Ο φετφάς ανεγνώσθη καί αμέσως οι γενίτσαροι ήρχισαν τήν σφαγήν. Αυτήν τήν φοράν δέν περιωρίσθησαν εις τά επιφανέστερα πρόσωπα καί εις εκείνους πού συνελάμβαναν εις τούς δρόμους. Ερρίφθησαν κατά τών σπιτιών. Θύραι καί παράθυρα ισογείων κατερρίπτοντο μέ τσεκούρια καί οι μαινόμενοι γενίτσαροι συνελάμβαναν τούς ενοίκους, έσφαζαν τούς άνδρας καί ηχμαλώτιζαν τάς προτιμωμένας γυναίκας καί τά παιδιά, ωσάν νά ευρίσκοντο εις πόλεμον καί νά κατέκτησαν εχθρικήν πόλιν, όπου είχεν επιτραπή εις κάθε στρατιώτην ν’ αποκομίση καί έμψυχον λείαν.
Τά εργαστήρια τών τεχνιτών, τά εμπορικά καταστήματα καί τά σπίτια διηρπάγησαν. Ο γνωστός εις τήν πόλιν διά τά φιλάνθρωπα αισθήματά του βαθύπλουτος Κασσίμ αγάς επροσπάθησε νά προστατεύση ογδοήντα άτομα πού κατέφυγαν έντρομα εις τό σπίτι του, αλλ’ οι γενίτσαροι επήγαν καί εκεί, εισήλασαν εις τό καταφύγιον, εκατάβασαν τά θύματά των εις τόν δρόμον καί τά έσφαξαν πρό τής θύρας τού αγά.
Τά διαδραματισθέντα ήσαν απερίγραπτα. Απέσπασαν από τήν αγκάλην μιά γυναικός, ανηκούσης εις τήν οικογένειαν τών Λευθεραίων, τά δύο της αγόρια καί τά κατέσφαξαν εμπροστά της. Απήγαγαν από αυτό τό διοικητήριον τόν διερμηνέα τού πασσά καί γραμματέα του Αποστολάκην καί τόν κατέσφαξαν μαζί μέ τόν επιφανή Χανιώτην Σταυρουλάκην Σομαρρίπαν καί έσυραν τά πτώματά των εις τούς δρόμους. Συνέλαβαν καί μετέφεραν εις τήν φυλακήν ανυποδήτους τόν επίσκοπον Κυδωνίας καί Αποκορώνου Καλλίνικον Σαρπάκην καί τόν διάκον του Αρτέμιον. Εφυλάκισαν καί εβασάνισαν μέ διαφόρους τρόπους τούς ηγούμενους τών μονών Γωνιάς καί Γουβερνέτου καί πολλούς άλλους κληρικούς καί λαϊκούς. Αι εκκλησίαι διηρπάγησαν καί εβεβηλώθησαν.
Εις τριακοσίους περίπου υπελογίσθησαν οι κρεουργηθέντες εντός τής πόλεως κατ’ εκείνην τήν ημέραν. Εις τό Ακρωτήρι εσφάγησαν, καταληφθέντες εις τόν δρόμον, επτά μοναχοί φεύγοντες από τήν μονήν τού Γουβερνέτου πρός τήν τής Αγιάς Τριάδος διά νά κρυβούν. Ο διάκος Γαλακτίων Ψαρομήλιγγος εκ τού Πελεκάνου τού Σελίνου κατεδιώκετο από ομάδα εφίππων γενιτσάρων. Ο ένας από αυτούς τόν κατέφθασεν επί τέλους, ενώ οι άλλοι εφώναζαν:
– “Ζωντανό μωρέ τόν παπά!”.
Τότε ο διάκος πού ήτο, ευτυχώς δι’ αυτόν, ένοπλος, είχε τήν ψυχραιμίαν κατά τήν κρίσιμον στιγμήν νά πέση κατά γής καί νά υποκριθή τόν αποκαμωμένον, καί όταν επλησίασε ο διώκτης του, ύψωσε τό όπλον του καί τόν επυροβόλησε καί τόν έρριψε νεκρόν από τό άλογό του. Έως ότου συνέλθουν από τήν κατάπληξιν οι άλλοι γενίτσαροι, ο διάκος ήρχισε νά τρέχη πρός τήν ανωφέρειαν καί κατόρθωσε νά φθάση σώος εις τό Σέλινον.»
Διονύσιος Κόκκινος – Ιστορία τής Επανάστασεως τού 1821