Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Ένας σπουδαίος Ανωγιανός που έγινε αργότερα Μεσαρίτης, συνταξιούχος σήμερα και πρώην Αγρονόμος, από τους σημαντικότερους λαογράφους της Κρήτης, ο Μανώλης Δακανάλης, θυμάται την ιδιαίτερη σχέση φιλίας, που είχε με τον γιατρό Κουκουριτάκη Περικλή. Θα μας διηγηθεί σήμερα μια ιστορία, το πώς με δική του προσπάθεια κατάφερε να «σώσει» τον γιατρό Κουκουριτάκη, από σχεδόν βέβαιο θάνατο, όπως τότε έζησε ο ίδιος τα γεγονότα.
– Το γιατρό τον γνώρισα αμέσως μόλις διορίστηκα στις Μοίρες σαν Αγρονόμος γύρω στα ‘69, ενώ ο Κουκουριτάκης ήταν ακόμα εν ενεργεία γιατρός, λέει ο κ. Δακανάλης. Εγώ ανύπαντρος ακόμα, σύχναζα ταχτικά όπως και ο γιατρός στο εστιατόριο του Φραγκίσκου Σφακιανάκη ή «Φραγκή», από τις πρώτες κιόλας μέρες!
Σοβαρός άνθρωπος ο Κουκουριτάκης, και ήταν περίπου στα 60 τότε που τον γνώρισα, και εγώ νέος στα 24, όπου μπήκα και εγώ στον κύκλο του σιγά – σιγά, μαζί με κάποιους άλλους φίλους του.
Κάποια χρονιά άνοιξε Λέσχη Εφέδρων Αξιωματικών στις Μοίρες, γύρω στα ’75, και στεγαζόταν στου Φραγκάκη Αντώνη , στον από πάνω όροφο. Τώρα ανήκει στην εγγονή του. Πάνω εκεί είχαν νοικιάσει τον χώρο, όπου λειτουργούσε σαν γραφείο και λέσχη αξιωματικών. Είχαν βάλει τον Ρεθυμνιώτη Ρεθυμνιωτάκη Νίκο ή «Ντούγκλα» για λεσχηάρχη – καφετζή!
Εκεί μαζευόταν όλοι οι φίλοι του Κουκουριτάκη και έπαιζαν συνήθως χαρθιά, κυρίως κουμκάν, που του άρεσε ιδιαίτερα. Στη παρέα του Κουκουριτάκη ήταν ο Κουρμούλης ο Μιχάλης έμπορας, ο κτηνίατρος Κατσαβέλης, ο εφοπλιστής Σίφης Βαρδινογιάννης, που ερχόταν από τα Καλά Λιμάνια. Επίσης ο Αριστείδης Λενακάκης κτηματίας και με πρακτορείο μεταφορών, ο Στράτος Γαρεφαλλάκης ή «Γαρέφαλλος», ο Μανώλης Μιχελάκης (πατέρας του σημερινού Στυλιανού Μιχελάκη) υπάλληλος τότε της Αγροτικής Τράπεζας, και ο συμβολαιογράφος Μεσαράς Ζεϊρανάκης Κώστας, ή «Ζεϊράνης». Ήταν ακόμα και ο Τσικαλάς και ο Παπαδοσπυριδάκης, οι φωτογράφοι τότε των Μοιρών.
Μια βραδιά χειμωνιάτικη, παρατηρούσα στη λέσχη το γιατρό από απέναντι του όπου καθόμουν, και τον έβλεπα που ίδρωνε εκεί που έπαιζε χαρθιά…
Όπως καθόταν κινούσε νευρικά τα χέρια του, σε μια στιγμή λάσκαρε τη γραβάτα του, και φαινόταν καθαρά αμήχανος, προφανώς αισθανόταν έντονη δυσφορία.
Σε κάποια στιγμή σηκώνεται και λέει στη παρέα:
– Συγνώμη παιδιά, αλλά δεν αισθάνομαι καλά, και σταματώ το παιγνίδι.
Οι άλλοι δεν το σπουδαιολόγησαν, συνέχισαν κανονικά το παιγνίδι, και ο Κουκουριτάκης κατέβηκε από τις σκάλες για να φύγει.
Εγώ όμως που τον παρακολουθούσα από πριν, κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά με τον γιατρό, και αμέσως κατέβηκα και εγώ τις σκάλες, όπου και τον είδα να κάθεται στο τελευταίο σκαλοπάτι, ανήμπορος να προχωρήσει!
Τότε μου λέει ο ίδιος:
– Δεν αισθάνομαι καλά Μανώλη, μονό τρέξε γρήγορα επάνω, να πεις στον Χρήστο Κατσαβέλη ή στο Κουρμούλη τον Μιχάλη που έχουνε αυτοκίνητα, να με πάνε στο σπίτι μου. Πράγματι ανέβηκα αμέσως και τους το είπα, και αμέσως κινητοποιηθήκαμε και οι τρεις μας , βοηθήσαμε, τον πήραμε από τα σκαλιά και τον πήγαμε σπίτι του. Τον βάλαμε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
Τότε μου λέει πάλι ο Κουκουριτάκης:
– Τρέχα γρήγορα Μανώλη να μου να μου φέρεις το γιατρό Καρασουμάνη.
Πήγα εγώ αμέσως στο σπίτι του γιατρού, αλλά δεν ήταν εκεί, γιατί είχε πάει σε περιστατικό. Είπε όμως η γυναίκα του, πως άμα έρθει ο γιατρός, θα τον στείλει αμέσως να πάει στο σπίτι του άρρωστου Κουκουριτάκη. Τότε εγώ στον γυρισμό από μόνος μου, πέρασα από το ιατρείο του αγροτικού γιατρού Τρυπιδάκη Γιώργη, ήταν δηλαδή γιατρός του ΙΚΑ. και του λέω:
– Γιατρέ, έλα γρήγορα στο σπίτι του Κουκουριτάκη, γιατί ο γιατρός δεν αισθάνεται καλά!
-Τι έχει;
– Από ότι κατάλαβα πρέπει να έχει πάθει κάποιο καρδιακό επεισόδιο.
Πάει ο Τρυπιδάκης πράγματι αμέσως στο σπίτι του Κουκουριτάκη, και εκείνος τον ρωτά:
– Έχεις μωρέ τη τάδε ένεση;
– Όχι! απαντά ο Τρυπιδάκης!
Μετά είπα εγώ στο γιατρό, πως για την ένεση θα πεταχτώ μέχρι το μοναδικό φαρμακείο των Μοιρών, που το είχε τότε κάποιος Τσαγάκης Νίκος, και ήταν στη σημερινή θέση που σήμερα υπάρχει και σήμερα φαρμακείο της κ. Κλουβιδάκη.
Μου είπε ο γιατρός να πάω, και να του ζητήσω την τάδε ένεση.
Μόλις έφθασα στο φαρμακείο λέω του Τσαγάκη:
– Ο γιατρός Κουκουριτάκης έχει πρόβλημα, και θέλει τη τάδε ένεση για τη καρδιά.
– Δεν την έχω την ένεση δυστυχώς, γιατί μου τελείωσε! λέει ο Τσαγάκης
Απελπισμένος γύρισα πίσω στο σπίτι του γιατρού, και του ανέφερα πως ούτε ο Τσαγάκης έχει την ένεση.
Τότε ο γιατρός είπε αυτολεξεί:
– Ω τον άτιμο! Ω τον αθεόφοβο ! Τον έχω κάνει πλούσιο με τις συνταγές που του έχω γράψει τόσα χρόνια, και δεν έχει εδα μια ένεση να με σώσει!
Εν τω μεταξύ, δεκάδες κόσμος είχε συγκεντρωθεί απ’ έξω από το σπίτι του γιατρού, αγωνιώντας για την ζωή του γιατρού του, παρ’ όλο που δεν ήταν εν ενεργεία γιατρός, ο κόσμος όλος στεναχωρήθηκε σε αφάνταστο σημείο!
Εκείνη την ώρα καταφτάνει και ο γιατρός Καρασουμάνης, που είχε ειδοποιηθεί από μένα νωρίτερα, βλέπει τον Κουκουριτάκη, και του λέει γεμάτος αγωνία:
– Γιατρέ μου, τι έχεις;
– Βαστάς μωρέ εκείνη την ένεση να με σώσεις; τον ρωτά ο Κουκουριτάκης.
– Βαστώτηνε! απαντά ο Καρασουμάνης!
Και του την κάνει επιτόπου! Στη συνέχεια ο Κουκουριτάκης μου δίνει εμένα σε ένα χαρτάκι ένα τηλέφωνο του ανιψιού του στο Ηράκλειο, και μου λέει:
– Πάρε αυτό το τηλέφωνο του ανιψιού μου, πετάξου σε ένα περίπτερο, πάρτον και πες του να πάρει έναν καρδιολόγο και να έρθει εδώ αμέσως!
Πήρα το χαρτάκι, βρήκα ένα περίπτερο και πήρα τηλέφωνο τον ανιψιό του, και εκείνος μου λέει πως σε μια ώρα έρχονται!
Πράγματι ήρθε ο ανιψιός, και έφερε μαζί του και τον καρδιολόγο Παπαδάκη, ο οποίος κρατούσε και καρδιογράφημα, εξέτασε αμέσως τον γιατρό και του λέει:
– Γιατρέ περνάς έμφραγμα…
Ο κόσμος έξω αγωνιούσε όλο και περισσότερο, άγνωστο πως το μάθανε, αλλά ήδη είχαν έρθει εκατοντάδες κόσμος, οι μισές Μοίρες δηλαδή, και ο λόγος, η αγάπη του κόσμου στον γιατρό τους!
Πρότεινε ο Παπαδάκης στον γιατρό:
– Επειγόντως πρέπει να έρθεις γιατρέ μαζί μου σε κλινική, ή στο Δημόσιο νοσοκομείο στο Ηράκλειο ! (Τότε το μοναδικό δημόσιο νοσοκομείο ήταν το Πανάνειο)
– Όχι δεν πάω πουθενά, θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου! απαντά ο Κουκουριτάκης.
Δεν μπορούσαν να τον πείσουν κανένας τους, ούτε ο ανιψιός του, αλλά ούτε και οι τρείς άλλοι γιατροί! Προσπάθησαν, ξαναπροσπάθησαν αλλά αδύνατον να πείσουν τον γιατρό να πάει σε κλινική στο Ηράκλειο!
Πάντα η απάντηση του γιατρού ήταν: «Δεν πάω πουθενά, θέλω να πεθάνω στο σπίτι μου»!
Σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, και βγαίνει έξω ο Παπαδάκης, έρχεται προς εμένα και μου λέει:
– Δεν θέλει να ‘ρθει ο γιατρός στη κλινική, εσύ που έχεις αναλάβει από τόση ώρα για να τον σώσεις, ανάλαβε τώρα και να τον πείσεις να έρθει στο Ηράκλειο!
– Μα πώς να τον πείσω; Εγώ θα του το πω, αλλά εκείνος θα μ’ ακούσει; Πάντως θα μπω και θα προσπαθήσω και ο Θεός βοηθός, να δω μπας και τα καταφέρω!
Μπαίνω μέσα, παίρνω ένα ύφος σοβαρό, και λέω αποφασιστικά στο γιατρό:
– Γιατρέ, σήκω γρήγορα επάνω! Εγώ παιδεύομαι δυο ώρες τώρα να σε κάνω καλά, τρέχω σαν παλαβός και σκασμένος από αγωνία από δω, τρέχω από ‘κει, και είμαι να σκάσω! Πασχίζω ο έρμος εγώ και όλοι μας να προλάβουμε το κακό να σε σώσουμε, και εσύ τώρα μου λες άνετος τη τελευταία στιγμή, κι αφού περάσαμε τα δύσκολα, πως δεν έρχεσαι και θες να πεθάνεις στο σπίτι σου; Ξέχασέ το γιατρέ, σήκω γρήγορα επάνω και φύγαμε!
Ο Κουκουριτάκης με κοιτάζει στα μάτια μετανοιωμένος, το ξανασκέφτηκε, και αμέσως φάνηκε να αλλάζει γνώμη! Και τότε μου λέει:
– Μανώλη θα σου κάνω το χατίρι!
Έκτοτε πήγε πράγματι στη κλινική στο Ηράκλειο, έγινε καλά, και υγιής πλέον έφυγε για την Αθήνα!
Στις Μοίρες κατέβαινε ταχτικά, Χριστούγεννα, Πάσχα, τα Καλοκαίρια κλπ. Η περίπτωσή του ευτυχώς πήγε πολύ καλά, και από το ’75 που συνέβη το περιστατικό, μέχρι το 1991 που πέθανε, έζησε αρκετά υπέροχα χρόνια!
Η παραπάνω ζωντανή ιστορία του κ Μανώλη Δακανάλη, αν μη τι άλλο μας δηλώνει την αγάπη και εκτίμηση του ντόπιου Κρητικού λαού στο πρόσωπο του γιατρού του Περικλή Κουκουριτάκη, αλλά και την αγάπη του ιδίου, με άπειρη εκτίμηση στον φίλο του Μανώλη Δακανάλη, που ήταν πλέον ο μόνος που αναζητούσε πρώτο, κάθε φορά που κατέβαινε στις Μοίρες!
Δεν σώζουν μόνο οι γιατροί τους ανθρώπους, καμιά φορά και ένας απλός άνθρωπος μπορεί να είναι αιτία και να σωθεί ένας γιατρός, έστω και με μια απλή προσπάθεια, έστω κι αν αυτό λέγεται φιλότιμο ή ταπεραμέντο στη πειθώ!
Ο γιατρός ίδιος πίστευε πως πράγματι τελικά σηκώθηκε χάριν στην επιμονή του φίλου του, που κατάφερε τελικά και τον έπεισε να μπει στο αυτοκίνητο άμεσα, και να πάει στο Ηράκλειο να νοσηλευτεί σε κλινική!
Μια απίστευτη εγχείριση!
Σε συζητήσεις μου με τον γιατρό Περικλή Κουκουριτάκη (συνεχίζει ο κ Μανώλης Δακανάλης), είχα ακούσει από στόματος του ιδίου, πολλές ιστορίες! Μια από αυτές μου ανέφερε μια μέρα καθώς πίναμε τον καφέ μας:
– Μια φορά που λες Μανώλη στη Κατοχή, με καλέσανε στην Αγία Βαρβάρα, γιατί κάποιος είχε φάει μια ριπή στην κοιλιά! Ο άνθρωπος από στιγμή σε στιγμή κινδύνευε να πεθάνει! Που νοσοκομείο τότε, που γιατροί στη Κατοχή, μονάχα στο Ηράκλειο, και πάλι δύσκολο!
Τους είπα πως δεν είμαι χειρούργος, και δεν είναι δουλειά μου να κάνω εγχειρίσεις, αλλά εκείνοι επιμένανε:
-Γιατρέ, δεν προλαβαίνουμε να τον πάμε εδά πουθενά! Όπου να ναι ποθαίνει ο άνθρωπος μας, μόνο κάνε πράμα γιατρέ εκειά, κι ότι μπορείς!
– Μα πως, να τον εγχειρήσω χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία;
– Κάνε του κάτι γιατρέ, για να πούμε πως και εμείς κάτι κάναμε!
– Μα δεν είναι τόσο απλό, όχι πως δεν θέλω, αλλά δεν έχω νυστέρι , ούτε ειδικά ψαλίδια, πως θα τον χειρουργήσω; Δεν έχω ούτε τα κατάλληλα φάρμακα!
– Μα γιατρέ, μην επιμένεις! Εμείς τον έχουμε ήδη ξεγραμμένο, κάμε του εκειά ότι σε φωτίσει ο Θεός!
Πιάνω και τον σκίζω, που λες Μανώλη με το νυστέρι μου, σαν να ήταν ένα σφαχτό, τον καθαρίζω πολύ καλά, και στο τέλος τον ράβω με χειρουργική κλωστή που ευτυχώς είχα, και έδωσα στους δικούς του τα φαρμακευτικά υλικά και φάρμακα που κρατούσα στην τσάντα μου. Στο τέλος της επέμβασης, τους είπα τι να του κάνουνε μετεγχειρητικά εκείνοι στη συνέχεια. Εγώ πάντως έκανα στον βαριά τραυματία, ότι μπορούσα καλύτερα από τη πλευρά μου!
Μια μέρα πολύ αργότερα κοντά 15 χρόνια, σε ένα συνέδριο όλων των ειδικοτήτων στο Ηράκλειο, τους ανέφερα το περιστατικό εκείνο. Εκείνοι δεν με πίστεψαν κανείς τους, και θεώρησαν πως μια τέτοια εγχείριση, δεν είναι δυνατόν να είναι επιτυχής, και ο ασθενής να επιζήσει! Θα μπορούσε το λιγότερο είπαν, να είχε πάθει περιτονίτιδα η μόλυνση, ή διάφορες λοιμώξεις, και να είχε πεθάνει άμεσα. Δεν κατάφερα να τους πείσω, και ζήτησαν εν τέλει να δουν οι ίδιοι τον ασθενή, και μόνο έτσι θα πειστούν!
Πράγματι αναγκάστηκα να κατέβω στην Αγία Βαρβάρα, και να φέρω με το αυτοκίνητο τον ίδιο τον άνθρωπο που εγχείρισα, που εν τω μεταξύ έχαιρε άκρας υγείας, και να τον δουν!
Σαν τον είδαν, «σαν άπιστοι Θωμάδες», σήκωσαν την μπλούζα του να δουν τα σημάδια της εγχείρισης για να βεβαιωθούν ότι πράγματι έγινε εγχείριση, είδαν πως πήγε όντως πολύ καλά, και έτσι πείστηκαν τελικά!
Είπαν όμως, πως δεν γίνεται τόσο εύκολα, και είναι σχεδόν αδιανόητο, παθολόγος, και μάλιστα χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία, να κάνει μια τόσο δύσκολη εγχείριση και να πετύχει!
Δεν ήξεραν προφανώς πως εδώ είχαμε μια ιδιαίτερη περίπτωση γιατρού, την περίπτωση «Κουκουριτάκη»!