Η πόλη της Γόρτυνας, η πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Kυρηναϊκής (Αφρική) και έδρα του διοικητή της Κρήτης, από τον 4ο μ.Χ. αι. υπαγόταν στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και αποτελούσε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο μία ακμαία πόλη και έδρα της αρχιεπισκοπής. Ενδεικτικός της ακμής της, κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, είναι ο μεγάλος αριθμός μνημείων που έχουν ανασκαφεί ή εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή.
Το μεγαλύτερο και πιο πολυτελές οικοδόμημα της πόλης αποτελούσε αναμφισβήτητα η ξυλόστεγη βασιλική, νότια του γνωστού ναού του Αγίου Τίτου, και βόρεια του σημερινού οικισμού Μητρόπολη.
Η μεγαλοπρεπής βασιλική, αφιερωμένη στον πρώτο Επίσκοπο Κρήτης Άγιο Τίτο, ιδρύθηκε τον 6ο αι. επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) και «ἐπισκόπου Θεοδώρου» ως μητροπολιτικός ναός της Εκκλησίας των Γορτυνίων. Κτίσθηκε πάνω σε μία βασιλική του 5ου αι. της οποίας δε γνωρίζουμε την αρχική μορφή.
Πρόκειται για πεντάκλιτη βασιλική με νάρθηκα και αίθριο, ενώ το μέγεθός της 67×33 μ., χωρίς το αίθριο, την κατατάσσει ανάμεσα στα πιο μνημειώδη κτίσματα αυτής της κατηγορίας. Τα κλίτη χωρίζονται με κιονοστοιχίες δεκατριών κιόνων που πατούν πάνω σε στυλοβάτη. Το ιερό βήμα εκτός από την αγία τράπεζα έφερε σύνθρονο με κύκλιο, δηλαδή ένα σκεπαστό διάδρομο που επέτρεπε την επικοινωνία από τη μία πλευρά του ιερού στην άλλη. Το δάπεδο του ιερού ήταν επιστρωμμένο με opus sectile, αυτό του κεντρικού κλίτους με ψηφιδωτό, ενώ των άλλων κλιτών με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες.
Στο κεντρικό κλίτος υπήρχε μεγάλος άμβωνας του τύπου με δύο ευθύγραμμες κλίμακες, καθώς και σολέα. Ανάμεσα στα άλλα τμήματα του ναού θα πρέπει να μνημονευθεί ο μεμονωμένος τάφος στη ΝΔ γωνία του κεντρικού κλίτους, ο οποίος προϋπήρχε και ενσωματώθηκε στο κτήριο.
Ο τάφος αυτός, όπως και κάποιοι άλλοι σε έναν ιδιαίτερο χώρο στα ΒΔ, είχαν στην πλάκα κάλυψής τους οπές για υγρές προσφορές, δηλαδή χοές, ένα ειδωλολατρικό έθιμο το οποίο επιβίωσε ως και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια και ίσως συνδέεται με τη λατρεία μαρτύρων. Ο ναός έχει τουλάχιστον μία επισκευαστική φάση τον ύστερο 6ο αι., όπως διαπιστώνεται από την επιγραφή του ψηφιδωτού που αναφέρει τον επίσκοπο Βετράνιο. Η ιουστινιάνεια βασιλική καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με το σεισμό του 620. Επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) η βασιλική ανακατασκευάστηκε σχεδόν στο σύνολό της, διατηρώντας όμως την κάτοψη και τις προηγούμενες διαστάσεις. Το κεντρικό κλίτος επιστρώθηκε με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες που κάλυψαν το ψηφιδωτό δάπεδο, ενώ δημιουργήθηκε εγκάρσιο κλίτος ανάμεσα στο ιερό βήμα και τον κυρίως ναό και ανακατασκευάσθηκε ο άμβωνας που στη φάση αυτή ομοιάζει με αυτόν της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η τελική εγκατάλειψη του χώρου επήλθε μετά τον καταστροφικό σεισμό γύρω στα 670, χρονολογία που σηματοδοτεί και το τέλος της πόλης της Γόρτυνας. Λίγα μέτρα βόρεια βρίσκεται η Ροτόντα, το βαπτιστήριο της βασιλικής, ως το μοναδικό σωζόμενο κτίσμα αυτού του τύπου στην Κρήτη. Το κυκλικό κτήριο φέρει δύο κύριες φάσεις, του β΄ μισού του 5ου και του 6ου αι. Αποτελείται από τον περίδρομο, πλάτους 3,65 μ. και τον κυκλικό κεντρικό πυρήνα που επικοινωνεί με τον περίδρομο με τέσσερα ανοίγματα, ενώ εσωτερικά είναι διαρθρωμένο σε οκτώ ημικυκλικές κόγχες.
Οκτώ κίονες από μάρμαρο Καρύστου, με ιωνικά κιονόκρανα, πάνω σε ψηλούς πλίνθους, στήριζαν τα τόξα που έκλειναν τις κόγχες, τα οποία με τη σειρά τους συγκρατούσαν τον βαρύ τρούλλο που στέγαζε το οικοδόμημα. Στο κέντρο του χώρου βρίσκεται η μεγάλη κολυμβήθρα σταυροειδούς κάτοψης με τετράλοβο λουτήρα, εξωτερικά διακοσμημένο με opus sectile και τοιχογραφίες. Τοιχογραφίες από τις οποίες σώζονται ελάχιστα τμήματα έφερε εξωτερικά και ο κεντρικός πυρήνας του κτίσματος, ενώ το δάπεδο και οι τοίχοι του έφεραν μαρμάρινη επένδυση με opus sectile.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα εξαιρετικής τέχνης κιονόκρανα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει αυτό που φέρει φύλλο άκανθας και δύο μεγάλους αετούς με μαζεμένα τα φτερά. Νότια και σε απόσταση 300 μ. από τη βασιλική βρίσκεται και το μοναδικό στην Κρήτη τρίκογχο κτίσμα. Η χρήση του παραμένει άγνωστη, αν και τα κτήρια του τύπου αυτού συνήθως ιδρύονταν ως μαρτύρια, πάνω στον τάφο κάποιου μάρτυρα. Το τρίκογχο περιλαμβάνει ένα κεντρικό ορθογώνιο χώρο, στην ανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται η εγγεγραμμένη ημικυκλική αψίδα του ιερού, ενώ στη βόρεια και τη νότια πλευρά ανοίγονται δύο κόγχες, δημιουργώντας έτσι το σχήμα του.
Το κτίσμα φαίνεται να έχει δύο κύριες φάσεις, όπως συνάγεται και από το ψηφιδωτό του δάπεδο. Η πρώτη φάση του ψηφιδωτού διακόσμου που φέρει φυτικά μοτίβα και πουλιά, πιθανόν ανάγεται σε ρωμαϊκό κτίσμα του 3ου-4ου αι., ενώ η δεύτερη στην οποία ανήκει το τμήμα με τη γεωμετρική διακόσμηση, παραπέμπει σε ένα θρησκευτικού χαρακτήρα κτίσμα του 6ου-7ου αι. Δυτικότερα κοντά στην εθνική οδό Ηρακλείου-Μοιρών βρίσκεται και το τετράκογχο κτίσμα, μέρος ευρύτερου κτηριακού συγκροτήματος, πιθανόν του β΄ μισού του 6ου αι., το οποίο έχει ταυτισθεί με βαπτιστήριο.
Το κτήριο περιλαμβάνει ένα κεντρικό ορθογώνιο χώρο, με τέσσερις κόγχες να ανοίγονται στις πλευρές του με προσανατολισμό τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στο κέντρο του φέρει την κολυμβήθρα, μία τετράγωνη κτιστή κατασκευή η οποία ενσωματώνει έναν επιμήκη χώρο επενδυμένο με μαρμάρινες πλάκες στο δάπεδο και με εγκοπές ως βαθμίδες στις κατά μήκος πλευρές. Από τα πιο σημαντικά μνημεία της Γόρτυνας, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της πόλης, κοντά στο ωδείο, είναι ο μεγάλος ναός γνωστός ευρέως σήμερα ως «Ναός του Αγίου Τίτου», και κατά την τοπική εκκλησιαστική παράδοση ως «Παναγία Κερά».
Πρόκειται για κτήριο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος από αρχιτεκτονική άποψη, στον τύπο της τρουλλαίας βασιλικής, με σωζόμενο ακέραια το ανατολικό του τμήμα που έχει κατασκευασθεί από δόμους. Στην κάτοψη έχει τη μορφή τρίκλιτης σταυρόσχημης εγγεγραμμένης σε ορθογώνιο βασιλικής, με τρούλλο και υπερώα μόνο στη δυτική πλευρά. Η βόρεια και η νότια κεραία του σταυρού απολήγουν σε κόγχες, όπως σε κόγχες απολήγουν και οι πλάγιοι τοίχοι του κεντρικού τμήματος του τριμερούς ιερού βήματος.
Ο νάρθηκας, όπως και ο κυρίως ναός, έφερε επίσης τριμερή χωρισμό, ο τελευταίος με κιονοστοιχία τριών κιόνων και ενδιάμεσα θωράκια. Στον ναό διακρίνονται περισσότερες κατασκευαστικές ή επισκευαστικές φάσεις, ενώ κατά καιρούς έχει χρονολογηθεί από τον 6ο έως και τον 10ο αι. Πιο πιθανή μοιάζει η ίδρυσή του κατά τον 6ο αι., την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού από έναν επίσκοπο ή αυτοκρατορικό αξιωματούχο του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη. Στην εποχή αυτή παραπέμπουν τα σωζόμενα κιονόκρανα, ο άμβωνας, αλλά και η μεγάλη ομάδα λειτουργικών σκευών που βρέθηκαν θαμμένα στο δάπεδο του ναού και εκτίθενται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, στο Ηράκλειο.
Μετά από μία περίοδο εγκατάλειψής του μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης η οποία σηματοδότησε την οριστική ερήμωση της Γόρτυνας, ο ναός επανιδρύθηκε κατά τη βενετική περίοδο με τη δημιουργία ενός μικρότερου ο οποίος περιελάμβανε το σωζόμενο ανατολικό τμήμα του παλαιού ναού με το κυρίως ιερό βήμα και τον βόρειο χώρο.
Πηγή: orthodoxcrete.com