Γράφει ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης*
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς!
Το κρύο ήταν ανυπόφορο και είχαμε κλειστεί μέσα στα σπίτια μας δίπλα στο τζάκι , εμείς τα μικρά καθισμένα σε μικρά σκαλιστά σκαμνάκια και οι μεγαλύτεροι σε χαμηλές καρέκλες! Ένα μεγάλο πρινένιο κούτσουρο σπιθίζει και σκορπίζει τη ζέστη και τη θαλπωρή του στους καθισμένους σε ημικύκλιο ανθρώπους απέναντι.
Μερικά αλατισμένα κουκιά σε ένα παλιό τηγάνι μας χτυπούν και μας δίνουν το σύνθημα ότι είναι έτοιμα! Ήταν αυτά που θα μας έδιναν την ψευδαίσθηση ότι τρώγαμε στραγάλια!
Μόνο αυτός έλειπε!
Είχε φύγει από νωρίς γιατί είχε προγνώσει τον καιρό και ήξερε ότι το χιόνι θα κατέβαινε χαμηλά στο χωριό και έπρεπε να πάρει προφυλάξεις για τα πρόβατά του.
Γύρω από το χωριό υπήρχαν σπηλιές που έπρεπε να τα μαζέψει και να τα κλείσει για να μη σκεπαστούν από το χιόνι που προέβλεπε ότι θα έπεφτε στο χωριό.
Πολύ αργά ακούστηκε η εξώπορτα να κλείνει με δύναμη και τα βαριά του βήματα να πλησιάζουν στη πόρτα του σπιτιού. Ανοίγει το επάνω πορτί και βάζει το χέρι του να τραβήξει το μάνταλο για να ανοίξει η πόρτα και να μπει μέσα…
Όλοι αναστατωθήκαμε.
Σηκωθήκαμε γιατί μπήκε μέσα φουρτουνιασμένος σαν την αγριεμένη θάλασσα!
Πέταξε τη χλαίνη που είχε ρίξει επάνω του – ποτέ δεν τη φορούσε από τα μανίκια- πάνω στον καναπέ και κάθισε!
Τα χνώτα του μύριζαν καπνό!
Αυτό έδειχνε ότι κάπνισε πολλά τσιγάρα και αυτό επιβεβαιώθηκε γιατί μου έδωσε ένα δίφραγκο να πάω να του πάρω δέκα τσιγάρα τριάρια από το μονοπώλιο του χωριού!
Πήγα γρήγορα και του τα έφερα και αμέσως άναψε ένα.
Δεν είχε ακόμα μιλήσει!
Τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο προβληματισμένο;
Κανείς δε τολμούσε να τον ρωτήσει.
Όταν τον βλέπαμε έτσι δε ρωτούσαμε!
Αφού κάπνισε το τσιγάρο τον ρώτησε η μητρυιά μου αν ήθελε να του ετοιμάσει το φαγητό!
Δεν απάντησε!
Σε λίγο παίρνω μια εφημερίδα – δεν ξέρω που τη βρήκα – και πήγα κοντά του!
– Μπαμπά να σου διαβάσω;
– Κατέχεις μωρέ να διαβάζεις;
– Κατέχω του λέω, και αρχίζω συλλαβιστά να διαβάζω την εφημερίδα!
Πρώτη τάξη του δημοτικού πήγαινα και αυτό του έδωσε κουράγιο!
Τα χείλη του τέντωσαν και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε που άλλαξε όλη την ατμόσφαιρα!
– Μα ήντα χεις τον ρωτώ!
– Μου κλέψαμε το βάτσα!
Ήταν η βάτσα ένα ξεχωριστό πρόβατο με μικρά αυτάκια μαύρα μάγουλα που επικοινωνούσαν καλύτερα από τους ανθρώπους.
Τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε και καμιά φορά τον ακολουθούσε και στο καφενείο.
Όλοι του είπαμε ότι μπορεί να είναι κάπου και δεν την είδε ότι μπορεί να έμεινε πίσω, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος!
Μου την κλεψανε!
Κουβεντιάζαμε λίγο αλλά εγώ έβλεπα ότι αυτός ήταν κολλημένος στη βατσα!
Δε περιμέναμε να αλλάξει ο χρόνος.
Πήγαμε νωρίς για ύπνο.
Σηκώθηκα πρωί πρωί για να πάω να κάνω το ποδαρικό και να μου δώσουν τις καλές χέρες!
Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τη βατσα να κείτεται έξω στην αυλή και μάλιστα όχι μόνη αλλά με δυο μικρά αρνάκια!
Τρέχω και του φωνάζω: «Ήρθε η βατσα , ήρθε η βατσα»!
Σηκώθηκε πήγε κοντά και τον κοίταξε και μετά κατέβασε τα μάτια σαν να ζητούσε συγνώμη για αυτό που έκανε!
Έσκυψε και της χάιδεψε το κεφάλι!
Κι εγώ πήρα τα καλοχερίδια να πάω χαρούμενα να κάνω το ποδαρικό!
Κι αν θέλετε κι εσείς να σας κάνω ποδαρικό φωνάξτε με, λένε πως κάνω καλό!
Εγώ να ευχηθώ σε όλους σας
Υγεία και ευτυχία σε όλο τον κόσμο.
Καλή και ειρηνική χρονιά!
* Ο Μιχάλης Χαραλαμπάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος από τα Βορίζια