Βρέθηκε τυχαία στις Μέλαμπες, αναζητώντας τα κατάλληλα αμπέλια για το όραμα που είχε στο μυαλό της και έμεινε! Η Ηλιάνα Μαλίχιν, η νεαρή οινοποιός που έχει κάνει αίσθηση στο Ρέθυμνο και στο πανελλήνιο με την παραγωγή του κρασιού της σε συνεργασία με παραγωγούς του νομού μας, είναι μία νέα κοπέλα, που έδειξε πως όταν κάτι το θέλεις, το επιδιώκεις και το σχεδιάζεις σοβαρά μπορείς να το πετύχεις. Και αυτές τις προσπάθειες πρέπει να τις αναδεικνύεις για να γίνονται το παράδειγμα.
Κάπως έτσι, η Κρητική Επιθεώρηση, o Team FM 102 και το GOODnet.gr μίλησε με τη νεαρή οινοποιό, η οποία πριν λίγες ημέρες βραβεύτηκε και από το Επιμελητήριο Ρεθύμνου για την «ανάδειξη και διατήρηση της αμπελουργικής μας κληρονομιάς» βραβεύθηκε με την εταιρεία της «Iliana Malihin winery».
Η κα Μαλίχιν, με καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της από τη Λαμπινή, σπούδασε γεωπονική στο Ηράκλειο και ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην οινολογία στην Αθήνα. Το πρώτο της κρασί το έφτιαξε το 2018, το οποίο «ήταν πάντρεμα Κρήτης και Σαντορίνης», λέει η ίδια. «Ουσιαστικά, ήταν ένα πάντρεμα βιδιανό από το Φουρφουρά από το Αμάρι και ασύρτικο από τη Σαντορίνη από τον Πύργο. Το κρασί αυτό πήγε πολύ καλά, οινοποιούσαμε κυρίως παλιούς αμπελώνες και στην Κρήτη και στο Φουρφουρά και στη Σαντορίνη. Το κρασί πήγε πολύ καλά και έτσι ξεκίνησα να ψάχνω και άλλους αμπελώνες. Ήθελα τα σταφύλια να προέρχονται αποκλειστικά από το Ρέθυμνο και από παλιά αμπέλια, προ-φυλλοξηρικά, δηλαδή αμπέλια που είναι 150 ετών και άνω».
Στις Μέλαμπες βρέθηκε τυχαία, όταν το χωριό της το σύστησε κάποια πολίτης. Το επισκέφθηκε και … κόλλησε. «Πήγα στις Μέλαμπες, ανέβηκα στο βουνό και μόλις είδα εκεί τα αμπέλια και όλη αυτή την προοπτική που υπήρχε κατευθείαν γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα για το οινοποιείο και για διαφορετικές ετικέτες».
-Τυχαία η συνάντηση η οποία όμως εξελίχθηκε στη συνέχεια σε σχέση ζωής. Φαντάζομαι τώρα βέβαια ότι εσείς μια νέα οινολόγος-επιστήμονας η οποία βρεθήκατε σε ένα παραδοσιακό χωριό του Ρεθύμνου, παρά το γεγονός ότι είχατε ρίζες, σχέσεις και καταγωγή από την περιοχή, δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να πείσετε τους ανθρώπους, δεν θα ήταν τόσο εύκολο να κάνετε αυτά τα ουσιαστικά βήματα για μια επένδυση η οποία στα μάτια των περισσότερων να έμοιαζε σαν ουτοπία;
-Ακριβώς, δεν ήταν εύκολο και ούτε τώρα είναι εύκολο, βέβαια. Απλά είμαστε σε λίγο καλύτερη «φάση». Το καλό ήταν ότι ήμουν άγνωστη για τους Μελαμπιανούς, όμως ήμουν και σχετικά γνωστή γιατί είχε προηγηθεί μια έρευνα για το βιδιανό, το οποίο οι Μελαμπιανοί αγαπάνε πάρα πολύ, αφού το χωριό είναι η γενέτειρα του και με ήξεραν από τη δουλειά που είχα κάνει στην μεταπτυχιακή μου διατριβή. Οπότε δεν ήμουν τελείως άγνωστη για εκείνους και όταν πήγα εκεί και τους μίλησα για το όραμά μου, το πως οραματιζόμουν το κρασί στο Ρέθυμνο και που ήθελα να φτάσει το ρεθυμνιώτικο κρασί, να μπει δηλαδή στον ελληνικό χάρτη της Ευρώπης, πιστεύω ότι αυτοί οι πέντε άνθρωποι με τους οποίους ξεκίνησα, είδαν το πάθος μου, είδαν το όραμά που είχα, την τρέλα να το πούμε και έτσι και με εμπιστεύτηκαν. Σήμερα φανταστείτε έχω 40 παραγωγούς που δεν αφορούν βέβαια μόνο τις Μέλαμπες. Δουλεύω με διάφορα χωριά του Ρεθύμνου και κατά 90% τα σταφύλια προέρχονται από ομάδες παραγωγών, από τα διάφορα χωριά που συνεργαζόμαστε. Εγώ έχω πολύ λίγους ιδιόκτητους αμπελώνες και η φιλοσοφία του οινοποιείου είναι να φτιάχνω ομάδες παραγωγών σε κάθε χωριό με το οποίο συνεργαζόμαστε και το κάθε χωριό έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Δουλεύουμε για παράδειγμα με τον Μέρωνα, με το Φουρφουρά, τις Μέλαμπες, το Μοναστηράκι, τα Πλατάνια, Άρδαχτο, με χωριά δηλαδή που έχουν παλιά αμπέλια, που έχουν μια ιστορία πίσω τους. Η συνεργασία είναι δύσκολη γιατί η αλήθεια είναι να πείσεις κάποιον να αλλάξει τις καλλιεργητικές του πρακτικές δεν είναι και το πιο εύκολο, γιατί η αλήθεια είναι ότι ζητάμε πολλά πράγματα. Ζητάμε από τον αγρότη να παρατηρεί το αμπέλι, να το αφουγκράζεται, να καλλιεργεί βιολογικά, πράγμα που πάει να πει ότι πρέπει να είναι πολύ περισσότερο μέσα στο αμπέλι. Όμως, παράλληλα, πληρώνουμε γι αυτό και πιστεύω ότι είμαστε και από τα λίγα οινοποιεία που πληρώνουν τους παραγωγούς τους πάρα πολύ καλά, για να κάνουν αυτή τη δουλειά.
– Στο παρελθόν πιστεύω όμως ότι κάναμε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να αποστραφούμε την ιστορία και την παράδοσή μας. Για να το πάμε και λίγο πιο γενικά, αν θέλετε, χαλάσαμε τα παραδοσιακά μας σπίτια, χαλάσαμε τις παραδοσιακές μας συνταγές, ξεπατώσαμε τα αμπέλια μας με τις ντόπιες, τις γηγενείς ποικιλίες και βάλαμε διεθνείς και τώρα προσπαθούμε όλα αυτά να τα γυρίσουμε πίσω. Επίσης, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κλιματική αλλαγή που πάει να πει πως πρέπει να έρθουμε πολύ πιο κοντά στη φύση και φυσικά για να έχουμε ανταγωνιστικά προϊόντα, πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ την υγεία του καταναλωτή. Οπότε, δεν μιλάμε απλά για ντόπιες και γηγενείς ποικιλίες και κρασιά ρεθεμνιώτικα. Πρέπει να μιλάμε για κάτι παραπάνω, για μια ιδέα. Πρέπει να μιλάμε για σεβασμό προς τη φύση και προς τον άνθρωπο, να καλλιεργούμε βιολογικά, να καλλιεργούμε με σεβασμό, μη κάνοντας αυτήν την αλόγιστη χρήση που βλέπουμε τα προηγούμενα χρόνια, φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων. Πρέπει να φύγουμε τελείως από αυτό για να πούμε ότι θα ριζώσουμε στην παγκόσμια αγορά και θα κατακτήσουμε μια θέση.
-Πρέπει δηλαδή να έχουμε ταυτότητα. Πρέπει να είμαστε εμείς.
-Πρέπει να έχουμε ταυτότητα, εντοπιότητα και σίγουρα καθαρά προϊόντα από χημικές ουσίες. Πρέπει να προσφέρουμε προϊόντα, τα οποία θα τα βλέπουμε πλέον σαν συμπλήρωμα διατροφής,σαν κάτι καλό για την υγεία μας, όχι κρασιά που είναι βομβαρδισμένα από το αμπέλι και μέσα στο οινοποιείο με υλικά τα οποία επιβαρύνουν την υγεία του καταναλωτή. Και φυσικά όλα αυτά να αποτυπώνονται και γευστικά, γιατί όλα αυτά που σας είπα τώρα δεν φαίνονται προφανώς.
-Αυτό που μας λέτε λοιπόν αν αντιλαμβάνομαι σωστά είναι ότι πρώτον πρέπει να κρατήσουμε ή να βρούμε (γιατί σε μεγάλο βαθμό την έχουμε χάσει) την ταυτότητά μας, εδώ, του κρητικού αμπελώνα αλλά ταυτόχρονα πρέπει να συναντήσουμε και ένα σοβαρό επαγγελματισμό και μια επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων προκειμένου αυτό το οποίο θα δώσουν στον καταναλωτή να είναι ατόφιο κρητικό αλλά να είναι και καθαρό. Αυτό τώρα γίνεται κυρία Μαλίχιν, στην Κρήτη; Εσείς δηλαδή πώς το προσεγγίζετε αυτό σαν προσπάθεια;
-Εμείς κάνουμε ένα είδος συμβολαιακής γεωργίας,δηλαδή ο κάθε παραγωγός με τον οποίο συνεργαζόμαστε υπογράφει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό και δεσμεύεται ότι θα καλλιεργεί βιολογικά και ότι θα κάνει όποιο πρωτόκολλο του προτείνουμε που πάντα έχει βάση τη βιολογική καλλιέργεια ή την αναγεννητική γεωργία που είναι κάτι παραπάνω από το βιολογικό. Οπότε, μπορεί ο παραγωγός να κάνει τις καλλιεργητικές εργασίες στο αμπέλι του, όμως εγώ έχω την επίβλεψη του αμπελιού καθ’όλη τη χρονιά, οπότε δηλαδή ο αμπελουργός θα πρέπει να ρωτήσει εμένα ή να ακούσει αυτό που θα του πω και να το εφαρμόσει στο αμπέλι του. Εγώ πρέπει να δεσμευτώ για την πολύ καλή τιμή ανά κιλό σταφυλιού. Το πιο σημαντικό είναι ότι υπάρχει επίβλεψη και ότι κάνουμε σεμινάρια, προσπαθούμε να επιμορφώσουμε τον αγρότη, γιατί ξέρετε οι περισσότεροι ασχολούνται ή parttime, ένα δεύτερο εισόδημα γι αυτούς ή κι αν είναι πρώτο είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν γνώσεις ούτε γεωπονικές ούτε έχουν σπουδάσει κάτι ανάλογο τέλος πάντων, οπότε πρέπει να τους εκπαιδεύουμε συνεχώς. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να αφιερώνεις χρόνο να εκπαιδεύεις τον παραγωγό να μάθει πως να κλαδεύει, πως να κάνει τα ψεκάσματά του, με τι πρέπει να ψεκάζει, ποια είναι τα βιολογικά φάρμακα, πότε χρησιμοποιούνται και φυσικά να παρατηρεί όπως σας είπα και πριν.
-Νιώθετε ότι έχετε αρχίσει και πείθετε τους αγρότες εδώ στο Ρέθυμνο, τους παραγωγούς με τους οποίους συνεργάζεστε; Νιώθετε ότι το αντιλαμβάνονται ότι εκεί είναι το μέλλον;
-Κάποιοι, ναι. Ακόμα, όχι όλοι, αλλά ο στόχος είναι να το καταλάβουν όλο και περισσότεροι και να ξεκινήσουν να καλλιεργούν με αυτόν τον τρόπο, είτε θέλουν να συνεργαστούν με το οινοποιείο είτε όχι. Ιδανικά, εμένα το όνειρό μου θα ήταν να ξέρω ότι όλοι καλλιεργούν σωστά και με σεβασμό και ας μην συνεργάζονται μαζί μου. Αυτός είναι ο στόχος δηλαδή, αυτό προσπαθούμε να κάνουμε να μάθουμε στον κόσμο πως να καλλιεργεί σωστά, πως θα φύγει από τα φυτοφάρμακα είτε θέλει να συνεργαστεί μαζί μας είτε όχι. Δηλαδή, η εικόνα είναι λίγο πιο μεγάλη από την επιχείρηση, τον στενό κύκλο της επιχείρησης.
-Κυρία Μαλίχιν, το κρασί συνοδεύει το φαγητό ή το φαγητό το κρασί; Σας ρωτάω γιατί επί πολλά χρόνια εμείς είχαμε συνηθίσει να βγαίνουμε, να κάνουμε παρέες, ό,τι και αν ήταν αυτό για να έχουμε ένα πλούσιο τραπέζι, το οποίο το συνόδευε και το κρασί. Μπαίνουμε όμως, σιγά σιγά τώρα σε μια άλλη φιλοσοφία βλέπω, όπου κυρίαρχο είναι το κρασί. Αρχίζουμε και διαλέγουμε, αντιλαμβανόμαστε μυρωδιές και προσπαθούμε να έχουμε σαν κυρίαρχο στο τραπέζι το κρασί και συνοδευτικό το φαγητό. Τελικά τι ισχύει; Ή πάνε μαζί παράλληλα;
-Πιστεύω ότι πλέον πάμε παράλληλα, δηλαδή κυρίως στο Ρέθυμνο, που το γνωρίζετε και εσείς, έχουμε πάρα πολύ καλά εστιατόρια που κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά, ασχολούνται με ντόπιες πρώτες ύλες, έχουν πολύ καλή τεχνική, είναι πολύ γευστικά, έχουν κατακτήσει βραβεία. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι λίγα και καλά, τα οποία έχουν εστιάσει στο εμφιαλωμένο κρασί και στην εμφιαλωμένη τσικουδιά, οπότε πλέον νομίζω ότι όποιος επιλέγει να φάει σε κάποιο εστιατόριο ή μια καλή ταβέρνα,που γνωρίζει τη δουλειά που κάνει το εκάστοτε μαγαζί, θα συνοδεύσει και με ένα κρασί εμφιαλωμένο δικό μας από το Ρέθυμνο και συνήθως αυτά πρέπει να πηγαίνουν παράλληλα. Όμως, δεν πρέπει να φοβίζουμε και τον καταναλωτή με όλον αυτόν τον τύπο της γευσιγνωσίας. Πολλοί απομακρύνονται από αυτό, βλέπουν το κρασί ως κάτι που πρέπει να έχω γνώση για να το πιω που αυτό δεν ισχύει. Καλή είναι και η γνώση, αλλά πρέπει πρώτα απ’όλα να βάζουμε το γούστο μας και την προσωπική μας επιλογή. Μπορεί να υπάρχει το foodandwinepairing αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι ένα λευκό κρασί για παράδειγμα θα πρέπει να το ταιριάξουμε με ψάρι. Κάποιος μπορεί να θέλει με το ψάρι να πιει ένα ροζέ, ένα κόκκινο που δεν συνηθίζεται, αλλά αν κάποιος το θέλει, δεν πρέπει να το απαγορεύσουμε, γιατί έχουμε δει και πολλά λάθη στο παρελθόν που οι σομελιέ στα εστιατόρια φόβιζαν τον κόσμο για τον συνδυασμό κρασιού και φαγητού. Πρέπει να οδηγήσουμε τον κόσμο αλλά και να τον αφήσουμε να έχει την προσωπική του επιλογή στη γεύση του.
-Εκτός από το παραδοσιακό κρητικό αμπέλι, στο οποίο δίνετε μεγάλη έμφαση και σημασία όπως καταλάβαμε υπάρχουν κάποιες άλλες ποικιλίες οι οποίες πιστεύετε θα μπορούσαν και έχουν τη δυνατότητα να ευδοκιμήσουν εδώ στα εδάφη του τόπου μας;
-Εγώ δεν είμαι θετική ως προς αυτό, γιατί τώρα με την κλιματική αλλαγή βλέπουπε ότι οι εποχές συνεχώς μετατοπίζονται και αλλάζουν, είναι πιο δύσκολο να φέρουμε μια διεθνή ποικιλία, ένα σαρντονέ για παράδειγμα και να εναρμονιστεί και να εγκληματιστεί στις συνθήκες εδώ. Ενώ, οι γηγενείς ποικιλίες έχουν εγκληματιστεί σε όλες τις κλιματικές αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία εκατό χρόνια, οπότε έχουν περισσότερες πιθανότητες να μπορούν να το κάνουν και αυτή τη φορά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος σε καμία περίπτωση η Κρήτη να ανταγωνιστεί το γαλλικό σαρντονέ.
-Δεν υπάρχει λόγος να αντιγράφουμε….
-Ναι. Το γαλλικό σαρντονέ είναι το γαλλικό σαρντονέ, δεν υπάρχει άλλο παρόμοιο, είναι μοναδικό. Γιατί να μην κάνουμε και εμείς το μοναδικό βιδιανό και προσπαθούμε να φτάσουμε ένα σαρντονέ; Το οποίο δεν θα φτάσουμε ποτέ αν το κάνουμε όπως στη Γαλλία, γιατί στη Γαλλία υπάρχουν άλλες συνθήκες. Εμείς πρέπει να κοιτάξουμε πως θα κάνουμε τα δικά μας προϊόντα μοναδικά και ουσιαστικά αυτό είναι και το ιδιαίτερο. Άλλωστε οι ψαγμένοι οινόφιλοι έρχονται στην Κρήτη και δοκιμάζουν τις δικές μας ποικιλίες, δεν τους ενδιαφέρει να δουν ένα σαρντονέ εκτός Γαλλίας, ένα «κρητικό σαρντονέ». Δεν έχει ουσία πλέον αυτό. Άρα, πρέπει να εστιάσουμε καθαρά στις κρητικές ποικιλίες εδώ για τον τόπο μας, γιατί και αυτές θα μας βοηθήσουν για το μέλλον και ιδιαίτερα γι αυτήν την κλιματική αλλαγή που βιώνουμε.
– Εσείς έχετε παλέψει με τα στοιχεία της φύσης, έχετε παλέψει με τη φωτιά, εκεί στην περιοχή στις Μέλαμπες. Έχουν καεί και αμπέλια, όχι μόνο ελιές στην ευρύτερη περιοχή. Όμως, αυτό που έχετε τώρα με την κλιματική αλλαγή είναι κάτι που βαθιά προβληματίζει. Βλέπετε να υπάρχει κάποια αλλοίωση, κάποια διαφοροποίηση στο προϊόν; Πιστεύετε θα αντέξει στο πέρασμα του χρόνου;
-Να κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για τη φωτιά, αν μου επιτρέπεται. Να πούμε ότι στη φωτιά αυτό που μας έσωσε και τώρα σιγά σιγά θα μπούμε ξανά σε παραγωγή εφόσον κάηκαν τα αμπέλια μας, είναι ότι είχαμε δικές μας αυτόριζες ποικιλίες. Δεν είχαμε δηλαδή εμβολιασμένα φυτά, ένα βιδιανό ας πούμε σε αμερικάνικο υποκείμενο. Αυτά τα φυτά που παίρνεις από το φυτώριο. Αυτό μας έσωσε δηλαδή, καήκαν τα φυτά μας και ανοίξανε πάλι από τη ρίζα τους, γιατί είναι αυτόριζα. Αν είχαμε τον άλλο τύπο φυτών,δεν θα είχαν επιβιώσει. Τώρα δεν θα μιλούσαμε για Αναγέννηση, οπότε βάζουμε και αυτό το θετικό στο τραπέζι. Τώρα για την κλιματική αλλαγή που ρωτήσατε θα επαναλάβω ότι πιστεύω ότι δεν έιναι σίγουρο πως το αμπέλι θα επιβιώσει ή η ελιά, αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες τα φυτά να «εγκλιματιστούν» στις νέες συνθήκες, κάτι που δε θα γίνει αύριο προφανώς. Μπορεί να πάρει και πέντε χρόνια. Είδαμε πέρυσι ότι ήταν μια πάρα πολύ κακή χρονιά και για την ελιά και για το αμπέλι. Όμως τα φυτά και τα δέντρα είναι προγραμματισμένα, ώστε να εγκλιματίζονται στις νέες συνθήκες απλά χρειάζεται χρόνος για να γίνει αυτό. Οπότε θέλω να είμαι αισιόδοξη και να πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε, θα ξεπεράσουμε αυτό το σκόπελο της κλιματικής αλλαγής, ίσως με κάποιες απώλειες αλλά θα τα καταφέρουμε και βλέπουμε ότι γενικά οι περιοχές που είναι σε υψόμετρο, είναι αυτές που σίγουρα θα έχουν καλύτερη τύχη. Οπότε, γενικά αναζητούμε πλέον αμπέλια, ή προσπαθούμε να φυτεύσουμε σε περιοχές με πιο μεγάλο υψόμετρο γιατί βοηθάει αυτό στη ζέστη που αντιμετωπίζουμε.
-Ένα τελευταίο, σε σχέση με το πως φτάνει το προϊόν στον καταναλωτή, η τιμή του κρασιού πιστεύετε ότι αυτή τη στιγμή είναι λογική; Όπως φτάνει τώρα σε εμάς,στο ποτήρι μας, είναι σε φυσιολογικά επίπεδα η τιμή; Πιστεύετε ότι είναι αδικημένο το προϊόν; Ποια είναι η εικόνα σας;
-Αν μιλάμε για την τιμή του κρασιού στο ράφι, σε μια κάβα, πιστεύω ότι έχουμε ελληνικά κρασιά που είναι αρκετά καλά, οι τιμές είναι αρκετά καλές, αν αναλογιστούμε κι όλας ότι το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα, είναι υψηλό. Όλα γίνονται χειρωνακτικά, δεν είμαστε ας πούμε στη Χιλή που μπαίνουν τα τρακτέρ και τρυγούνε μόνα τους, που δεν υπάρχουν εργατικά χέρια. Εδώ γίνονται όλα με εργατικά χέρια, οπότε ανεβαίνει και το κόστος, επίσης όλα τα αναλώσιμα έρχονται από την Ευρώπη. Οπότε θα έλεγα ότι η τιμή του κρασιού στο ράφι είναι αρκετά καλή βάσει των εξόδων που υπάρχουν. Τώρα, η τιμή του κρασιού στο εστιατόριο είναι ένα άλλο θέμα, γιατί εκεί βλέπουμε εστιατόρια τα οποία βάζουν επί δύο, επί τρία, επί τέσσερα την τιμή της φιάλης και αυτό είναι ένα θέμα εμπορικό και ηθικό του κάθε μαγαζιού. Εκεί, όμως, θα μπορεί να υπάρξει πρόβλημα, αν ένα κρασί στο ράφι έχει δέκα ευρώ και καταλήξει στο εστιατόριο εξήντα, ναι θα είναι πρόβλημα για τον καταναλωτή. Δεν θα το επιλέξει, θα το φοβηθεί. Θα επιλέξει ένα ανώνυμο προϊόν, χύμα ή δεν θα πιει καθόλου.
Πηγή: goodnet.gr