Της Χρυσούλας Ντρουμπογιάννη
Δεν ήταν τυχαία επιλογή η ξύλινη αυτή βαλίτσα.
Παρότι βαριά και στενή ,μόδα Μεταπολεμική ,υπερτερούσε απο τις υφασμάτινες ,σε αντοχή.
Η γιαγιά μου η Χρυσούλα, την αγόρασε από τις Μοίρες οπού είχαν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα με την οικογένεια της , για ένα και μόνο ταξίδι.
Ο σκοπός, ιερός.
Να πάει στην Ήπειρο, να γυρίσει στην γενέθλια Γη, μόνη της.
Να βρει τα οστά του πρωτότοκου, που σκοτώθηκε 1η Ιουλίου το 1943 ,στα σπάργανα του Εμφυλίου στην Κεραμίτσα Θεσπρωτίας, στην πρώτη, ανεπίσημη, σύρραξη του αλληλοσπαραγμού στην Μουργκάνα .
Από την ώρα που έμαθε το κακό μαντάτο, θέλησε να πάει να τον βρει, μα οι Πόλεμοι, Κατοχή κι Εμφύλιος κατόπι, κράτησαν Σύνορα, πόρτες και στόματα ,ερμητικά κλειστά.
Τις νύκτες στοίχειωνε τα όνειρα της ο αδικοσκοτωμένος γιος .
Την λιάνιζε ο πόνος και γέμιζε δάκρυα το μαξιλάρι της. Η πίκρα στάλαζε στα μάτια ,το μαύρο μαντίλι σκέπη στο κεφάλι μα το χαμογέλιο δεν έφευγε απο το πρόσωπο της ,για να δίνει έτσι κουράγιο και στ ‘ άλλα της τρια παιδιά που έμειναν πίσω ,στις Μοίρες αντάμα και προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν..
Μόλις της έδωσε το Μετεμφυλιακό Κράτος την άδεια να διαβεί επιτέλους στην Παραμεθόριο ,από καιρό έτοιμη , πήρε την βαλίτσα.
Την διάλεξε απο τον γειτονά της Σωμαρά, που άρχισε κι αυτός δειλά να εκσυγχρονίζεται και ν φτιάχνει ,εκτος απο σαμάρια ολων των ειδών και των φορτίων , ξύλινες βαλίτσες και μπαούλα για τον ίδιο λόγο.
Το ξύλο ,ζωντανό κάποτε ,απέθαντο ,γνωρίζει απο πόνο ,αγωνία και βάρος.
Μπήκε στο καράβι για Πειραιά μοναχη ,όπως ακριβώς ανάστροφα μόνη με τα παιδιά της ,κατέβηκε στην Κρήτη το 1937 για να εγκατασταθεί επιτέλους ,πλάι στον καλαϊτζη άντρα της ,αρχικά στον πάνω Ζαρό και έπειτα στις Μοίρες.
Με μόνη της Συμπαραστάτη τούτη την ξύλινη βαλίτσα ,διάβηκε την Στρατιωτική σιδερογεφυρα του Καλαμά ,δείχνοντας την άδεια και την Ταυτότητα της. Φορτωμένη η Χρύσω ,με την πείρα μισού και πλέον αιώνα ζωής κι ας την εγραφαν ” Αγράμματος ” στα χαρτιά.
Ρώτησε ,έμαθε ,έψαξε στη θέση ” Βίγλα” έξω από το χωριό Κεραμίτσα ,έσκαψε με τα χέρια και ξέθαψε τα οστά του Σπλάχνου της ,τα έπλυνε με κρασί και δάκρυα , με μοιριολόι στο στόμα ” κεντόι ” ατέλειωτο ..τ’ απόθεσε σε καθαρό ,πλυμένο με μόσχο πανί, μέσα στην ξύλινη βαλίτσα.
Πολλαπλάσιο πια το βάρος της, την ζαλώθηκε με τριχιά στην γερτή της πλατη, κι έφερε επιτελους ,τον Πρωτότοκο της στου Λιά ,κάνοντας του τα ” πιστρόφια ” στον γενέθλιο Τόπο που κι εκείνος αγάπησε και ήθελε να επιστρέψει.
Με το Τρισάγιο σαν κανονική Κηδεία , ξαλάφρωσε.
Ο πόνος της άφατος ,μα η βαλίτσα άδεια.
Το Χρέος κι η αποστολή της ολοκληρώθηκε για αυτό και την παραχώρησε μεγαλώνοντας ,στα παιδια της , πρακτική Ηπειρώτισα γαρ ,για τις ανάγκες των ταξιδιών και του Εμπορίου τους..
Η ξύλινη βαλίτσα διαχρονικά ,έγινε Μάρτυρας καθε Χρέους..
Η Οικογένεια ,θεσμός Ιερός και ισχυρός για τους Ηπειρώτες , έμεινε ενωμένη με μια αόρατη κλωστή ,όπου κι αν βρισκόνταν..
Σε άρρηκτη σχέση και επικοινωνία ,ο Λιάς της Μουργκάνας με τις Μοίρες της Κρήτης και τον Βόλο της Μαγνησίας ,όπου τα αδέλφια της γιαγιάς μου, οι Τσιλιβιδαίοι ” Κασσιτερωταί ” κι εκείνοι ,παλιοί και επιτυχημένοι είχαν εκεί Μαγαζιά.
Βέβαια ,με το διάβα και την ανάπτυξη των ειρηνικών Καιρών …τα επαγγέλματα τους άλλαξαν.
Το ” Χαλκουργείο” του ‘ 60 στις Μοίρες ,που οι θείοι αλληλέγγυα απο τον Βόλο ,στήριξαν και δάνεισαν να στηθεί ,έγινε έγκαιρα ,Γερμανικός πυρηνόκαυστος ” Φούρνος” με γραμμάτια που σταδιακά εξοφλήθηκαν στο ακέραιο .
Ακόμα κι ο Σωμαράς των Μοιρών έγινε προοδευτικά ..Παπλωματάς ,ακολουθωντας εμπορικά τις ανάγκες των ανθρώπων .
Η ξύλινη βαλίτσα όμως, έργο των χεριών του, έμεινε αδιάψευστος Μάρτυρας και ανεκτίμητο κειμήλιο της ιστορίας της Οικογένειας μου και του κάθε Χρέους της.