Της Ζαμπίας Λαζανάκη*
Λίγο πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας βγάζω έξω τα σκουπίδια.
Σε μια άδεια γειτονιά, σε μια άδεια πόλη.
Στην αρχή δεν τον είχα προσέξει, μέχρι που μου μίλησε.
Είχε σταματήσει το αυτοκίνητο του έξω από το καφενείο και καθόταν μέσα, εκεί στη σιωπή της γειτονιάς.
Ένας γλυκός ηλικιωμένος κύριος, γνωστός καταστηματάρχης του Ηρακλείου.
Με ρώτησε γι΄ αυτές τις μέρες, πως περνάνε, για τα παιδιά, για τις ελιές, για τους μαθητές μου.
Ήθελα να τον ρωτήσω και εγώ τι κάνει τέτοια ώρα μόνος του σε ένα άδειο αυτοκίνητο σε μια άδεια γειτονιά, λάθος ερώτηση σκέφτηκα.
Τι θα ήθελε να κάνει, ήταν η σωστή.
Το επόμενο βράδυ ήταν πάλι εκεί.
Και το μεθεπόμενο.
Κατάλαβα.
Κάθε μέρα έπινε την λεμονάδα του το πρωί, το απόγευμα τον καφέ του σε αυτό το καφενείο.
Κάθε μέρα.
Τη Δευτέρα θα χάζευε τους μικροέμπορους της λαϊκής που έψαχναν αγοραστές στα καφενεία
Την Τρίτη θα συναντούσε τον φίλο του τον Γιώργο.
Την Τέταρτη θα διάβαζε την χθεσινή εφημερίδα μέχρι να μείνει ελεύθερη η φυλλάδα της Τετάρτης
Την Πέμπτη θα έπινε ρακή με τον κύριο Νίκο.
Την Παρασκευή θα φούντωνε η συζήτηση για τα αμπέλια που ξερίζωσε για τις ελιές που φύτεψε.
Το Σάββατο θα καθόταν έξω να απολαύσει την κίνηση της γειτονιάς.
Την Κυριακή θα φορούσε το καλό του κουστούμι, θα πήγαινε στην εκκλησία και με το αντίδωρο ακόμα στο χέρι θα τίναζε τα ψίχουλα στο πιατάκι του καφέ.
Κάθε μέρα αυτή η επαναλαμβανόμενη στιγμή χάραζε την σημαντικότητα της.
Γι αυτό εξακολουθεί αυτές τις μέρες εγκλεισμού να επαναλαμβάνει αυτό που ακόμα του επιτρέπεται, την διαδρομή …και βάζει εκλεκτά αποσιωπητικά σε όλα όσα εγκλώβισε ο εγκλεισμός.
Η μετακίνηση στη συνήθεια δεν έχει αριθμό.
Εκεί απέναντι από το σκοτεινό καφενείο περιμένει…να αποκτήσουν ξανά όνομα οι μέρες του, να ξαναγεννηθουν οι Δεύτερες και οι Κυριακές.
* Η Ζαμπία Λαζανάκη είναι Νηπιαγωγός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, με καταγωγή από τον Αμπελούζο της Μεσαράς