Ειδικοί μιλούν για τις νέες συνθήκες που επικρατούν, τις συνέπειες και την ανάγκη σωστής διαχείρισης των υδάτινων πόρων
Επιμένει η ξηρασία στην Ελλάδα και στις αρχές Σεπτεμβρίου, επιτείνοντας την κατάσταση που διαμορφώθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες. Σύμφωνα με ανάλυση της ομάδας Μeteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, που παρουσιάστηκε τις προηγούμενες ημέρες, μεγάλα τμήματα της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της ανατολικής Μακεδονίας, της Θράκης και της Λέσβου πλήττονται από έντονη ή ακραία ξηρασία. Σε κατάσταση μέτριας ή σημαντικής ξηρασίας βρίσκονται πολλές περιοχές της Αττικής, της Εύβοιας, της δυτικής Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, καθώς και πολλά νησιά. Σε καλή κατάσταση βρίσκονται σημαντικές περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, όπου επικρατούν κανονικές (ή σχεδόν) συνθήκες.
Τα κλιματικά μοντέλα προβλέπουν μείωση βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες, με φαινόμενα ανομβρίας να έχουν ήδη παρουσιαστεί. Πού πάνε τα πράγματα;
«Ξηρασία σημαίνει να έχουμε λιγότερο υετό σε σχέση με παλαιότερα, ενώ λειψυδρία έχουμε όταν μας λείπει νερό, λόγω αυξημένων αναγκών αλλά και κακής διαχείρισης. Στην Ελλάδα υπάρχουν βροχοπτώσεις, λιγότερες από παλαιότερα, αλλά υπάρχουν. Βεβαίως, πολλές απ’ αυτές είναι ραγδαίες βροχές, που προκαλούν προβλήματα και δεν αποθηκεύεται το νερό. Μην ξεχνάμε πως κλείνουν δύο χρόνια από τον καταστροφικό «Daniel» στη Θεσσαλία. Πέρυσι τον Νοέμβριο μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο έπεσαν 300 χιλιοστά βροχής στη Χαλκιδική, όταν περίπου 500 χιλ. πέφτουν όλο το έτος στη Θεσσαλονίκη. Το βασικό στην Ελλάδα είναι πως υπάρχει έλλειμμα πολιτικής για την αντιμετώπιση της ξηρασίας», λέει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Βουδούρης, καθηγητής Υδρογεωλογίας στο ΑΠΘ και πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Υδρογεωλογίας. Ποιες είναι οι συνέπειες της ξηρασίας;
«Πρώτα απ’ όλα μειώνεται η αγροτική παραγωγή, δεν υπάρχει το απαραίτητο νερό, καταστρέφεται ο πρωτογενής τομέας», σημειώνει ο κ. Βουδούρης. Στις νέες πιο ξηρές συνθήκες αυξάνονται οι απαιτήσεις των καλλιεργειών σε νερό, που όμως είναι πιο σπάνιο και πιο ακριβό. «Οι αγρότες ήδη εκπέμπουν σήμα κινδύνου και ζητούν βοήθεια. Στην Πελοπόννησο στο πλαίσιο του προγράμματος ResAlliance οι ελαιοπαραγωγοί ζήτησαν δεξαμενές για τη συλλογή νερού και για λόγους πυρόσβεσης και για πότισμα των ελιών, εάν χρειαστεί λόγω ξηρασίας», λέει στην «Κ» ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, τ. διευθυντής ερευνών στον ΕΛΓΟ «Δήμητρα».
Δεύτερον, αυξάνεται ο κίνδυνος των πυρκαγιών, «καθώς στα δασικά οικοσυστήματα, σε καθεστώς ξηρασίας, αυξάνεται η νεκρή ξερή λεπτή καύσιμη ύλη, που παίρνει πολύ εύκολα φωτιά, ενώ και τα δέντρα είναι στρεσαρισμένα και αφυδατωμένα, με αποτέλεσμα να καίγονται», αναφέρει ο κ. Ξανθόπουλος. «Η αποψίλωση των δασών οδηγεί σε αυξημένη απορροή της βροχής, με αποτέλεσμα να χάνεται νερό από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα», σημειώνει ο κ. Βουδούρης. Φαύλος κύκλος.
«Να προχωρήσουμε σε αποθήκευση του νερού, υπογείως, σε φράγματα ή σε λιμνοδεξαμενές», επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Βουδούρης, καθηγητής στο ΑΠΘ.
Τρίτον, η ξηρασία οδηγεί σε υποβάθμιση συνολικά του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, καθιστώντας δυσκολότερη την επιβίωση πολλών ειδών φυτών και ζώων. Οι μεγαλύτερες ξηράνσεις δέντρων που βλέπουμε αυτή την περίοδο, ακόμη και σε πλαγιές βουνών, συνδέονται με την πολύ χαμηλότερη υγρασία. «Μέχρι τώρα τα περισσότερα απ’ αυτά τα δέντρα ανακάμπτουν τον χειμώνα. Είναι βέβαια αντικείμενο μελέτης να δούμε εάν αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει ή θα χάνουμε δέντρα», λέει στην «Κ» ο Γιάννης Γήτας, καθηγητής στο τμήμα Δασολογίας του ΑΠΘ.
Τέταρτον, η μειωμένη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής στις κατοικημένες περιοχές και τις βιομηχανικές – παραγωγικές δραστηριότητες.
Εξοικονόμηση
«Στις νέες συνθήκες πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο για την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων. Βασικό στοιχείο είναι η εξοικονόμηση νερού, με έργα στα δίκτυα μεταφοράς που έχουν απώλειες έως και 40%, με κλειστούς αγωγούς, με κατάλληλες μεθόδους ποτίσματος (και όχι κανονάκια το μεσημέρι), που μπορεί κερδίσουν το 35% του αρδεύσιμου νερού», προτείνει ο κ. Βουδούρης. «Επίσης, πρέπει να προχωρήσουμε σε αποθήκευση του νερού, υπογείως, σε φράγματα ή σε λιμνοδεξαμενές. Από κει και πέρα πρέπει να προχωρήσουμε σε εναλλακτικές μορφές, όπως στην επαναχρησιμοποίηση για άρδευση των επεξεργασμένων υδάτων από τους βιολογικούς καθαρισμούς, όπως κάνουν τόσες χώρες. Σήμερα η ΕΥΔΑΠ χύνει 800.000 κυβικά μέτρα νερού στον Σαρωνικό και η ΕΥΑΘ 250.000 κ.μ. στον Θερμαϊκό. Τελευταία επιλογή είναι η αφαλάτωση, ειδικά για τα νησιά, λόγω ενεργειακού κόστους», σημειώνει ο κ. Βουδούρης. Οσο για τον τουριστικό τομέα και τις πισίνες, σημειώνει πως πρέπει να ληφθούν μέτρα, με υποχρέωση χρήσης θαλασσινού νερού, κατασκευής υπόγειων στερνών και έλεγχο της δόμησης.
«Η Κρήτη διαμαρτύρεται πως δεν έχει νερό. Υπάρχει πρόβλημα, αλλά τα τουριστικά καταλύματα γεμίζουν πισίνες και οι αγρότες έχουν αρχίσει να ποτίζουν τις ελιές για να αυξήσουν την παραγωγή. Πανελλαδικά, το 80% του αρδευτικού νερού πάει χαμένο στο υπερπότισμα. Λείπει η σωστή διαχείριση», τονίζει από την πλευρά του ο κ. Ξανθόπουλος.
Πηγή: kathimerini.gr