Της Ιωάννας Παγκαλάκη
ΕΓΩ, ΓΙΑΝΝΙΩ ΜΟΥ, γεννήθηκα ένα πρωινό του Σεπτέμβρη του 1936 σ’ ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πεδιάδος Ηρακλείου και
ήμουνε το έκτο από τα εφτά παιδιά της φαμελιάς μας. Μη με ρωτήσεις ίντα* μέρα ήτανε, γιατί δε θυμούμαι τόσοι χρόνοι που περάσανε.
Το πατρικό μας ήτανε χτισμένο στην πλατεία του χωριού, δίπλα στην εκκλησία του Αφέντη Χριστού – μεγάλη η χάρη Του. Το σπίτι ήταν το καταφύγιό μου. Χτισμένο με πέτρες που τις είχε μεταφέρει
ο πατέρας μου από τη χαλέπα** με το γαϊδουράκι και το είχε φτιάξει μόνος του με πολύ κόπο. Ήτανε μερακλής άνθρωπος ο πατέρας μου. Το σπίτι μας είχε δυο δωμάτια και στο δεύτερο υπήρχε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον οντά. Εκεί κοιμόμασταν όλα τα κοπέλια της φαμίλιας μας στρωματσάδα. Είχε εξωτερική αυλή που ήταν γεμάτη γλάστρες με λουλούδια και παρτέρια με διάφορα φυτά,
που τα φρόντιζε καθημερινά η μάνα μου. Την ανιστορούμαι – σαν να ήταν χθες – με το ποτιστήρι στο χέρι να χαϊδεύει τα λουλούδια, να τα ποτίζει και να τους μιλάει λες και ήταν νοματαίοι. Ο πατέρας μου – ο Θεός να τον αναπαύσει – έλειπε ολημερίς στα χωράφια,
πότε στα δικά μας και πότε στα ξένα μεροκάματο. Ήτανε, καμάρι μου, δύσκολοι καιροί και το ψωμί έβγαινε με πολύ κόπο και ιδρώτα.
Όντε χτυπούσε ο παπα-Γιάννης την καμπάνα για το σπερνό, εγιάγερνε και ο πατέρας απ’ όξω. Κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, μα πάντα με το χαμόγελο στα χείλια. Μας αγκάλιαζε έναν-έναν
και μας φιλούσε, ρωτώντας μας πώς επεράσαμε τη μέρα. Τέτοιος άνθρωπος ήτανε ο κύρης μου, φρόντιζε να μη μας λείπει πράμα. Όλα τα καλά του Θεού τα είχαμε. Λίγο έξω από το χωριό είχαμε και ένα στάβλο. Τότε όλοι στο χωριό είχανε το στάβλο με τα ζώα τους.
Είχαμε και εμείς τις αίγες
μας, τσι** όρνιθές μας, τα κουνέλια μας και ένα γαϊδουράκι. Πηγαίναμε κάθε μέρα και κόβαμε χόρτα από το λιβάδι για να ταΐσουμε τα ζωντανά ή τα παίρναμε και τα βόσκαμε μαζί με τη μάνα μου.
Α, η μάνα μου! Εδά που την ανεστορούμαι, θα σου πω ένα πράμα που το ξέραμε μόνο τα κοπέλια. Αυτή ήταν ο αρχηγός και φρόντιζε
για όλα. Ήταν αυστηρή με εμάς και ο λόγος της συμβόλαιο. Ο πατέρας δεν έκανε τίποτα χωρίς να ζητήξει τη γνώμη της και αυτή είχε πάντα τον τελευταίο λόγο.
Από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια θυμούμαι ότι μαζευόμασταν κάθε μεσημέρι με τα αδέλφια μου στον ξύλινο οντά και παίζαμε,
γελούσαμε και δεν αφήναμε άθρωπο στη γειτονιά να ησυχάσει, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η μάνα μας με την παντόφλα στη χέρα για
να βάλει τάξη και να μας επιβάλει να κάνουμε ησυχία. Όντε γίνηκα έξι χρονών, με πήρε η μάνα μου από τη χέρα να με πάει στο σκολειό με το ζόρε, για να γενώ άθρωπος. Τσι πρώτες μέρες δε μου άρεσε καθόλου, έκλαιγα και δεν ήθελα να πάω. Μετά όμως σιγά-σιγά άλλαξα μυαλά. Σηκωνόμουν πρωί-πρωί και περίμενα στολισμένη στην εξώπορτα τα παιδιά της γειτονιάς για να πάμε στο σκολειό. Σε
αυτό, βέβαια, έβαλε το χεράκι της και η δασκάλα μου, που την πρώτη μέρα μου ’δωσε μια σοκολάτα για να με καλοπιάσει. ΄Ετσα πράμα δεν
είχα ματαδεί. Την άνοιξα, έκοψα ένα κομμάτι και το έφαγα και την υπόλοιπη τη φύλαξα για το σπίτι.
Να μη στα πολυλογώ, οι μέρες περάσανε και ήρθε το μαύρο σαράντα και η γερμανική Κατοχή. Κομβόι ολόκληρο Γερμαναράδες ήρθανε στο χωριό και κάνανε κατοχή. Το σκολειό έκλεισε κι εγώ, άνε τα λέω καλά, πήγαινα στη δευτέρα δημοτικού. Δύσκολα χρόνια και πολλά πράγματα αρχίξανε να λείπουν από τη φαμίλια μας. Τον πατέρα μου τον είχανε πάρει οι Γερμανοί μαζί με άλλους χωριανούς στα έργα που έκαναν και το βάρος της οικογένειας έπεσε στη μάνα, που ανέλαβε και τις εξωτερικές δουλειές, στα μεγαλύτερα αδέρφια μου και σε μένα. Βοηθούσα λοιπόν κι εγώ, πηγαίνοντας στα χωράφια μαζί με τους υπόλοιπους. Τον χειμώνα στο μάζεμα των ελιών, το καλοκαίρι στον τρύγο. Εμείς φυτεύαμε το μποστάνι με λαχανικά για να έχουμε στο σπίτι μας, αν και τις περισσότερες φορές μάς τα έπαιρναν οι Γερμανοί. Τσι πιο πολλές φορές πήγαινα με τη μάνα μου στα χωράφια και μαζεύαμε χόρτα, χοχλιούς, βρούβες και ό,τι άλλο βρίσκαμε για να έχουμε στο τσικάλι. Ένα πρωί ήρθανε γερμανοί στρατιώτες και πήραν τη μάνα μου, αναγκάζοντάς τη να τους δώσει τσι αίγες μας. Αχ, πώς έκλαιγε και τους παρακαλούσε, αλλ’ αυτοί το χαβά τους! Στο τέλος, ένας Γερμανός τής έβαλε το όπλο του στο κούτελο και τη διέταξε να σωπάσει. Πείνα τότε και των γονέων.
Όλα τα ’παιρναν οι τρισκατάρατοι! Μα πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η απελευθέρωση. Σαν να ήταν χθες θυμούμαι τον παπα-Γιάννη να χτυπά την καμπάνα της εκκλησιάς. Πότε γέμισε το χωριό σημαίες…ούτε που το κατάλαβα. Την άλλη μέρα ήρθε και ο πατέρας μου με τους υπόλοιπους χωριανούς, ελεύθεροι πια. Τον άλλαξε ο πόλεμος, άσπρισαν τα μαλλιά του, ήταν όμως ζωντανός – δόξα σοι ο Θεός.
Σιγά-σιγά ξαναφτιάξαμε όσα είχαμε πριν την Κατοχή, πάντα με σκληρή δουλειά.
Δέκα χρονών ήμουνε κι έβγαζα τα ζούμπερα
για βοσκή αμοναχή
μου. Ακούς, Γιαννιώ; Όι εσύ, που δεν κατέχεις ούτε να προπατήξεις στα χωράφια. Το βράδυ τα γυρνούσα στο χωριό και από το γάλα που επόμενε η μάνα μου τυροκομούσε. Κάθε Σάββατο είχαμε λάτρα. Εγώ είχα αναλάβει το πλύσιμο των ρούχων. Η μητέρα έβαζε τη σκάφη στην αυλή και ένα σκαμνάκι και πάνω του ανέβαινα κι έπλενα τα ρούχα, αφού δεν υπήρχαν τότε πλυντήρια. Το σκολειό δεν μπόρεσα να το τελειώσω, γιατί έπρεπε να δουλέψω. Έτσι κυλούσε η ζωή μου για αρκετά χρόνια: σπίτι, χωράφια και ξανά σπίτι.
Μοναδική μας διασκέδαση ήταν το πανηγύρι τσι έξι του Τρυγητή που γιόρταζε η εκκλησία του χωριού. Γινότανε τότε γλέντι τρικούβερτο στην πλατεία, όπου πηγαίναμε και εμείς οι κοπελιές πάντα με συνοδεία του κύρη μας ή των αδερφών μας. Άλλες φορές πάλι, όταν γινότανε κανένας γάμος και μας εκαλούσανε, πηγαίναμε εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός, εκπρόσωποι της φαμίλιας μας. Αυτή ήταν και εμάς η διασκέδασή μας. Δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις ούτε κινητά που έχετε εσείς σήμερα και τρώτε την ώρα σας. Οι άντρες πηγαίνανε στο καφενείο τα απογέματα και παίζανε πρέφα. Μια φορά ο αδερφός μου έφερε στο σπίτι το λουκούμι που κέρδιξε, τυλιγμένο στο χαρτί, για να μου το δώσει. Εμείς οι κοπελιές κάναμε τσι «βεγγέρες»*
Ίντα πράμα ήτανε οι βεγγέρες, γροίκα να μαθαίνεις. Τα βράδια του
χειμώνα μαζευόμασταν στα σπίτια της γειτονιάς, κάθε φορά και σ’ άλλο, και πλέκαμε ή κεντούσαμε την προίκα μας κουτσομπολεύοντας τσι νιους. Όσες είχανε στημένο αργαλειό υφαίνανε κιλίμια, χαλιά και κουβέρτες για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Πέρασαν τα χρόνια και, όταν έγινα δεκοχτώ, ερωτεύτηκα τον παππού σου, το Γιάννη, που ήτανε συγχωριανός μου και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Εκείνα τα χρόνια, οι παντριγιές στο χωριό γίνονταν με συνοικέσιο. Έπρεπε, λοιπόν, να βρούμε έναν τρόπο
να γίνει ο αρραβώνας χωρίς να τσατιστεί ο κύρης μου, γιατί θα μ’ έβγανε όξω. Έτσι σκεφτήκαμε να ζητήσουμε από τη θεια μου, την Κατίνα, που με αγαπούσε και δεν μου χαλούσε χατίρι, να προξενέψει τον παππού σου στον πατέρα μου. Ένα βράδυ, λοιπόν, μας εχτύπησε την πόρτα και ζήτηξε τον κύρη μου να του μιλήσει. Μπήκανε
μέσα στη σάλα και μιλούσανε πολλή ώρα. Μετά βγήκε ο πατέρας μου και μου είπε ότι με αρραβώνιασε με το Γιάννη. «Άντε και καλά στέφανα», μου είπε και εγώ κοκκίνισα σαν την παπαρούνα. Είπε
όμως στην προξενήτρα να έρθουν να με ζητήσουν επίσημα. Η φαμίλια του παππού σου συμφώνησε και ένα βράδυ ήρθανε στο σπίτι
μας να φέρουν το «σημάδι», το οποίο ήταν το δαχτυλίδι του αρραβώνα. Ο γάμος έγινε γρήγορα και στο γλέντι που ακολούθησε είχε προσκληθεί όλο το χωριό. Δουλέψαμε και οι δυο σκληρά, ώστε να
μπορέσουμε να στήσουμε το σπιτικό μας. Αχ, πόσες δυσκολίες συναντήσαμε τα πρώτα χρόνια που ήμασταν παντρεμένοι, όμως δεν
απογοητευτήκαμε, αφού είχαμε για στήριγμα ο ένας τον άλλο. Λίγο αργότερα γέννησα το πρώτο μου παιδί, με αποτέλεσμα τα έξοδα να
πληθύνουνε. Για να δουλεύουμε κι οι δυο αναγκαζόμουν να αφήνω
το παιδί στην πεθερά μου όλη την ημέρα που δούλευα στα χωράφια, μόνη πολλές φορές, αφού ο παππούς σου δούλευε μεροκάματο στο νταμάρι. Όταν τέλειωνα τη δουλειά, έπαιρνα το παιδί στο σπίτι
και μετά έπρεπε να μαγειρέψω στο τζάκι, να πλύνω τα ρούχα στη
σκάφη, να τα απλώσω και να συγυρίσω το σπίτι. Πήγαινα για ύπνο αργά το βράδυ και την επόμενη μέρα έπρεπε να σηκωθώ από τα χαράματα για να τα προλάβω όλα. Τα χρόνια πέρασαν και έφερα στον κόσμο τη θεια σου, τη Μαρία, τη μάνα σου και το μικρότερο θείο σου, το Μιχάλη, που τους μεγάλωσα με πολλή αγάπη και φροντίδα.
Ήθελα να είναι πάντα καθαρά και περιποιημένα και να μην τους λείπει το φαγητό από το τραπέζι.
Καθώς περνούσανε τα χρόνια και μεγάλωναν, άρχισαν να πηγαίνουνε στο σχολείο και τα βοηθούσα όπως μπορούσα. Να σου πω
εδά ένα περιστατικό που το θυμούμαι και γελώ. Ο μπάρμπας σου, ο Μιχάλης, δεν ήθελε το σκολειό. Η μάνα σου, που της αρέσανε τα
γράμματα, τον έσερνε κάθε πρωί με το ζόρι. Τον τραβούσε από τη χέρα και αυτός τσίτωνε τα πόδια και δεν έκανε βήμα. Τσι πιο πολλές φορές τση ξέφευγε και γλακούσε στα περβόλια και στα μποστάνια, μέχρι να περάσει η ώρα και να γυρίσει μετά στο σπίτι. Τσι Κυριακές
βάζαμε τα καλά μας όλοι και πηγαίναμε στην εκκλησία για τον απαραίτητο εκκλησιασμό μια που ο παππούς ήτανε και επίτροπος.
Με τούτα και με κείνα πέρασαν τα χρόνια και η θεία σου, η μάνα σου και οι θείοι σου σπουδάσανε, παντρεύτηκαν και έκαναν δική τους οικογένεια. Εγώ και ο παππούς σου συνεχίσαμε να βοηθούμε όπως μπορούσαμε, μέχρι που ήρθε το πρώτο μεγάλο χτύπημα.
Αρρώστησε ο παππούς σου, ο Γιάννης, και για δυο χρόνια μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο στο Ηράκλειο. Εδώ οι γιατροί μάς είπανε να τονε πάμε στην Αθήνα για να κάνει εγχείρηση. Το θυμάμαι και βουρκώνω. Σηκωθήκαμε, λοιπόν, και πήγαμε, ο παππούς σου έκανε την
εγχείρηση και για ένα χρόνο ήταν καλά, μέχρι που η αρρώστια μάς
ξαναθυμήθηκε. Τι εποχές και κείνες! Εγώ στάθηκα κοντά του, φροντίζοντάς τον, δίνοντάς του κουράγιο να παλέψει και να βγει νικητής
από τη δύσκολη μάχη που έδινε για τη ζωή του. Προσευχόμουν καθημερινά να περάσει και αυτό. Όμως, ένα πρωινό του Γενάρη του ’99, έφυγε, αφήνοντάς με ολομόναχη. Πώς με σημάδεψε αυτό σε όλη μου
τη ζωή! Δεν μπόρεσα να το δεχτώ και να το ξεπεράσω ποτέ. Πάντα τονε θυμάμαι και μου λείπει. Ευτυχώς είχα στήριγμα τα παιδιά μου,
που μου συμπαραστάθηκαν και δε με άφησαν ποτέ μόνη – δόξα τω Θεώ. Κι εγώ όμως αφοσιώθηκα σε αυτά. Είδα να γεννιούνται τα εγγόνια μου και ήμουν εκεί στις χαρές τους. Αχ, πόσο στεναχωριέμαι
που έφυγε ο παππούς σας τόσο πρόωρα και δεν προλάβατε να τονε γνωρίσετε.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, ο πόνος από το χαμό του παππού απάλυνε. Ένα πρωινό, όμως, ήρθε το δεύτερο ξαφνικό χτύπημα…
πέθανε ο μπάρμπας σου, ο Παναγιώτης. Παναγιά μου, δεν αντέχω να το θυμάμαι! Όταν ήρθε η μάνα σου και μου το ’πε, μου κόπηκαν τα
γόνατα. Γιατί το παιδί μου; Γιατί; Ήταν νέος ακόμα, είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Γροίκα να κατέχεις, κορίτσι μου, δεν υπάρχει χειρότερο
πράγμα από μια μάνα να χάνει το παιδί της! Όχου, αυτό το πράμα δεν το ξεπέρασα ποτέ! Ο χαμός του παιδιού μου με σημάδεψε. Και
μετά από αυτό, Γιαννιώ, δεν είχα όρεξη για τίποτα. Κλείστηκα στο σπίτι μου και η μοναδική έξοδος ήταν να πηγαίνω στα χωράφια ή να
έρχομαι σε σας για να σας βοηθήσω, αφού πηγαίνανε οι μανάδες σας στις δουλειές τους.
Σήμερα, η ζωή είναι εντελώς διαφορετική από την εποχή που ήμουν κι εγώ νια. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Έχουν άλλα ενδιαφέροντα και πολλές φορές δεν μπορώ να τους καταλάβω. Σα να μην
έφτανε αυτό, ήρθε και η κατάσταση αυτή που ζούμε με την πανδημία και δε μπορώ ούτε να έρχομαι να σας βλέπω. Αν είναι δυνατόν! Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Μην έρχεστε να με βλέπετε, εγώ θα σας παίρνω τηλέφωνο, εντάξει; Να είστε καλά, να έχετε υγεία,
ν’ αγαπάτε και να προσέχετε ο ένας τον άλλον. Όλα τ’ άλλα θα έρθουνε μόνα τους.
Όμως, κοπελιά μου, όσο δύσκολα και αν πέρασα, δεν παραπονιέμαι. Μα να, μωρέ, απλά ήθελα να ζούσε και ο θείος σου. Κατέχω το,
βέβαια, ότι θα τον προσέχει ο παππούς σου και δε σεκλετίζομαι.
Να σε τρατάρω εδά και μια μαντινάδα που μου ’ρθε στο νου. Γροίκα τη:
Μια μελωδία η ζωή για σένανε γραμμένη, να ’σαι καλά σού εύχομαι και πάντα ευτυχισμένη!
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΔΥΣΚΟΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΓΚΑΛΑΚΗ
Πηγή: Ομφαλός της γης