Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης μέλος της ΠΑ.Ε.ΔΗ. και ΜΜΕ
Το Οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη είναι σε υψόμετρο 1450 μέτρων περίπου και απέχει από τα Ανώγεια τέσσερις ώρες και από τα Βορίζα περίπου μια ώρα απόσταση με τα πόδια.
Από το 1940 κι όλας ήταν σχεδόν σίγουρο, πως επειδή οι Γερμανοί θα είχαν αδιαμφισβήτητα υπεροχή από αέρος στην Κρήτη, οι κύριοι στόχοι τους θα ήταν τα μεγάλα αεροδρόμια, και ότι επίσης θα προσπαθούσαν να προσγειώσουν δυνάμεις κάπου αλλού εσωτερικά στο νησί, και ένα μέρος απ’ αυτά ήταν και το μεγάλο Οροπέδιο της Νίδας στο Ψηλορείτη.
Ένας απ’ αυτούς που οργάνωσε ντόπιες ομάδες ανταρτών για να πολεμήσουν τους εισβολείς και να αποτρέψουν τον σχεδιασμό τους ήταν και ο Τζών Πέντελμπερυ.
Τις ομάδες που διοργάνωσε αποτελούντο, από τα εναπομείναντα υπερήλικα άτομα από τα γύρο χωριά του Ψηλορείτη, καθώς και από τους τραυματίες που είχαν γυρίσει από τον Αλβανικό πόλεμο και μπορούσαν να φέρουν όπλα.
Υπάρχει η μαρτυρία του Εμμανουήλ Ζαχ. Ζαχαριουδάκη ή Ντουϊντομανώλη από τα Βορίζα, που και αυτός συμμετείχε ενεργά στις συγκεκριμένες ομάδες, αφού εκείνες τις ημέρες είχε γυρίσει στα Βορίζα από τον Αλβανικό πόλεμο σαν τραυματίας που ήταν, που είχε τραυματιστεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
Προσωπικά είχα ακούσει από τον Εμμανουήλ Ζαχ. Ζαχαριουδάκκη ή Ντουϊντομανώλη, πως ο Πέντελμπερυ είχε πάει στα Βορίζα και απευθύνθηκε στον Πρόεδρο των Βοριζών, για να μαζέψει όσα άτομα μπορούσαν να φέρουν όπλα για τον συγκεκριμένο σκοπό, όπως και έγινε.
Να κάνουμε μια παρένθεση και να πούμε πως, όπως μας αναφέρει η Imogen Grundon αρχαιολόγος και ιστορικός, ο Τζών Πέντελμπερυ (1904-1941) ο ”Κρητικός Λώρενς, σκοτώθηκε κατά τις πρώτες ημέρες της γερμανικής κατοχής της Κρήτης, ενώ οργάνωνε ντόπιες ομάδες ανταρτών για να πολεμήσουν τους εισβολείς.
Παρότι δεν ήταν εκπαιδευμένος στρατιώτης, ο Πέντελμπερυ επιλέχθηκε για τον συγκεκριμένο σκοπό εξαιτίας της ολοκληρωμένης γνώσης του της Κρήτης, των ανθρώπων της και της γλώσσας τους, γνώση που αποκτήθηκε μέσα από τα χρόνια της αρχαιολογικής του εμπειρίας στο νησί.
Στα 1928-35 η αθλητική του κράση και η όρεξή του για περιπέτεια τον είχαν ωθήσει στην περιήγηση ολόκληρης της Κρήτης προς αναζήτηση αρχαιολογικών θέσεων.
Ως Επιμελητής στην Κνωσσό (1929-34) διετάχτηκε (μετά τον Ντάνκαν Μακένζη) τον Σέρ Άρθουρ Έβανς, ενώ στο διάστημα 1936-39 ανέσκαψε το Καρφί.
Το πάθος του για τον αρχαίο κόσμο τον είχε οδηγήσει στην Αίγυπτο όπου στα 1930-36 υπήρξε Διευθυντής των ανασκαφών στην Αμάρνα (αρχαία Ακετάτεν), την πόλη του αιρετικού Φαραώ Ακενάτεν και της βασίλισσας του Νεφερτίτης.
Ως φοιτητής του Καίμπριτζ, στα μέσα της δεκαετίας του 1920 κέρδισε αθλητική διάκριση συναγωνιζόμενος σπουδαίους συγχρόνους του.
Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Πέμπρουκ με άριστα στις κλασικές Σπουδές και την Αρχαιολογία.
Ενώ κατά τον Εμμανουήλ Ζ. Ζαχαριουδάκη ή Ντουϊντομανώλη, ο Πέντελμπερυ ήταν τυφλός από το αριστερό του μάτι και όπως ο ίδιος του είχε εκμυστηρευτεί, τυφλώθηκε όταν ήταν περίπου δύο χρόνων.
Από τότε και μετά φορούσε πάντοτε ένα γυάλινο μάτι, που του έγινε τόσο φυσικό, που συχνά περνούσε απαρατήρητο.
Σχετικά με το γυάλινο μάτι μα πληροφορεί και η Imogen Grundon: ”Ο Τζών γινόταν όλο και πιο επιδεικτικός και είχε αποκτήσει τη συνήθεια να φοράει ένα μονόκλ πάνω από το γυάλινο μάτι του οποτεδήποτε πηδούσε στο άλμα εις ύψος, κερδίζοντας το παρανόμι στον αθλητικό τύπο ως ο ”αθλητής του άλματος εις ύψος με το μονόκλ”.
Για τα πάρτι και τους χορούς φορούσε ένα κάλυμμα του ματιού, που του προσέδιδε μια διακριτική πειρατική εμφάνιση.
Αν και αυτό φαινόταν απλώς εκκεντρική επιτήδευση, συγκάλυπτε επιτυχώς το γυάλινό του μάτι.
Πολλοί ακόμη κι από τους στενότερους φίλους του αντιλήφθηκαν μόνο χρόνια αργότερα ότι το μάτι ήταν στην πραγματικότητα ψεύτικο.
Είχενε εκμυστηρευτεί ακόμη στον Ντουϊντομανώλη ότι, ενώ ήταν αρραβωνιασμένος την Χίλντα, ανέλαβε η ιδία με δικά της έξοδα και του έφτιαξε ένα καινούριο γυάλινο μάτι, γράφοντας στην εσωτερική αυτού επιφάνεια, το όνομα της.
Τις ομάδες λοιπόν που συγκέντρωσε ο Τζών Πέντελμπερυ, γύρο από τα χωριά του Ψηλορείτη, τις έφερε εδώ στο Οροπέδιο της Νίδας.
Πριν όμως τις φέρει, πάλι κατά την Imogen Grundon, στάλθηκαν στο Οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη, ο Λοχαγός Τζάκ Χάμσον και ο Τέρενς Μπρούς Μίτφορντ για να εξετάσουν την πιθανότητα προσγείωσης εχθρικών αεροσκαφών εκεί.
Έκαναν μια σύντομη περιληπτική αναφορά, που οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι, αν και η πρόσβαση και οι επικοινωνίες ήταν δύσκολες, υπήρχαν τρεις κατάλληλοι διάδρομοι προσγείωσης στο Οροπέδιο – ο καθένας περισσότερο από 900 μέτρα μακρύς.
Ήταν όλοι στην ανατολική πλευρά, όπου το αμμώδες χώμα ήταν αξιοσημείωτα επίπεδο και καλυπτόταν από κοντό ανοιξιάτικο γρασίδι με πολύ λίγες σκόρπιες πέτρες τριγύρω.
Όμως η δυτική πλευρά ήταν σπαρμένη με θάμνους και βραχώδες προεξοχές, έτσι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Επίσης στην ανατολική πλευρά παρατήρησαν γλώσσες τύρφης οι οποίες υψώνονταν ανάμεσα στους χαμηλούς βραχώδεις κάβους, όπου το αεροσκάφος μπορούσε να κρυφτεί λαθραία κάτω από δίκτυα καμουφλάζ.
Υπήρχε δε παροχή άφθονου νερού από την πηγή κάτω από την Εκκλησία της Αναλήψεως.
Ήταν βέβαια δύσκολο για οποιαδήποτε αξιοσημείωτη δύναμη να φύγει από εκεί εύκολα ή γρήγορα, αλλά θα μπορούσε να παράσχει μια ευκαιρία για προσεδάφιση εφοδίων και ανεφοδιασμό για νέες επιθέσεις σε πολύ πιο σημαντικούς στόχους.
Στη συνέχεια ο Τζών Πέντελμπερυ έστειλε τις ομάδες που είχε συγκεντρώσει από τα γύρω από τον Ψηλορείτη χωριά στην Νίδα, με τους Λοχαγούς Τζάκ Χάμσον και Τέρενς Μπρούς Μίτφορντ να σκορπίσουν βράχους στη επιφάνεια της, για να εμποδίσουν την προσγείωση αεροπλάνων.
Ο Τζάκ Χάμσον δεν ήταν ευτυχής που αυτός και ο Μπρούς Μίτφορντ είχαν τοποθετηθεί πάνω από τον Τζών.
-” Θεωρούσα τον εαυτό μου, απλώς χέρι του και αντιπρόσωπό του, οποιαδήποτε άποψη μπορεί να έχει η εξουσία για τους βαθμούς μας.
Ήταν αυτός, τον οποίο πήγα να δω στο Ηράκλειο στις 16 Μαϊου πριν ανέβω στα βουνά – ήταν μία πράξη σχεδόν απίστευτης αναίδειας και ανοησίας εκ μέρους της εξουσίας να μας στείλει πάνω από το κεφάλι του – και όμως παρά την απογοήτευσή του και την αίσθηση της απρέπειας, έθεσε στη διάθεση μου όλους τους πόρους του.
Εξ αιτίας της γνώσης του, της δύναμής του, και στο όνομα του κατόρθωσα να κάνω στα βουνά οτιδήποτε κατάφερα.
Και το όνομά του ήταν πράγματι αυτό που επικαλούμαστε σε εκείνα τα βουνά. ”Στάλθηκα από τον κύριο Τζών, ο κύριος Τζών λέει, ο κύριος Τζών προτείνει, ο κύριος Τζών χρειάζεται”: Αυτά ήταν τα σίγουρα συνθήματά μου. Αν και ήταν απών, ήταν πάνω στη δύναμή του που βασιζόμουν, και περισσότερο παρών είτε απών, ήταν αυτός στον οποίο ενστικτωδώς στρεφόμουν για καθοδήγηση και για έμπνευση, ή μάλλον σε αυτό το φάντασμα ή την ιδέα του Τζών που μεγαλοποιημένη στο μυαλό των ανδρών μεγάλωνε και σε μένα επίσης πάνω σε κείνα τα βουνά.
Ήταν βασικά η δουλειά του, η καθαυτήν εργασία του, την οποία κατά τύχη ή από στροφή της τύχης εκαλούμουν να εκπληρώσω, και την οποία προσπάθησα να εκπληρώσω βασικά ως δική του.
Ήταν αυτός που προταρχικά δεσμεύτηκε σε εκείνους τους άνδρες. Ήταν εξ αιτίας του ονόματός του ως αρχηγού, που αυτοί με υπάκουαν.
Εγώ ήμουνα γι αυτούς ένας τυχαίος ξένος. Αυτός είχε ζήσει μαζί τους και τους γνώριζε. Ήταν στην ηχώ της φωνής του που άκουγαν και μπορούσαν να απαντήσουν. Και που υπήρχε στη φωνή μου αυτή η ηχώ είμαι περήφανος και χαρούμενος”.
Το σκόρπισμα λοιπόν των βράχων στο Οροπέδιο της Νίδας γινόταν καθημερινώς, μέχρι και έληξε ο πόλεμος και παρεδόθηκε η Κρήτη στους Γερμανούς.
Πριν φύγομε όμως από το Οροπέδιο της Νίδας να πούμεν ότι κατά την Imogen Grundon ο Τζάκ Χάμσον είχε γίνει καλός φίλος του Τζών και ήταν στον Τομέα Δ, ο οποίος, ως παρακλάδι της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SIS), είχε πρόσφατα συγχωνευτεί με τη Στρατιωτική Κατασκοπεία (MI(R) για να γίνει SO2 (Ειδικές Αποστολές 2), εν αγνοία των πρακτόρων στο πεδίο.
Επίσης να επισημάνουμε, πως η αναχώρηση της Κρητικής Μεραρχίας στο Αλβανικό Μέτωπο είχε αφήσει την Κρήτη μάλλον πιο τρωτή από ότι ήταν επιθυμητό.
Αν και κάποια πρόσθετα στρατεύματα μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, αυτά, όπως η Μονάδα των Καταδρομέων, δεν είχαν αρκετό εξοπλισμό για να κάνουν σημαντική διαφορά στην πραγματική άμυνα.
Η ιδέα του Τζών ήταν πάντοτε να εξοπλίσει τους ίδιους τους Κρητικούς και είχε ζητήσει κατ’ επανάληψη περίπου δέκα χιλιάδες τουφέκια να σταλούν στην Κρήτη γι’ αυτό το σκοπό, και να δημιουργήσει με τους άνδρες του μία εφεδρική μεραρχία.
Τα αιτήματά του φάνηκαν ότι έπεσαν σε κουφά αυτιά και μέρος της αιτίας γιατί τα αιτήματά του που δεν ικανοποιήθηκαν ήταν πως τα εργοστάσια όπου κατασκευάζονταν τα τουφέκια, είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές στο βομβαρδισμό της πόλης Κόβεντρυ (Coventry) και, παρ’ όλο που περίπου τρεις χιλιάδες τουφέκια στάλθηκαν στην Κρήτη από την Αμερική, αυτά δεν έφθασαν στον Τζών.
Επανερχόμενοι στο Μεγάλο Οροπέδιο της Νίδας, μετά που ήρθε το σήμα να αποχωρήσουν λόγω της παράδοσης της Κρήτης στους Γερμανούς, όλοι έφυγαν για τα χωριά τους, ενώ ο Τζάκ Χάμσον ακολούθησε τους Βορζανούς και την Νότια διαδρομή.
Μόλις έφθασαν στα Βορίζα ο Ντουϊντομανώλης πρότεινε στον Τζάκ Χάμσον να τον κρατήσει στο χωριό.
Αυτός δεν το δέχτηκε, απεναντίας του είπε να τον πάρει μαζί του στην Αφρική, όπου είχε σκοπό να φθάσει.
Αλλά ούτε και αυτό έγινε και γι’ αυτό ο Τζάκ Χάμσον έφυγε από τα Βορίζα με τον ατομικό του οπλισμό και τον ατομικό του σάκο, ακολουθώντας την Νότια διαδρομή.
Όπως αργότερα έγινε γνωστό, ο Τζάκ Χάμσον έφθασε στα Πιτσίδια όπου βρήκε τον ”Γερώνυμο” που είχε ένα καϊκι και του πρότεινε:
”Γερώνυμε, βάλε το καϊκι μπροστά να φθάσουμε στην Αφρική, να σωθείς και εσύ και εγώ και πολλοί άλλοι!!”.
Αλλά ούτε αυτό έγινε και ο Τζάκ Χάμσον γύρισε προς στη Μεσσαρά και απ’ ότι λεγόταν αργότερα, τον είδαν να περιπλανάται προς το Βορριανό Χάνι.
Το σίγουρο όμως είναι κατά την Imogen Grundon ότι, ο Τζάκ Χάμσον αιχμαλωτίστηκε, αφού ήταν ανάμεσα σε εκείνους που έμειναν πίσω είτε λόγω των τραυματισμών τους, είτε λόγο της έλλειψης μεταφορικών μέσων και πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου ως αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στην καρδιά της γερμανο-κατακτημένης Ευρώπης.
Ευτυχώς οι Γερμανοί δεν είχαν καμία ιδέα για την σύνδεση του με το Τζών Πέντελμπερυ ή τον Τομέα Δ και δεν διέτρεχε κίνδυνο.
Ο Τζάκ Χάμσον εντυπωσιάστηκε βαθιά από τον Τζών Πέντελμπερυ και πίστευε ότι μπορούσε να είχε κατορθώσει τόσα πολλά αν του δίνονταν περισσότερες ευκαιρίες να θέσει τις ιδέες του σε πράξη.
Γράφοντας ως αιχμάλωτος πολέμου ο Χάμσον αναφερόταν στο Τζών ως Ντάνκαν(Duncan) για λόγους ασφαλείας.
”Ο Τζών ήταν τόσο υπέροχος άνδρας που σχεδόν είναι ασυγχώρητος ότι δεν έχει επιτύχει αυτή τη μεγαλοσύνη αδιαμφισβήτητα και αποτελασματικά. Αλλά ανέχτηκε να τίθεται κάτω από ταξιάρχους και άλλους παρομοίους, επέτρεψε στον εαυτό του να ανακαλείται στο Αρχηγείο και να αναλαμβάνει την ευθύνη του φροντιστή διαχείρισης πολεμικών εφοδίων, να γίνεται το παιδί για τα θελήματα ενός αστείου συνταγματάρχου (Σάϋμονς) που ήταν επικεφαλής μιας μονάδας καταδρομέων (μιας μονάδας που, κάτω από αυτή τη διοίκηση, ο Θεός να την βοηθήσει)”.
Ο Τζών Πέντελμπερυ σκοτώθηκε στην δυτική μεριά του Ηρακλείου, κοντά στην Χανιόπορτα, ενώ έδινε σκληρή μάχη ενάντια των Γερμανών.
Οι Γερμανοί που σκότωσαν τον Τζών συνέλαβαν ένα Άγγλο στρατιώτη με κρητικά ρούχα και χωρίς κάποιο αναγνωριστικό σημάδι.
Η Αριστέα Δροσουλάκη έλεγε πως είδε τους Γερμανούς να στήνουν τον Τζών σ’ ένα τοίχο και να του κάνουν τρεις φορές μια ερώτηση την οποία μάλλον αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει.
Τρεις φορές απάντησε ”όχι”. τον διέταξαν να σταθεί προσοχή και έπειτα άνοιξαν πυρ.
Χτυπήθηκε στο κεφάλι και το σώμα και έπεσε.
Μετακατοχικά, όπως διηγείτο πάλι ο Ντουϊντομανώλης, είχενε έλθει στην Κρήτη η γυναίκα του Τζών Πέντελμπερυ, η Χίλντα και έψαχνε τον τάφο του Τζών, προσφέροντας σε όποιο την βοηθήσει να τον βρει, ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό, με μοναδικό στοιχείο αναγνώρισης, το γυάλινο του μάτι.
Επίσης λεγόταν στην Κρήτη ότι όλος ο κόπος που έκαναν οι Γερμανοί για να βρουν το πτώμα του Τζών οφειλόταν στο ότι ο Χίτλερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί μέχρι να πάρει το γυάλινο μάτι του Τζών στο Βερολίνο ως απόδειξη του τελικού θανάτου του.
Τελικά ο τάφος του Τζών Πέντελμπερυ σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό (Συμμαχικό) Πολεμικό νεκροταφείο στη Σούδα, που έχει θέα στον Κόλπο της Σούδας.
Χαραγμένος στον τάφο του είναι ο πρώτος στίχος αυτής της στροφής της ελεγείας Adonais (Αδωναϊς) του Πέρσυ Μπύς Σέλλ (Percy Bysshe Shelley) για το θάνατο του φίλου του Τζών Κήτς (John Keats):
Έχει πετάξει ψηλότερα από τη σκιά της νύχτας μας.
(Hehas outsoared the shadow of our night;)
Ο φθόνος και η συκοφαντία και το μίσος και ο πόνος,
κι εκείνη η αναταραχή που οι άνθρωποι κακώς ονομάζουν χαρά,
Δεν μπορούν να τον αγγίξουν και να τον βασανίσουν ξανά.
Από τη μόλυνση της αργής κηλίδας του κόσμου
Είναι ασφαλής και τώρα δεν μπορεί ποτέ να πενθήσει
Μια καρδιά που έγινε παγερή, ένα κεφάλι που γκρίζωσε μάταια.
Ούτε, όταν το ίδιο το πνεύμα έχει παύσει να πυρώνει,
Και με σβησμένες στάχτες γεμίζουν έν’ άκλαυτο τεφροδοχείο.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήλθε στο Μεγάλο Οροπέδιο της Νίδας η Γερμανίδα γλύπτρια Καρίνα Ρεκ, που αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συμβολικά συγνώμη εκ μέρους όλων των συμπατριωτών της, κατασκευάζοντας τον”Αντάρτη της ειρήνης”.
Ένα εντυπωσιακό και μοναδικό μνημείο που έχει τη μορφή φτερωτού Αγγέλου, μήκους 30 και πλάτος 10 μέτρων, και κατασκευάστηκε από τους βράχους που οι αντάρτες είχαν σκορπίσει στην επιφάνεια του Οροπεδίου για να μην μπορούν να προσγειώνονται τα Γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα.
Ένα μέρος του αριστερού του ποδιού και του χεριού είναι βαθιά μέσα στο χώμα, που συμβολίζουν το δέσιμο του με τη γη.
Η κατασκευή τελείωσε το 1990 και το κόστος του πληρώθηκε εξολοκλήρου από το Γερμανικό Υπουργείο Τουρισμού, που ανήλθε σε 15000 μάρκα.
Η Καρίνα Ρεκ είχε πει εξ αρχής ότι, ”ούτε δραχμή δεν θα διαθέσει Έλληνας για το έργο αυτό, γιατί κάθε μάρκο από συμπατριώτες μου, θα είναι και μια πέτρα λήθης και συγγνώμης που θα επιτρέψει το μεγαλείο της συναδέλφωσης και της ειρήνης.
Το παρόν δημοσίευμα το συνοδεύει μια εντυπωσιακή αεροφωτογραφία του μνημείου, που είναι από τον φωτογράφο Λουκά Χαψή.
Επίσης το συνοδεύουν η φωτογραφία του Τζών Πέντελμπερυ ντυμένος με παραδοσιακή κρητική ενδυμασία, καθώς και η φωτογραφία του Οροπεδίου της Νίδας, βγαλμένη από εμένα τον ίδιο και από το σημείο του Ιδαίον Άντρον και προς Ανατολάς.