Του Σωκράτη Αργύρη
Ούτε παρά νεκρού ομιλίαν ούτε παρά φιλαργύρου χάριν δεί ζητείν.
– Σωκράτης, Στοβαίου ανθολόγιον, 10,55.
[Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι θα σου μιλήσει ο νεκρός ή ότι θα σου κάνει χάρη ο φιλάργυρος]
Στην «Ελληνική Νομαρχία» του 1806, ο «Ανώνυμος Έλληνας» καταλήγει στον εθνεγερτήριο λόγο του με την παρακάτω φράση κάνοντας επίκληση για την έναρξη του Αγώνα:
«Ήγγικεν η ώρα, ω Έλληνες, της ελευθερώσεως της πατρίδος μας! Το τέλος των τυράννων είναι αδελφοί μου πασίδηλον.»
Φράση που κυριαρχούσε λίγο πριν και κατά τον πρώτο χρόνο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 τόσο στους λόγους των μυημένων Φιλικών, όσο και από τους οπλαρχηγούς στη συστράτευση αγωνιστών, σ΄ όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και από την Μολδοβλαχία και την Ιωνία μέχρι και την Κύπρο.
Και αν τότε κατάφερε το έθνος να πάψει να ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία [Victor Roudometof «From Rum Millet to Greek Nation: Enlightenment, Secularization, and National Identity in Ottoman Balkan Society, 1453-1821», Journal of Modern Greek Studies 16 (1): 11-48 (1998)] και αργότερα να της αποσπά εδάφη όπου ζούσε ελληνικός πληθυσμό όχι πάντα με επιτυχία, κατάφερε ξανά να φτάσει ως κράτος πλέον σε ένα είδους υποδούλωσης και αυτό αποδεικνύεται από την ισχύ του άρθρου 14 του Κανονισμού 472/2013 που προβλέπει τα ακόλουθα:
Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα
Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
Μετά από αίτημα της Επιτροπής, το κράτος μέλος που παραμένει υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 473/2013.
Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση. Κοινοποιεί ανά εξάμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ΟΔΕ, καθώς και στο κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους, και εκτιμά ειδικότερα αν χρειάζονται διορθωτικά μέτρα.
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων όσον αφορά την πρόοδο που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
Το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους μπορεί να καλέσει εκπροσώπους της Επιτροπής να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Μετά την εποχή της πανδημίας του covid-19 η Γερμανία αντιτίθεται, όπως όλα δείχνουν, στην προσπάθεια επικαιροποίησης των κανόνων που διέπουν το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και η οποία αναμενόταν πως θα λάβει χώρα τον Μάρτιο του 23. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή ακύρωση του σχεδίου ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στους κυβερνητικούς προϋπολογισμούς των υπερχρεωμένων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όπως της Ιταλίας και Ελλάδας.
Το Βερολίνο αντιδρά στη σύναψη συγκεκριμένων συμφωνιών μεταξύ των υπερχρεωμένων κρατών και της Κομισιόν χωρίς τη χρήση εργαλείων τα οποία θα εξασφαλίσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία των χωρών αυτών επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση μελετά πως το Σύμφωνο Σταθερότητας θα μπορούσε να απλοποιήσει τους δημοσιονομικούς κανονισμούς της Ευρωζώνης και θα άρει ορισμένους όρους οι οποίοι είχαν οδηγήσει πολλές υπερχρεωμένες χώρες στη λήψη δρακόντειων μέτρων για τη μείωση του δημόσιου χρέους τους, που στην περίπτωση της Ελλάδας συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αφού είδαμε το χρέος να εκτοξεύεται πάνω από το διπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας.
Οι όροι της Ε.Ε. αυτή τη στιγμή θέτουν πλαφόν του 60% και του 3% σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα των κρατών-μελών αντίστοιχα. Οι κανονισμοί αυτοί έχουν αρθεί από το ξέσπασμα της πανδημίας και αναμένεται να τεθούν ξανά σε ισχύ.
Η Κομισιόν αναζητά μία γενικότερη συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών πριν την λήψη δεσμευτικών αποφάσεων για την αλλαγή των κανονισμών. Οι ΥΠΟΙΚ της Ευρωζώνης αναμένεται να το συζητήσουν στη Σύνοδο Κορυφής για το συγκεκριμένο ζήτημα μέσα στον Φεβρουάριο, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζουν τους προϋπολογισμούς τους για το 2024 χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους επικαιροποιημένους, χαλαρότερους κανονισμούς εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέχρι τον Μάρτιο.
Σύμφωνα με τον Γερμανό ΥΠΟΙΚ, Κρίστιαν Λίντνερ, «η πρόταση της Κομισιόν δεν έχει λάβει υπόψη τα ερωτήματα που έχουμε εγείρει. Αμφιβάλλουμε πως η πρόταση αυτή θα οδηγήσει σε σταθερή μείωση του επιπέδου χρέους ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωζώνης» δήλωσε.
Αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να κρατήσει αμετάβλητους τους κανονισμούς της, η Κομισιόν προτείνει από την άλλη πλευρά, ορισμένες αλλαγές οι οποίες θα επιτρέψουν την επιβολή συγκεκριμένων μέτρων ανά χώρα τα οποία με τη σειρά τους θα μειώσουν το επίπεδο του δημόσιου χρέους χωρίς την ανάγκη λήψης επίπονων μέτρων λιτότητας.
Η πρόταση της Κομισιόν αυτή θεωρείται υπερβολικά ασαφής από τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Ερωτήματα έχει προκαλέσει και η μεθοδολογία όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων για τα επίπεδα του βιώσιμου δημόσιου χρέους των εκάστοτε χωρών.
Η Κομισιόν ναι μεν δημοσίευσε εγκυκλίους βάσει των οποίων προσπάθησε να εξηγήσει το σκεπτικό της, αλλά το Βερολίνο συνεχίζει και αντιτίθεται στην πρόταση, υπογραμμίζοντας πως πρέπει να ληφθούν ακόμα τα απαραίτητα μέτρα και να δημιουργηθούν εργαλεία για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των υπερχρεωμένων οικονομιών.
«Θα θέλαμε να κρατήσουμε μία πολυμερή προσέγγιση βασισμένη σε συγκεκριμένους κανόνες αντί για διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ συγκεκριμένων κρατών-μελών και της Κομισιόν», τόνισε ο Λίντνερ, υπογραμμίζοντας πως η Κομισιόν θα έπρεπε πρώτα να έχει παραθέσει μία νομοθετική πρόταση για το Σύμφωνο αντί να προσπαθεί να επιτύχει μία συμφωνία χωρίς τις αναγκαίες νομικές προϋποθέσεις.
Πολλοί όμως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατηγορούν το Βερολίνο πως κρατά «μυωπική» στάση, ενώ υπογραμμίζουν πως η Γερμανία μπλοκάρει την πρόταση αφού η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει να αποφασίσει κάποια συγκεκριμένη, ενοποιημένη προσέγγιση στο θέμα.
Για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών επισήμανε ότι στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «δεν διακρίνονται ακόμη κοινές θέσεις» με το Βερολίνο, καθώς «δεν αναγνωρίζονται ακόμη οι ανησυχίες» της γερμανικής κυβέρνησης.
«Αμφιβάλλουμε ότι η πρόταση της ΕΕ θα οδηγήσει σε αξιόπιστο μονοπάτι για μείωση του χρέους», δήλωσε ο κ. Λίντνερ και υπογράμμισε ότι «μια νομισματική ένωση χρειάζεται κοινούς κανόνες». Ζήτησε δε να διατηρηθεί η πολυμερής προσέγγιση στη διαδικασία και να μην υπάρχουν διμερείς διαπραγματεύσεις με τα κράτη – μέλη. «Θέλουμε έναν αξιόπιστο δρόμο προς τη μείωση του χρέους, θέλουμε κανόνες κατανοητούς, οι οποίοι να μην εξαρτώνται από την πολιτική βούληση και πρέπει να φροντίσουμε από κοινού ώστε αυτοί οι κανόνες να είναι τόσο ρεαλιστικοί και ευέλικτοι ώστε οι χώρες να μπορούν να εκπληρώσουν τις ανάγκες επενδύσεών τους», πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών.
Ο Λίντνερ έχει πολλές φορές καταφερθεί ενάντια στη χαλάρωση των δημοσιονομικών μέτρων της Ε.Ε. και υποστηρίζει ανοιχτά το «φρένο χρέους» της γερμανικής οικονομίας. Έχει, επίσης, αντιτεθεί στην πρόταση Τζεντιλόνι για κοινό δανεισμό της ΕΕ.
Ο Τζεντιλόνι, σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, είχε δηλώσει ότι «ενόψει των υψηλών τιμών ενέργειας, της βοήθειας δισεκατομμυρίων που δίνουν οι ΗΠΑ για τη βιομηχανία και του ανταγωνισμού από την Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναλάβει νέο χρέος 350 δισεκατομμυρίων ευρώ – και μάλιστα γρήγορα», ζητώντας τη σχετική συγκατάθεση του Βερολίνου. «Αυτή η κρίση πλήττει κυρίως την Ευρώπη και τις αναπτυσσόμενες χώρες, όχι τόσο τις ΗΠΑ και την Κίνα (…) Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι δεν μπορεί κάθε κράτος να αντεπεξέλθει μόνο του (…) και ως μήνυμα προς τις αγορές, πρέπει να αποφύγουμε να δώσουμε την εντύπωση ότι απλώς μετακινούμε μπρος-πίσω τα υπάρχοντα χρήματα», σημείωνε ο ευρωπαίος επίτροπος.
Αργότερα ο Τζεντιλόνι παραδέχθηκε ότι υπάρχουν σημεία διαφωνίας με το Βερολίνο, δηλώνοντας: «Οδεύουμε σε ένα έτος υποτονικής ανάπτυξης, αλλά όχι βαθιάς ύφεσης».
«Δεν βλέπουμε ανάγκη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων σε επίπεδο ΕΕ ή νέου κοινού χρέους. Είμαστε πεπεισμένοι ότι το διαθέσιμο χρήμα επαρκεί για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Το Next Generation EU είναι μέρος της απάντησης στην αντιπληθωριστική νομοθεσία των ΗΠΑ. Αυτά τα χρήματα θέλουμε να τοποθετηθούν στοχευμένα. Μπορεί κανείς να κάνει πολιτική για την οικονομία χωρίς χρήματα, απλώς αποφεύγοντας τη ρύθμιση και την γραφειοκρατία (…) Είμαστε κατά της υπερβολικής έκτασης των επιδοτήσεων», δήλωσε ο Λίντνερ, μετά τη συνάντηση που είχε με τον επίτροπο Τζεντιλόνι. Προειδοποίησε μάλιστα «να αποφύγουμε αυτές τις αντιπαραθέσεις, διότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς καλή κατάληξη», ενώ υπενθύμισε και τους σχετικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει στη γερμανική κυβέρνηση το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις του.
Ενώ λοιπόν πλησιάζει ο χρόνος των διπλών εκλογών, ο ήδη εκκινήσας προεκλογικός αγώνας γίνεται με όρους τεχνητής ευμάρειας αφου έχει στηθεί ένα σκηνικό μιας κοινωνίας, η οποία καταναλώνει πολύ περισσότερα από αυτά που παράγει, εισάγει σε ακριβές τιμές και αδυνατεί να ισοσκελϊσει το εμπορικό της έλλειμμα, αδυνατώντας έτσι να καλύψει με τα εισοδήματά της, τις ανάγκες που της επιβάλλει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής που έχει υιοθετήσει και οδηγεί, εν τέλει, στα αντίθετα αποτελέσματα: ακρίβεια, ανέχεια, ανεργία, διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών στις τράπεζες και funds, αντί να αναπτύσσεται μία πολιτική συζήτηση ενός αναπτυξιακού σχέδιου για το πώς θα απαλλαγεί η χώρα από την σύγχρονη τυραννία του χρέους και των ελλειμμάτων που πέρα του δημογραφικού, απειλούν τις μέλλουσες γενιές σε κοινωνικό και οικονομικό εξανδραποδισμό χειρότερο του οθωμανικού ή ο Μισέλ Φουκώ θα μιλούσε απλά για μετακίνηση της χώρας από την υψίστης ασφαλείας φυλακή των μνημονίων σε μια ανοιχτή φυλακή της εποπτείας.
Πηγή: grpress.gr