Του Δρ Ζαχαρία Καψαλάκη*
(Το κείμενο που δημοσιεύεται είναι απόσπασμα από τη διατριβή του με τίτλο: Η εκπαίδευση στην περιοχή της Μεσαράς το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα)
Η κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους ολοκληρώθηκε το 1669 με την άλωση του Χάνδακα. Ο 18ος αιώνας και το πρώτο μισό του 19ου, δεν διακρίνονται για την πνευματική τους ανάπτυξη, καθώς οι αιώνες αυτοί σημαδεύτηκαν από σοβαρά γεγονότα για τον κρητικό πληθυσμό. Ο αριθμός του μειώθηκε, είτε λόγω της αθρόας φυγής, είτε λόγω των εξισλαμισμών, ενώ η δράση των Γενιτσάρων περιόρισε κάθε δυνατότητα ελευθερίας.
Όμως ο Κρητικός λαός αν και εξουθενωμένος παρουσίασε σημάδια αναζήτησης της ελευθερίας. Αρχικά με τους χαΐνηδες που ήταν αντάρτες και ζούσαν κρυμμένοι στα βουνά. Η πρώτη επαναστατική δραστηριότητα καταγράφεται 23 χρόνια μετά από την κατάκτηση της Κρήτης με την επανάσταση του Μοτσενίγου στις 17 Ιουλίου 1692, που όμως καταπνίγηκε. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη που ξεκίνησε στα Σφακιά το 1770 είχε και αυτή ατυχής κατάληξη. Το 1811 καταγράφεται στη Μεσαρά επιχείρηση δολοφονίας του γενίτσαρου Αγριολίδη αγά. Ο χαΐνης Δημήτριος Λόγιος τραυματίζεται θανάσιμα.
Οι συνεχείς επαναστάσεις στην Κρήτη οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν μια από τις πλέον κακοδιοικούμενες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μια και βέβαια στην ιδιοσυγκρασία του λαού του νησιού. Το 1877 ο Γάλλος πρόξενος στα Χανιά ανέφερε: …Συνήθισα να μην εκπλήσσομαι με τίποτα σ’ αυτόν τον παράδοξο τόπο, όπου τα γεγονότα μοιάζουν να προσπαθούν να διαδεχθούν το ένα το άλλο, αντίθετα προς τη λογική.
Η είδηση του μεγάλου ξεσηκωμού του Γένους έφτασε αργά στην Κρήτη από έμπορους Σφακιανούς. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις των Κρητικών αρχίζουν από τα Σφακιά, στις 7 Απριλίου 1821. Στις 27 Μαΐου πραγματοποιείται Παγκρήτια Επαναστατική συνέλευση στη «Θυμιανή Παναγία» των Σφακίων, όπου οι εμπειρότεροι και ανδρειότεροι ορίζονται αρχηγοί των όπλων. Ουσιαστική για τα πρώτα χρόνια του αγώνα ήταν η παρουσία του οπλαρχηγού καπετάν Μιχάλη Κουρμούλη. Κατά τη μεγάλη επανάσταση η Εκκλησία της Κρήτης έμεινε ακέφαλη. Στη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821, που έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές», οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατάσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και πέντε Επισκόπους: τον Κνωσού Νεόφυτο, τον Χερρονήσου Ιωακείμ, τον Λάμπης Ιερόθεο, τον Σητείας Ζαχαρία και τον τιτουλάριο επίσκοπο Διοπόλεως Καλλίνικο.
Το 1822 ο Σουλτάνος, ύστερα από τον πολυμέτωπο αγώνα σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, ζητά την βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Στις 28 Μαΐου περίπου 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και 5.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στη Σούδα υπό την αρχηγία του Χασάν Πασά και έπνιξαν την επανάσταση στο αίμα. Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1823 γίνεται η σφαγή του Λασιθίου δηλαδή τα Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα κατασφάζουν όσους κατοίκους του Οροπεδίου Λασιθίου δεν είχαν φύγει στα βουνά και στήνουν πυραμίδα από τα κεφάλια τους. Μετά οι βάρβαρες ορδές του στρατηγού Χασάν σφαγιάζουν 3600 άνδρες και γυναίκες μέσα στο σπήλαιο Μιλάτου Μεραμβέλλου, όπου είχαν καταφύγει. Οι νέοι και οι νέες, αφού κακοποιήθηκαν, πουλήθηκαν στην Αίγυπτο.
Επίσης στις 2 και 3 Οκτωβρίου του 1823 στο σπήλαιο Μελιδονίου βρήκαν οικτρό θάνατο 370 κάτοικοι του χωριού που κρύφτηκαν εκεί, επειδή δεν ήθελαν να παραδοθούν στους επιδρομείς Τούρκους. Οι τελευταίοι πετούσαν από την είσοδο του σπηλαίου αναμμένα υλικά, που ο καπνός τους προκάλεσε ασφυξία.
Στα μέσα του 1825 οι Κρητικοί που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και πολεμούσαν τον Ιμπραήμ, ήρθαν με πλοία στη Γραμβούσα και κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο της . Την ίδια μέρα κυριεύτηκε και το φρούριο της Κισάμου από άλλους επαναστάτες.
Το 1827 έφτασε στην Κρήτη σώμα Κρητικών και άλλων εθελοντών με σκοπό να ανανεώσουν την επανάσταση στις ανατολικές επαρχίες. Οι επαναστάτες πολιόρκησαν και έκαψαν τους Τούρκους της Κριτσάς και της Νεάπολης. Λίγες μέρες όμως αργότερα δέχτηκαν επίθεση στα χωριά της ανατολικής Πεδιάδας και υποχώρησαν άταχτα.
Στην αρχή του 1828 ήρθε στην Κρήτη ο Ηπειρώτης Χατζημιχάλης Νταλιάνης με 600 πεζούς και 100 ιππείς και το Μάρτη οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο και από εκεί οργάνωνε εξορμήσεις εναντίον των Τούρκων. Ο Μουσταφά πασάς κινήθηκε εναντίον του και στη μάχη που επακολούθησε ο Χατζημιχάλης σκοτώθηκε μαζί με 380 επαναστάτες, ενώ οι υπόλοιποι μετά από πολιορκία οκτώ ημερών αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να φύγουν.
Στη Μεσαρά οι οπλαρχηγοί Ξωπατέρας, Κόρακας, Μαλικούτης κ.ά. δεν άφηναν τους Τούρκους σε ησυχία. Το Φεβρουάριο του 1828 εκστράτευσαν εναντίον του Ξωπατέρα 3.000 Τούρκοι κι αυτός κλείστηκε στον ψηλό πύργο της μονής Οδηγητρίας, όπου μετά από τριήμερη πολιορκία βρήκε τραγικό θάνατο.
Παρ’ όλα αυτά οι Μεγάλες Δυνάμεις με το πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπέγραψαν το 1830 δεν θεώρησαν την Κρήτη τμήμα της ανεξάρτητης Ελλάδας. Τον ίδιο χρόνο, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσφέρει ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλής στο Σουλτάνο, του παραχωρείται η Κρήτη στην τιμή των 21 εκατομμυρίων γροσίων.
Το 1840 ξεσπά πόλεμος μεταξύ του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και της Τουρκίας με αποτέλεσμα οι Μ. Δυνάμεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, επαναφέρουν και πάλι την Κρήτη στη σουλτανική κυριαρχία.
Το 1841 κηρύσσεται νέα επανάσταση στην Κρήτη. Στις Ανατολικές επαρχίες αρχηγός είναι ο οπλαρχηγός Γ. Βασιλογιώργης και στις Δυτικές οι αδελφοί Χαιρέτη. Η επανάσταση όμως είχε άδοξο τέλος. Οι επιδράσεις της όμως στην εκπαίδευση είναι ουσιαστικές. Το σχολείο του Ρεθύμνου σταμάτησε τη λειτουργία του και όπως γράφει ο Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικος: …Η περίστασις η οποία ήτον εις αυτόν το έτος εμπόδισεν την εξακολούθησιν των μαθημάτων της σχολής και επορκάλεσε την φυγήν των διδασκάλων, μαθητών και λοιπών Χριστιανών, εις τα νήσους του Αιγαίου.
Η καλλιέργεια πάντως των γραμμάτων κι η πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων αρχίζει ουσιαστικά έπειτα από την κάμψη της στρατιωτικής δύναμης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη χαλάρωση των καταπιέσεων και κυρίως την οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Τούτο το τελευταίο είναι αποτέλεσμα της όλο και περισσότερο ενεργοποιούμενης δραστηριότητας των σκλάβων, αλλά και της εμπορικής διείσδυσης των Ευρωπαίων στο γεωγραφικό χώρο, που ελεγχόταν πολιτικό από τους Τούρκους.
Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται ως προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο, στην οποία μπορεί να μην υπάρχει πνευματική άνθιση, όμως μπαίνουν οι βάσεις για την εγκαθίδρυση σχολείων και την εξάπλωση της παιδείας στο νησί. Η περίοδος που εξετάζουμε, η πεντηκονταετία 1850 – 1898, χαρακτηρίζεται από οικονομικές ανακατατάξεις, πολιτική κρίση και βαθιές ιδεολογικές ζυμώσεις.
Σημαντικός σταθμός στην πορεία της εκπαίδευσης της Κρήτης κατά τα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας θα πρέπει να θεωρηθούν τα προνόμια του Χάττι-Χουμαγιούν (1856), που δημιούργησαν ευνοϊκές προοπτικές για την ανάπτυξη της παιδείας στο χριστιανικό πληθυσμό. Παρά τα παραχωρηθέντα προνόμια δεν έλειπαν φαινόμενα καταπίεσης, όπως π. χ. οι διώξεις των Ελλήνων υπηκόων δασκάλων από τον Χουσνή πασάς και από το διάδοχό του Ισμαήλ πασάς (1861-1865). Η επανάσταση του 1866 θα φέρει αναταραχή στο νησί. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς περικυκλώνει το μοναστήρι του Αρκαδίου με μια δύναμη 15.000 Τουρκοαιγυπτίων και Αλβανών και 30 κανόνια. Το διαμέτρημα μεγάλο. Η διαφορά δυνάμεων ασύγκριτη. Όμως οι έγκλειστοι δε σκέφτονται να παραδοθούν. Προτιμούν τον τίμιο θάνατο από τον τούρκικο εξευτελισμό. Και όταν πια το Αρκάδι λυγίζει κάτω από το βάρος του εχθρού που ενισχύεται συνεχώς και το τούρκικο ασκέρι έχει μπει στους εσωτερικούς χώρους του μοναστηριού, οι επαναστάτες ανατινάσσουν την πυριτιδαποθήκη. Οι θόλοι της τινάζονται στον αέρα σκορπώντας το θάνατο παντού. Μετά τις καταστροφές που συνέβησαν 25.000 άνθρωποι σε όλο το νησί, έχασαν τη ζωή τους. Όμως η εφαρμογή του Οργανικού Νόμου (1868), άνοιξε νέους ορίζοντες καθώς η ελληνική γλώσσα εισάγεται στις δημόσιες υπηρεσίες παράλληλα με την τουρκική. Τότε συστήνεται Γενική Συνέλευση με τη συμμετοχή ίσου αριθμού Χριστιανών και Οθωμανών αντιπροσώπων. Ακόμη, προσωρινά αναγνωρίζονται οι δημογεροντίες που είχαν καταργηθεί.
Οι πολιτικοί που φιλοδοξούσαν να διοικήσουν την Κρήτη μετά την απελευθέρωση, είχαν δημιουργήσει αδελφοσύνες, ένα άτυπο σύνδεσμό γνωστό ως «αδελφοκτούς», που όμως ήρθαν σε ευθεία αντιπαράθεση με τους καπεταναίους. Στις 10 Αυγούστου 1878, στον Πλάτανο της Μεσαράς, έγινε συνάντηση των καπεταναίων με τους αδελφοκτούς, προκειμένου να λυθούν οι διαφορές. Το μεγάλο πλήθος ανθρώπων που συγκεντρώθηκε (πάνω από 4.000) και η όξυνση που υπήρξε, είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί από βόλι αδελφοκτού ο καπετάν Μαρογιώργης. Χάρις την ψυχραιμία και την προσωπικότητα του καπετάν Μιχάλη Κόρακα, απεφεύχθησαν τα χειρότερα, που πιθανόν να οδηγούσαν και σε εμφύλια σύρραξη.
Μετά τη σύμβαση της Χαλέπας (1878), κατοχυρώνονται ουσιαστικά τα προνόμια των χριστιανών. Σύμφωνα με αυτά, ο Γενικός Διοικητής του νησιού, μπορούσε να ήταν χριστιανός ή μουσουλμάνος, θα διοριζόταν από το Σουλτάνο για μια πενταετία και θα είχε ένα σύμβουλο από το αντίθετο θρήσκευμα. Η 80μελής Γενική Συνέλευση θα απαρτιζόταν από 49 χριστιανούς και 31 μουσουλμάνους. Επιτρεπόταν η ίδρυση φιλολογικών συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων.
Ωστόσο, οι αντεγκλήσεις και οι φόνοι μεταξύ των ετεροδόξων ήταν συχνοί. Το 1888 προβάλλεται η ιδέα για αγγλική «προστασία» της Κρήτης, που δεν βρίσκει ανταπόκριση στο λαό. Στη γενική συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατατίθεται ψήφισμα με το οποίο κηρύσσεται η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη θεωρήθηκε «παράνομη» και ευθέως επαναστατική. Η Τουρκία ανακαλεί το Γενικό Διοικητή Σαρτίνσκυ και στέλνει τον σκληροτράχηλο Σακήρ Πασά. Τα στρατοδικεία λειτουργούν και οι θανατικές εκτελέσεις είναι καθημερινές σε όλη το νησί. Ο Αβδούλ Χαμίτ να διακηρύξει ότι «το παν χάθηκε στην Κρήτη» και θα κατηγορήσει τον Κρητικό λαό ότι ήταν ανώριμος να αυτοδιοικηθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 1892 εκδηλώνεται ένα περιορισμένο κίνημα στα Σφακιά που δε βρίσκει απήχηση στις άλλες επαρχίες. Η μεγάλη σφαγή των Αρμενίων (Ιανουάριος 1895) συγκλονίζει τη διεθνή κοινή γνώμη και δημιουργεί δυσμενές κλίμα σε βάρος της Τουρκίας. Νέος γενικός Διοικητής Κρήτης (Μάρτιο) ο Αλέξανδρος Καρεθεοδωρής. Στις 26 Ιουνίου 1896 οι Τούρκοι κατάσφαξαν τους μοναχούς της Μονής του Αγίου Ιωάννη στην Ανώπολη και κατέστρεψαν τα χωριά της περιοχής. Επιδίδεται ο νέος οργανισμός της Κρήτης με τον οποίο παραχωρείται πλήρης οικονομική και δικαστική ανεξαρτησία με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το 1897 μια ακόμη επανάσταση εκδηλώνεται στο νησί που επιφέρει ραγδαίες εξελίξεις: στις 9 Μαρτίου 1897 οι Μεγάλες Δυνάμεις κηρύττουν τον αποκλεισμό του νησιού και ταυτόχρονα της αυτονομία του. Τον επόμενο χρόνο και συγκεκριμένα στις 9 Δεκεμβρίου 1898 επιβάλουν ως ηγεμόνα της Κρήτης τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και τα τουρκικά στρατεύματα αποχωρούν από το νησί.
* Ο Δρ Ζαχαρίας Καψαλάκης είναι Δάσκαλος και Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων