Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Επειδή υπήρξε ενδιαφέρον για όσα συνέβησαν στα Μάταλα, γύρω στα 1970, επανέρχομαι πολύ γρήγορα στο ζήτημα. Τα γεγονότα, άφησαν το αποτύπωμά τους στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική και, βέβαια, στη λογοτεχνία. Ειδικά ως προς την τελευταία, διαρκώς εκδίδονται βιβλία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό με αντικείμενό τους εκείνη την εποχή. Απαιτείται η καταγραφή όλου του υλικού και η αξιοποίησή του ‒να ένα λαμπρό πεδίο άσκησης για τους μελλοντικούς ερευνητές‒ καθώς συνδέεται με μία σημαντική και εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και όχι μόνο.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει για το δίγλωσσο (γερμανικά και αγγλικά) βιβλίο του Αρν Στρόμαγιερ «Mythos Matala. Ein Fotoband aus den 60ern und 70ern / The Myth of Matala. Photographs from the Sixties and Seventies». Εκδόθηκε στην πόλη Μέριγκεν της Γερμανίας το 2011. Ύστερα από μια σύντομη αλλά μεστή εισαγωγή δημοσιεύεται πλούσιο φωτογραφικό υλικό των ετών 1965-1977.
Η Τζόνι Μίτσελ (το πραγματικό της όνομα ήταν Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον) είχε γεννηθεί στον Καναδά το 1943. Από νωρίς ασχολήθηκε με τη φολκ και τη ροκ μουσική. Το 1969 κέρδισε το Βραβείο Γκράμμυ για την καλύτερη παρουσία φολκ μουσικής.
Στις αρχές του 1970, μαζί με μια φίλη της ταξίδεψαν από το Σαν Φρανσίσκο στην Αθήνα, και από εκεί έφθασαν στα Μάταλα. Εκεί, παρέμεινε όλη σχεδόν την άνοιξη του 1970. Ο απόηχος από περίφημο φεστιβάλ του Γούντστοκ, που είχε πραγματοποιηθεί το χρονικό διάστημα 15-18 Αυγούστου 1969, ήταν ακόμη έντονος, μεταξύ των χίπις που διέμεναν στην περιοχή.
Στο γνωστό Καφενείο «Γοργόνα» (The Mermaid Café) των Ματάλων, όπου συνήθιζαν να συχνάζουν τα απογεύματα αλλά και τα βράδια οι περισσότεροι χίπις, γνώρισε τον Αμερικανό Κάρι Ράντιτζ και τον ερωτεύτηκε.
Έζησαν στις ξακουστές σήμερα σπηλιές. Όπως έχει η ίδια διηγηθεί μεταγενέστερα, ο χώρος όπου έπρεπε να κοιμηθούν ήταν εντελώς ακατάλληλος. Για να μαλακώσουν κάπως το σκληρό δάπεδο έστρωναν κάτω χαλίκια και φύκια. Ο ύπνος τα βράδια καταντούσε εφιαλτικός. Με μια χοντρή κουβέρτα είχαν κλείσει την είσοδο επειδή, όταν σηκώνονταν ψηλά τα κύματα, συγκλονιζόταν η σπηλιά. Το μαλλιά της ήταν κολλημένα από το πλύσιμο με το θαλασσινό νερό για μήνες ενώ το σώμα της ήταν τρυπημένο από τους ψύλλους.
Υπάρχει μια φωτογραφία του ζευγαριού, τραβηγμένη στο Πάρκο Θεοτοκόπουλου του Ηρακλείου, το Πάσχα του 1970. Ο Κάρι Ράντιτζ, που είχε εξοικειωθεί με τη ζωή της Κρήτης, φορά ανάλογα ρούχα. Οι μπότες είναι χαρακτηριστικές. Η Τζόνι Μίτσελ κρατά στα χέρια της το αγαπημένο της mountain dulcimer, έγχορδο μουσικό όργανο από τα Απαλάχια όρη της ανατολικής Βορείου Αμερικής. Ο παράξενος ήχος του, που μοιάζει με της κιθάρας, ακούγεται στις περισσότερες εκτελέσεις των τραγουδιών της.
Για χάρη του Κάρι Ράντιτζ, η Τζόνι Μίτσελ συνέθεσε το τραγούδι «Κάρεϊ». Το έπαιξε για πρώτη φορά ενώπιον ολιγάριθμου κοινού στο «Δελφίνι», το δεύτερο καφενείο των Ματάλων εκείνη την περίοδο, το βράδυ των γενεθλίων του.
Το τραγούδι, μπορεί, κατά κάποιο τρόπο, να θεωρηθεί ως ο ύμνος της κοινοβιακής ζωής των χίπις στα Μάταλα. Ηχογραφήθηκε την επόμενη χρονιά και συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ της «Blue», γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Έκτοτε, η δημιουργός του, το έχει τραγουδήσει σε συναυλίες της εκατοντάδες φορές.
Σε ένα άλλο τραγούδι του ίδιου δίσκου, με τον τίτλο «California», γίνεται ξανά λόγος για τον Κάρι Ράντιτζ και υπάρχει έμμεση αναφορά στα Μάταλα.
Στις αρχές Μαΐου του 1970 το ζευγάρι μετέβη στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τη μουσική παράσταση «Hair». Επρόκειτο για μια ροκ-όπερα σχετικά με την κουλτούρα των χίπις και τη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του 1970. Το έργο, είχε ανεβεί για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1967 και ένα χρόνο αργότερα στο Λονδίνο. Ύστερα από την επιτυχία που γνώρισε, επιχειρήθηκε να μεταφερθεί και στην Ελλάδα από τον Γιάννη Πετρίτση, δημοσιογράφο και τραγουδοποιό της εποχής. Για τις ανάγκες του έργου, είχε μεταβεί στα Μάταλα και είχε πείσει αρκετούς χίπις να συμμετάσχουν στην παράσταση, που τελικά ανέβηκε στο κλαμπ «Piper» (Φιλελλήνων και Νικοδήμου). Γρήγορα, αφού γνώριζε επιτυχία, η παράσταση «Τρίχες» μεταφέρθηκε στο θέατρο «Γκλόρια».
Οι δρόμοι του ζευγαριού, στη συνέχεια, χώρισαν. Ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές διαδρομές. Η Τζόνι Μίτσελ κατευθύνθηκε αρχικά προς το Παρίσι, όπου συνέθεσε το «California», και στη συνέχεια στο Λος Άντζελες. Ο Κάρι Ράντιτζ, αντίθετα, επέστρεψε για λίγο στα Μάταλα, στη συνέχεια ταξίδεψε στην υπόλοιπη Κρήτη και, στις αρχές Ιουλίου, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η Τζόνι Μίτσελ δεν ξαναήλθε στα Μάταλα. Συχνά, σε κατά καιρούς συνεντεύξεις της, αναφέρεται με νοσταλγία σε αυτά, δίνοντας ιδιαίτερα αποκαλυπτικές πληροφορίες για τη ζωή των χίπις, που απαιτούν ιδιαίτερο σχολιασμό. Έχει πάντως πλήρη επίγνωση της φήμης που συνοδεύει την παρουσία της στον χώρο. Σε κάποια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της, στο «Wall Street Journal» το 2014, έχει αναφέρει:
«Κάθε τόσο αναπολώ εκείνη την εποχή στα Μάταλα. Πριν από κάποια χρόνια ένας φίλος μού έστειλε ένα άρθρο σχετικά με εκείνη την εποχή. Διάβασα ότι διοργανώνεται ένα ετήσιο μουσικό φεστιβάλ. Το άρθρο ανέφερε πως είμαι πιο γνωστή και από τον Δία εκεί. Μου φάνηκε αστείο, δεν νομίζετε;»
Σχετικά πρόσφατα ο Julian Davies γύρισε για τα Μάταλα ένα μικρό, ωραίο φιλμ, με την υπόκρουση του τραγουδιού «Κάρεϊ». Στην αρχή του, η Τζόνι Μίτσελ εξηγεί τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες αυτό γράφτηκε.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος – Ιστορικός από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών