Της Πόπης Σπανάκη
΄΄Εγώ είμαι μάνα και μπορώ ΄΄
Ναι
Ήσουν εσύ, μητέρα μου, που δεν επροπάθειες δίπλα στο μπαμπά μιά ζωή, μα πήγαινες πάντα ένα ζάλο ομπρός, για να του ΄΄ανοίγεις΄΄ το δρόμο.
Γιατί το κάτεχε:
Πώς ήσουν εσύ που θα σήκωνες τα ζυγάλετρα στον ώμο για να πάς να κάνεις όλη μέρα το χωράφι με τα βούγια και να μπορεί εκείνος να λείπει συχνά από το σπίτι στσι ολοήμερες ή διήμερες μακρινές στραθιές του, με τα πόδια, στ Αρκαλοχώρι και στη Χώρα για να πουλήσει τ αυγά, τα λουκάνικα, ή ότι άλλο.
Ήσουν εσύ που θα πήγαινες στ αόρη να φέρεις τα ξύλα με το μουλάρι, για να ζυμώσεις, για την οικογένεια χωρίς να χρειάζεται να πάει ο ίδιος.
Ήσουν εσύ, που επί είκοσι σχεδόν χρόνια θα μαγέρευγες των αργατώ, μέσα σ όλες στσι άλλες σου τραβάγιες, τω κοπελιώ, στο σπίτι και στα χωράφια, για να μπορεί εκείνος να παίρνει τσ αποφάσεις και να βγάλει τα δεκαοχτώ πηγάδια στο Λασίθι, όταν το σύνηθες των κατοίκων στο τόπο μας, μετρούντανε στα δάχτυλα τση μιάς χέρας.
Ήσουν εσύ που θα τον ανήμενες με αγωνία στο σπίτι να του ανάψεις το αχινοπόδι για το φουναράκι στη παραστιά, να ζεσταθεί και να του στεγνώξεις τα βρεμένα ρούχα και ν αλλάξει , όταν θα φτάξει από τη στραθιά κουρασμένος, νηστικός και ολόγρος από τη βροχή.
Ήσουν εσύ που θα σήκωνες σκοτεινά και αξημέρωτα τη γ-κόφα με τσι ντάκους το ψωμί στόν ώμο, για να τη πάς στον Άη Γιώργη με τα πόδια έξ -εφτά χιλιόμετρα αλάργο και με την ψυχή στο στόμα να προκάμεις το αμάξι, να τηνε πέψεις τω κοπελιώ σου στη Χώρα, γιατί τότε δεν έρχονταν τ αμάξι στο χωριό μας.
Ήσουν εσύ που γέννησες αμοναχή εννιά φορές στο σπίτι, χωρίς γιατρούς και νοσοκομεία
Ήσουν εσύ που επήγαινες με τα πόδια από το Λασίθι στο Καστέλλι συχνά -πυκνά, μέσα από τα κακοτράχαλα γνωστά βουνά, για να πάς το ψωμί τω κοπελιώ σου απού επηγαίνανε στο σκολειό, γιατί δεν είχαμε στο τόπο μας γυμνάσιο, μαζώνοντας ξύλα στη διαδρομή, να τως τα βαστάς να ζεσταθούνε και να γεγύρεις στο Λασίθι με τα πόδια, νηστική, κατάκοπη και νυχτιασμένα, κρατώντας την ορά του μουλαριού, για να σε κατευθύνει στη στράτα.
Ήσουν εσύ που όπου πήγαινες θα κρατούσες καρφωμένη στη μέση σου τη ρόκα, για να κλώθεις όπου βρεθείς εύκαιρη και να ξενυχτίσεις πολλές χειμωνιάτικες βραδυές για να φάνεις στο αργαστήρι τα απαραίτητα την εποχή εκείνη προυκειά των τεσσάρων αθεληκώ σου κοπελιώ.
Ήσουν εσύ που έδενες κόμπο τη καρδιά για να κρύψεις τα δάκρυά της, σε κάθε αποχωρισμό από τα παιδιά σου, όταν η ξενιθιά ένα-ένα σου τά παιρνε για σπουδές, για να μη φανούνε στα μάθια σου και στενοχωρηθούνε.
Κι ήσουν εσύ που ανήμενες με λαχτάρα το ταχυδρόμο στη στράτα, για ένα γράμμα, για ένα χαμπέρι απ αυτά και ήσουν εσύ που θα έτασες στσ Αγίους τα μαλλιά σου, ότι πολυτιμότερο είχανε οι γυναίκες της εποχής εκείνης μετά πο τη τιμή ντως, σε κάθε δυσάρεστη είδηση για την υγειά ή τα μαθήματά ντως
Ήσουν εσύ που θά τρεχες για να πάς πρώτη στο σκολειό, πρίν από το παιδί σου, για να πείς στο δάσκαλο πώς τόχες τιμωρημένο για καμπαέτι και να μη το μαλώσει όταν θα φτάξει καθυστερημένα, γιατί δεν έφταιγε γι αυτό.
Ήσουν εσύ, που θα το ανάγκαζες να επιστρέψει πίσω στο ξένο τράφο, το ξύλο για τη φουνάρα τση Λαμπρής που είχε ΄΄ κλέψει΄΄ , όπως συνήθιζαν να κάνουνε τότε τα κοπέλια όλα και να του δώσεις η ίδια στη συνέχεια το δεμάτι με τα κλίματα από τη ταράτσα του σπιθιού μας, να τα πάει στη εκκλησία για τη φουνάρα, να μη στενοχωράται.
Και ήσουν εσύ που θα τολμούσες να χτυπήσεις τη ξένη πόρτα για το δανεικό πενηντάρικο, για την εγγραφή του κοπελιού σου στο σκολειό, όταν δεν τόχατε και ο μπαμπάς ντρεπόταν να το ζητήξει.
Ήσουν εσύ που θα θέριζες, θα λόνευγες, θα μαγέρευγες, θα γλάκας πάνω-κάτω να τα προκάμεις όλα, χωρίς βαρυγκόμιση.
Ήσουν εσύ, ο ένας ρούκουνας, το θεμέλιο και ο στυλοβάτης του σπιθιού μας, εσύ απού έσφιγγες τα ντόδια και επρότασες το μπέτη, σε κάθε δύσκολη περίσταση, στα βάσανα, στσι στερήσεις, στσι στενοχώριες τση οικογένειας με δύναμη ψυχής και κατάπινες ηρωϊκά τα δάκρυά της να μη φανούνε στα παιδιά σου.
Ήσουν εσύ, αναπόφευκτα και ο υπομονετικός αποδέχτης, στο κάθε τυχόν ξέσπασμα του μπαμπά μέσα στη φουρτούνα του και στσι δυσκολίες, να ανετάξετε οχτώ κοπέλια και να τα σπουδάξετε- ασυνήθιστο στον αγροτικό και απομονωμένο τόπο μας -σε κείνη τη δύσκολη εποχή από κάθε άποψη.
Και ήσουν εσύ που μας έμαθες να του φιλούμε τη χέρα με σεβασμό και να κάνομε το σταυρό μας στο τέλος του φαγητού με εκείνο το εκπληκτιό που μας έμαθες να λέμε :
΄΄ ήφαγα και χόρτασα και γέμισε η κοιλιά μου,
η Παναγία κι ο Χριστός να βλέπει το μπαμπά μου ΄΄
Ήσουν εσύ, όλα όσα δεν μπορώ να γράψω, γιατί χρειάζομαι βιβλίο.
Ήσουν εσύ, που στο δισταγμό του παιδιού σου του Βαγγέλη να σου μιλήσει για τα προβλήματά του, σε κάποιες ιδιαίτερα δύσκολες φάσεις τση ζωής του
– ΄΄ μα πώς θα τα βαστάξεις μητέρα άμα σου πώ, που είναι πολλά ?
του είπες αυτό το εκπληκτικό και μοναδικό που τα λέει όλα :
– ΄΄ Εγώ είμαι ΜΑΝΑ και μπορώ παιδί μου ΄΄
Και αυτό ακριβώς ήσουνε πάντα Μανούλα μου.
Μιά ηρωϊδα ΜΑΝΑ
Αιωνία η μνήμη σου