«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυχτός» θα βροντοφωνήσει ο παπα-Γιάνναρος καλωσορίζοντας το Σωτήρα, που έμπαινε, πικρά χαμογελώντας, στα θανατερά δίχτυα των ανθρώπων.
Και θα χτυπούσε λυπητερά την καμπάνα, να καλέσει τους χριστιανούς στην εκκλησιά να δουν τι υπόφερε και τι υποφέρει ο Θεός από τους ανθρώπους.
«Δε γίνεται» συλλογίζουνταν ο παπα-Γιάνναρος «ακόμα και τα θεριά, οι λύκοι, τα τσακάλια, τ’ αγριογούρουνα, έχω ακουστά, τις άγιες ετούτες μέρες, χωρίς να ξέρουν το γιατί, μερώνουν μια στάλα· άνεμος χλιαρός, πονετικός φυσάει, μεγάλη φωνή γρικιέται στον αέρα, γεμάτη αγάπη, γεμάτη πόνο, τα θεριά δεν ξέρουν ποιος είναι αυτός που φωνάζει, μα οι άνθρωποι το ξέρουν, είναι ο Χριστός.
Γιατί, μαθές, ο Χριστός δεν κάθεται απάνω από τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός, αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας.
Ακούν οι άνθρωποι όλη τη Μεγάλη Βδομάδα την κραυγή του Χριστού που πονάει, δε γίνεται το λοιπόν, θα πονέσει κι η καρδιά τους.»…
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ”Οι Αδερφοφάδες”, εκδ. Καζαντζάκη, 2009.