρα, όπου συγκροτεί την οργάνωση ΛΑ.Ο.Σ. (Λαϊκές Ομάδες Σαμποτάζ), η οποία στοχεύει με την πρώτη της ενέργεια την κορυφή της δικτατορίας. Κάποιοι από τους συντρόφους του είναι οι (σε παρένθεση τα ψευδώνυμά τους): Γιάννης Κλωνιζάκης (Ολύμπιος), Νίκος Ζαμπέλης (Νικηφόρος), Νίκος Λεκανίδης (Λευκός), Λευτέρης Βερυβάκης (Πολύβιος), Στάθης Γιώτας (Δημοσθένης), Γιώργος Αβράμης (Αγνός), Αρτέμης Κλωνιζάκης (Γαύρος), Δημήτρης Τιμογιαννάκης (Φλόγας), Αντώνης Πρίντεζης (Ελπιδοφόρος), Μιχάλης Παπούλιας (Πρόδρομος), Γιώργος Ελευθεριάδης (Νικήτας) και ο Αλέξανδρος Σιγάλας (Νέος). Ο ίδιος παίρνει το ψευδώνυμο που θα χαρακτηρίσει όλη την πορεία του: Ανίκητος…
Το σχέδιο της οργάνωσης στόχευε, παράλληλα με την ενέργεια εναντίον του Παπαδόπουλου, στη μαζική έκρηξη βομβών σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας, ώστε να δοθεί σε Ελλάδα και εξωτερικό η εικόνα γενικευμένης εξέγερσης. Οι βόμβες τοποθετούνται σε Πεδίον του Αρεως, Φιλοπάππου, Λυκαβηττό, αμερικανική πρεσβεία, Εκτακτο Στρατοδικείο, Ζάππειο, στην αρχή της οδού Ακαδημίας, σε τοίχο της οδού Καποδιστρίου και σε άλλα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά. Την πυροδότησή τους αναλαμβάνουν οι Νίκος Ζαμπέλης και Γιώργος Αβράμης.
Παρά την πολυδιάσπαση των ενεργειών, ο κυρίαρχος στόχος παραμένει ο δικτάτορας. Ο Παναγούλης εξομολογείται στον Νίκο Ζαμπέλη την αγωνία του για την έκβαση της απόπειρας: «Λες να μην πάει καλά; Λες να μην ανατιναχτεί η γέφυρα; Μα δεν είναι δυνατόν. Παλιά, στην Κατοχή, βάζοντας έναν τενεκέ τιναζόντουσαν μαζί με τα γερμανικά αυτοκίνητα και ολόκληρα γεφύρια στον αέρα». Το σχέδιο περιλαμβάνει την ενεργοποίηση από τον Παναγούλη των εκρηκτικών όταν θα πλησίαζε το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου, ενώ ο ίδιος θα διέφευγε από τα βράχια φτάνοντας στη θάλασσα, όπου εκεί θα τον περίμενε κάποια μηχανοκίνητη βάρκα διαφυγής. Ο Παναγούλης πίστευε το εξής: «Αν πετύχει η απόπειρα, θα τους ξεφύγω κατά 90%. Αν αποτύχει, το αντίθετο, κινδυνεύω».
Το μοναχικό μπλόκο του «Ανίκητου», που είχε ως πρότυπο τις αντάρτικες ενέργειες κατά του Στρατού κατοχής, ορίστηκε για την Τρίτη 13 Αυγούστου 7.40 το πρωί, στο 31ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου, σ’ ένα γεφυράκι που πλέον δεν υπάρχει. Η έκρηξη γίνεται ανοίγοντας τρύπα διαμέτρου ενός μέτρου στο έδαφος, αλλά ο δικτάτορας δεν παθαίνει τίποτα για προφανή λόγο. Οι αντάρτες που έκαναν παραπλήσιες ενέργειες στην Κατοχή ήταν πολλοί και οπλισμένοι και σίγουρα δεν χτυπούσαν μια «Λίνκολ Κοντινένταλ» οκτώ τόνων με ειδική θωράκιση (είχε παραγγελθεί από τον πρόεδρο της Γκάνα, αλλά τελικά αγοράστηκε από ομάδα Ελληνοαμερικανών και εν συνεχεία χαρίστηκε στον Παπαδόπουλο). Ο Παναγούλης κρύβεται στα βράχια βλέποντας τη βάρκα διαφυγής του να φεύγει εσπευσμένα κι ανακαλύπτεται μετά από αρκετή ώρα από τους διώκτες του.
Στα βασανιστήρια που ακολουθούν, και θα τον συνοδεύουν για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, δεν αποκαλύπτει κανέναν από τους συντρόφους του, ούτε φυσικά τον Γιωρκάτζη. Τις πρώτες ώρες, μάλιστα, ανακρίνεται ως Γεώργιος Παναγούλης, αφού οι βασανιστές του πιστεύουν πως έχουν πιάσει τον αξιωματικό αδελφό του που είχε λιποταχτήσει κι αυτός εξαφανιζόμενος μέσα από το πλοίο που τον μετέφερε φυλακισμένο. Ο Λαδάς, μάλιστα, του λέει «συμβουλευτικά»: «Αν ο Αλέκος ήταν εδώ, θα σου έδινε αμέσως μια συμβουλή: Πες τα όλα στον Λαδά»…
Η δικτατορία βρίσκεται σε σύγχυση. Ο Παπαδόπουλος προεδρεύει εκείνο το πρωί στο Υπουργικό Συμβούλιο, μη αναφέροντας τίποτα για την εναντίον του απόπειρα, κάτι που πράττει λίγες ώρες μετά, στις 3 το μεσημέρι με τα γνωστά ελληνικά του: «Μόνον πωρωμένος αμοραλιστής, μόνον μια εγκληματική φύσις, μόνον ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης και μόνον ένας πνευματικώς ανάπηρος ή σχιζοφρενής είναι δυνατόν να πλέκει το εγκώμιον ενός δολοφόνου και να εξαίρει ως ηρωισμόν μιαν δολοφονικήν απόπειραν». Την ίδια ώρα ο Βύρων Σταματόπουλος από τη Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών επιτείνει τη σύγχυση καταδικάζοντας τον… Γεώργιο Παναγούλη για ενέργειες που βλάπτουν τη δημοκρατία… «Λυπούμαι, αλλά εκείνος ο οποίος εκινήθη διά να δολοφονήσει τον Πρωθυπουργόν δεν ήτο κομμουνιστής. Ο Γεώργιος Παναγούλης ήτο και είναι όργανον φασιστικών και αντιδραστικών κύκλων, το οποίον εκινήθη διά να δολοφονήση τον ηγέτην της Επαναστάσεως και Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, δηλαδή τον επικεφαλής των νέων δυνάμεων, αι οποίαι θεμελιώνουν την δημοκρατίαν»!
Η δικτατορία πίστευε ότι είχε ξεμπερδέψει με τον Παναγούλη, αλλά είχε κάνει λάθος. Ο «Ανίκητος» ήταν σε όλη του τη ζωή μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα που άλλοτε έσκαγε προς τα μέσα με αυτοκαταστροφικές πράξεις κι άλλοτε στα χέρια των εχθρών του. Η επόμενη φορά «έκρηξης» αυτής της «χειροβομβίδας» γίνεται τον Νοέμβρη του 1968 στη δίκη για την απόπειρα τυραννοκτονίας, όπου εξευτελίζει τους στρατοδίκες του και τους εντολείς τους, καταδικάζοντας τη βία σε περίοδο δημοκρατίας αλλά νομιμοποιώντας τη σε δικτατορικό καθεστώς. Καταδικάστηκε δις σε θάνατο, αλλά, αντί εκτέλεσης, επιλέχτηκε ο «αργός θάνατος» των πέντε χρόνων βασανιστηρίων μέχρι την απελευθέρωσή του με τη γενική αμνηστία τον Αύγουστο του 1973.
«Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο»
Πώς περιγράφει όμως ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκείνες τις δραματικές ώρες της απόπειρας δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου; «Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Να το, φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσικλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της Αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ενα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μια στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου. Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Αραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».
Ισως δεν ήταν γραφτό ο Παναγούλης να περάσει στην Ιστορία ως εκτελεστής ενός δικτάτορα, αλλά σαν ένας διαχρονικός μάρτυρας της δημοκρατίας. Αλλωστε, ο ίδιος τόνιζε πάντα την απέχθειά του για τις δολοφονικές ενέργειες: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο». Παρ’ όλα αυτά, ο παραλίγο τυραννοκτόνος θα το ξανάκανε, αν υπήρχε και πάλι ανάγκη: «Αν χρειαζόταν, θα επαναλάμβανα την απόπειρα δολοφονίας ενός δικτάτορα. Προσπάθησα να σκοτώσω τον Παπαδόπουλο γιατί πίστευα ότι με τον θάνατό του θα άλλαζε η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα», ήταν οι δηλώσεις του όταν έφτασε για πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ηταν πάλι 13 Αυγούστου…
Πηγή: http://www.e-typos.com/ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ