Η Ιερά Μονή στη θέση που βρίσκεται σήμερα ιδρύθηκε το 14ο αιώνα, όπως μαρτυρούν οι τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής -με τον Ακάθιστο Ύμνο- αλλά και στα εξωκκλήσια της γύρω περιοχής. Θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της Κρήτης. Η λειτουργία του ανάγεται στην πρώιμη εποχή της Ενετοκρατίας, όπως δηλώνουν οι δυτικές επιδράσεις στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών αλλά και οι γραπτές μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας.
Η εγχάρακτη επιγραφή στη βόρεια πύλη του κτιριακού συγκροτήματος με τη χρονολογία 1568 συμπίπτει με τη μεγάλη ακμή του μοναστηριού και την ανακαίνιση του κτιριακού συγκροτήματος με τη μορφή που έχει σήμερα.
Ο Ιδρυτής και το Όνομα της Ι. Μονής
Σύμφωνα με την παράδοση, η Μονή ιδρύθηκε από μια γυναίκα που κατοικούσε στην περιοχή Λειβαδιώτη κοντά στο χωριό Πόμπια. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια και είχε μια κόρη. Μετά το θάνατο του άνδρα της πέθανε ξαφνικά και η κόρη την ημέρα των αρραβώνων της. Η μητέρα εγκατέλειψε το σπίτι της παρακαλώντας την Παναγία να την οδηγήσει. Η Παναγία με κάποιο σημείο της υπέδειξε να αναστηλώσει το κατεστραμμένο μοναστήρι και να γίνει μοναχή. Πράγματι, διέθεσε όλη την περιουσία της και έκτισε ένα μεγάλο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο ονόμασε Οδηγήτρια
Τα κτήματά της στο Λειβαδιώτη τα δώρισε όλα στο μοναστήρι και η ίδια εγκαταστάθηκε σε αυτό με το όνομα Μάρθα. Το όνομα της Μάρθας Μοναχής μνημονεύεται μέχρι σήμερα στις λειτουργίες που γίνονται στη Μονή, ως κτητόρισσας.
Σύμφωνα με άλλη ιστορική εκδοχή, το όνομα της Μονής Οδηγήτριας σχετίζεται με κάποιο αντίγραφο της περίφημης εικόνας της Μονής Οδηγών της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά και είναι από τις πιο αγαπητές και θαυματουργές εικόνες στο Βυζάντιο.
Η ακμή της Μονής (Ενετική περίοδος)
Στη Μονή Οδηγήτριας δημιουργήθηκαν τα αριστουργήματα της Κρητικής ζωγραφικής του 15ου αιώνα, όπως πχ. του ζωγράφου Αγγέλου που φιλοτέχνησε το τέμπλο της εκκλησίας. Σήμερα στη Μονή σώζονται τέσσερις εικόνες του Αγγέλου: ο Χριστός η άμπελος, η Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή, ο Ασπασμός Πέτρου και Παύλου και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Αξιόλογα έργα της αγιογραφίας εκείνης της εποχής αποτέλεσαν και οι τοιχογραφίες στα εξωκκλήσια του Αγίου Ανδρέα και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Βαθύ Λαγκό, τα οποία υπάγονται στη Μονή Οδηγήτριας. Τα έργα αυτά ανήκουν στην πρώιμη περίοδο μιας λαμπρής τεχνοτροπίας της Παλαιολόγειας τέχνης. Οι τελευταίες χρονολογημένες τοιχογραφίες τοποθετούνται στην τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα.
Το Μοναστήρι Οδηγήτριας διέθετε και μεγάλη βιβλιοθήκη, όπου εργάζονταν πολλοί λόγιοι μοναχοί και αντιγραφείς χειρογράφων. Υπάρχουν επίσης πολλά έγγραφα στα Κρατικά αρχεία της Βενετίας, κυρίως συμβόλαια αγορών και πωλήσεων, από τα οποία προκύπτει ότι την περίοδο της Ενετοκρατίας το Μοναστήρι ήταν από τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα στην Κρήτη.
Η συμβολή της Ι. Μονής στους απελευθερωτικούς αγώνες
Η Κρήτη ύστερα από ένα μακροχρόνιο ηρωικό αγώνα που κράτησε από το 1645 έως το 1669 έπεσε τελικά στην οθωμανική κατοχή μετά τη μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε εικοσιένα χρόνια. Με την κατάκτηση αυτή της Κρήτης αρχίζει μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας του νησιού. Η γενικότερη οικονομική εξαθλίωση έπληξε και τα μοναστήρια που μετατράπηκαν σε ορμητήρια επαναστατών και καταφύγια αμάχων συμβάλλοντας υλικά και ηθικά στους απελευθερωτικούς αγώνες.
Η Μονή Οδηγήτριας έδωσε σκληρό αγώνα για να διαφυλάξει την ορθόδοξη πίστη και να προστατέψει τον πληθυσμό από τη βία των οθομανών. Μοίραζε τα πενιχρά εισοδήματά της με τον άμαχο πληθυσμό και παρείχε κάθε είδους βοήθεια στους Χαΐνηδες, τους ανυπότακτους που κατάφευγαν στα βουνά και δημιουργούσαν μικρές αντιστασιακές ομάδες κατά της οθομανικής καταπίεσης.
Από τους πιο φημισμένους χαΐνηδες της Κρήτης υπήρξε ο Ξωπατέρας, καλόγερος της Μονής Οδηγήτριας, μια από τις ηρωικότερες μορφές της κρητικής ιστορίας. Μαζί με τον Ξωπατέρα και άλλοι αγωνιστές καλόγεροι του μοναστηριού θα έχουν ενεργό ρόλο στους αγώνες για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Ονομαστοί επαναστάτες της περιοχής ήταν ο Μιχάλης Κουρμούλης, ο Μιχαήλ Κόρακας, ο Μαλικούτης, ο Τσακίρης, ο Κορνάρος
κ.ά.
Μετά το θάνατο του Ξωπατέρα οι κατακτητές οθομανοί ξέσπασαν την οργή τους στο μοναστήρι καταστρέφοντας τα κτίρια και λεηλατώντας ιερά σκεύη, βιβλία και ότι άλλο βρήκαν μπροστά τους.
Την ανασυγκρότηση και αναστήλωση της Μονής Οδηγήτριας αποφάσισε το 1841 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης, όπως αναφέρεται στο σχετικό «συστατικόν» του ΙΘ’ αιώνα. Οι λιγοστοί μοναχοί που έμειναν συνέβαλαν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης. Το Μάιο του 1844 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να βοηθήσει στην αποκατάσταση του μοναστηριού το έθεσε υπό την προστασία του με Σιγίλιον με το οποίο κατέστησε τη Μονή Οδηγήτριας Σταυροπηγιακή. Η κατάσταση του μοναστηριού βελτιώνεται τον επόμενο χρόνο, όπως επιβεβαιώνεται από Πατριαρχική επιστολή (1845). Το 1853 το Πατριαρχείο ζήτησε την οικονομική αρωγή του μοναστηριού για την ίδρυση Ορφανοτροφείου στην Κωνσταντινούπολη. Χρηματική βοήθεια έστειλε η Οδηγήτρια και στη χριστιανική κοινότητα του Ηρακλείου για την ενίσχυση των ελληνικών σχολείων της Κρήτης και την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Μηνά.
Σε όλη τη διάρκεια της οθομανικής κατοχής και ζοβερής κυριαρχίας η Μονή Οδηγήτριας, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, δε σταμάτησε να ενισχύει με κάθε μέσο τους επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε δύο ηγουμένους της Μονής (Γεράσιμο και Αγαθάγγελο) απονεμήθηκε ο τίτλος του οπλαρχηγού. Στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 η Οδηγήτρια είχε μετατραπεί σε μπαρουταποθήκη, με πρωτεργάτη τον ηγούμενο Γεράσιμο. Αυτός ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή δράση, εκλέχθηκε Επίτροπος του χριστιανικού πληθυσμού του Νομού Ηρακλείου και Γενικός Ταμίας της Επανάστασης και πήρε μέρος σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις της κρίσιμης αυτής περιόδου.
Αξιοσημείωτη είναι και η επίσκεψη του γέροντα πια αγωνιστή της Επανάστασης καπετάν Μιχάλη Κόρακα τον Αύγουστο του 1882, λίγο πριν πεθάνει, που επισκέφθηκε για τελευταία φορά το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας και αποχαιρέτησε τους παλιούς γνώριμους, φίλους και συμπολεμιστές, μεταξύ των οποίων και τον ηγούμενο Γεράσιμο Μανιδάκη. Μαζί του προσκύνησε για τελευταία φορά τις εκκλησίες στο Μάρτσαλο και το Αγιοφάραγγο και τέλεσαν μαζί μνημόσυνο στη μνήμη του Ξωπατέρα. Στην Επανάσταση του 1897 η Μονή Οδηγήτριας φιλοξένησε το γιο του Μιχαήλ Κόρακα, Αριστοτέλη, λοχαγό και αρχηγό του ελληνικού στρατού στις ανατολικές επαρχίες της Κρήτης, ο οποίος ποτέ δεν ξέχασε πως σώθηκε χάρη στη βοήθεια του μοναστηριού.
Οι περιπέτειες του μοναστηριού συνεχίστηκαν και κατά τη Γερμανική κατοχή, όταν το μοναστήρι κινδύνεψε να καεί για δεύτερη φορά επειδή περιέθαλψε τους αντάρτες. Την περίοδο αυτή τα κειμήλια του μοναστηριού και οι εικόνες είχαν μεταφερθεί στο γειτονικό χωριό Λίσταρος για προστασία
Η σημερινή κατάσταση της Ι. Μονής
Η Μονή συνέχισε να λειτουργεί με μοναχούς, όπως αποδεικνύεται από τους πίνακες των Δήμων και Κοινοτήτων του 1920 και την απογραφή του 1928. Το 1935 με τον Αναγκαστικό Νόμο της 24ης Οκτωβρίου η Μονή Οδηγήτριας κηρύχτηκε τελικά μόνιμη.
Το 1926 απαλλοτριώθηκε μεγάλο μέρος των κτημάτων του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο περί ταμείων εφέδρων πολεμιστών Κρήτης. Τότε τα 3/5 των κτημάτων της Μονής μοιράστηκαν στους κατοίκους της περιοχής.
Το 1977 το μοναστήρι ηλεκτροδοτείται και υδροδοτείται με νερό από την τοποθεσία «Νέο Περιβόλι» το οποίο μεταφερόταν στη μεγάλη υδροδεξαμενή που κατασκευάστηκε στο κεντρικό συγκρότημα. Παράλληλα, από το 1989 αρχίζει να εκδηλώνεται το ενδιαφέρον του δασαρχείου για την προστασία της περιοχής, με δενδροφυτεύσεις και εκτεταμένες περιφράξεις τόσο στα κτήματα του μοναστηριού όσο και στο χώρο του μοναστηριού, ώστε να προστατευτεί από τις καταστροφές που προκαλούσαν τα ζώα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε μια ευρύτατη προσπάθεια αναστήλωσης του μοναστηριού και των μνημείων του, με χρηματοδότηση των ΜΟΠ Κρήτης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι βασικοί πόροι προέρχονται από τα εισοδήματα του μοναστηριού και τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής.
Πηγή: imodigitrias.gr