Το 1960 και το 1961, στην Κρήτη και την Κέρκυρα, πάνω από 1000 άνθρωποι πήραν μέρος σε μια έρευνα που έμελλε να δώσει τον θρυλικό όρο «Μεσογειακή Διατροφή» και να αλλάξει παγκοσμίως το πρίσμα αντιμετώπισης της υγείας.
Η Μελέτη των Επτά Χωρών («Seven Countries Study» στο πρωτότυπο ή SCS για συντομία) είναι ιστορικά η πρώτη σημαντική επιστημονική μελέτη που διερευνά τη διατροφή και τον τρόπο ζωής σε σχέση με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, τη στεφανιαία νόσο και άλλα προβλήματα υγείας. Πρόκειται για την πρώτη διαπολιτισμική, διαγενεακή και επαναλαμβανόμενη πληθυσμιακή μελέτη, η οποία έβαλε στο μικροσκόπιό της την Υγεία, μέσα από το εθνοτικό και το γεωγραφικό πρίσμα.
Παρότι ξεκίνησε το 1956, προετοιμαζόταν χρόνια πριν από τον Ancel Keys, έναν φυσιολόγο από τη Μινεσότα, ο οποίος ήθελε να διαπιστώσει πώς η διατροφική κουλτούρα κάθε περιοχής του πλανήτη επιδράει στην κατάσταση της υγείας του κάθε ανθρώπου και ειδικότερα, στην καρδιά και στα αγγεία του. Για παράδειγμα, γιατί οι Αμερικανοί μεσήλικες πάθαιναν πολύ συχνότερα καρδιακές προσβολές σε σχέση με τους Ναπολιτάνους της Νέας Υόρκης; Ήταν η διατροφή, τα γονίδια τους ή κάτι άλλο; Γιατί τα στελέχη επιχειρήσεων και τραπεζών πάθαιναν συχνότερα έμφραγμα, σε σύγκριση με έναν βιομηχανικό εργάτη; Ο Keys και οι συνεργάτες του υπέθεσαν -και αποφάσισαν να το διερευνήσουν- ότι οι διαφορές αυτές οφείλονταν στη διαφορετική διατροφή, αλλά και στον διαφορετικό τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου, βάζοντας στην εξίσωση το κάπνισμα, την άσκηση, το βάρος κ.λπ.
Η έρευνα εστίασε σε 7 χώρες, οι περισσότερες από τις οποίες αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη φιλοσοφία πάνω στο φαγητό και βασίζονται σε διαφορετικές πρώτες ύλες: ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ολλανδία, Φινλανδία, (πρώην) Γιουγκοσλαβία, Ιταλία και Ελλάδα. Το μοναδικό αυτό σε έκταση επιστημονικό project έχει δώσει κοντά στις 100 επιμέρους μελέτες και φυσικά, χιλιάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις από όλον τον κόσμο. Έκανε, όμως, και κάτι άλλο σημαντικό. Μέσα από εκείνη προήλθε ο όρος «Μεσογειακή Διατροφή», μια έννοια που μας βοήθησε να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας, την καταγωγή και τις ρίζες μας.
Στη χώρα μας, η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη και την Κέρκυρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Παρότι τα δύο νησιά είχαν παρόμοια διατροφική κουλτούρα, υπήρχε μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ τους. Οι Κρητικοί εργάζονταν πιο σκληρά και περισσότερο, όντες κατά βάση αγρότες, σε σχέση με τους Κερκυραίους που κατοικούσαν κοντά στο λιμάνι του νησιού και είχαν καλύτερες συνθήκες και περισσότερες ανέσεις. Στην πορεία της έρευνας η σωματική άσκηση θα αποδεικνυόταν εξίσου σημαντικός παράγοντας με τη διατροφή. Ποιο από τα δύο νησιά αποδείχθηκε από τη μελέτη ότι είναι συνώνυμο της μακροβιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο; Η Κρήτη. Αλλά, αν σας πούμε ότι η έρευνα έφερε τη Μεγαλόνησο στην κορυφή και όλων των άλλων επιμέρους ερευνών (σε σύνολο 16 από τις 7 χώρες), τότε το πράγμα γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον.
Στην έρευνα συμμετείχαν 686 Κρητικοί – το δείγμα ήταν όλοι άνδρες, λόγω του ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις πλήττουν συχνότερα το λεγόμενο «ισχυρό φύλο». Ολοι τους είχαν γεννηθεί μεταξύ του 1900 και του 1919. Αρα, το 1960, όταν ξεκίνησε η έρευνα, ήταν ηλικίας μεταξύ 41 και 60. Οι συμμετέχοντες, λοιπόν, αποδείχθηκε ότι είχαν το χαμηλότερο ποσοστό θανάτων από εγκεφαλικό και στεφανιαία νόσο, αλλά και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιβίωσης.
Αυτό επιβεβαιώθηκε στην τακτική (κάθε 5-10 χρόνια) μελέτη θνησιμότητας που παρακολουθούσε τους 686 Κρητικούς, που ζούσαν συγκεκριμένα στα ορεινά του Ηρακλείου. Το 2000 η μελέτη έδειξε ότι ενώ η συντριπτική πλειονότητα των δειγμάτων όλων των ερευνών (και από τις 7 χώρες) είχαν αποδημήσει εις Κύριον, το περίπου 25% των Κρητικών ζούσε και εργαζόταν, παρότι είχαν περάσει 40 χρόνια από τη διεξαγωγή της έρευνας, ήταν δηλαδή πάνω από 80 χρονών! Από τα δεδομένα αυτά ξεπήδησε για πρώτη φορά η ιδέα της Μεσογειακή Διατροφής και ταυτίστηκε με την Κρήτη.
Να αναφέρουμε ότι το ίδιο διάστημα η έρευνα παρακολουθούσε και το αντίστοιχο δείγμα των Κερκυραίων, το οποίο είχε πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, αλλά εστίασε περισσότερο στην Κρήτη, όπου αρκετά περισσότεροι άνδρες ήταν ακόμα εν ζωή.
Εντούτοις, ο ίδιος ο Keys είχε ένσταση πάνω στον όρο «Μεσογειακή Διατροφή», καθώς με την πλήρη έννοια του όρου κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Η Μεσόγειος Θάλασσα βρέχει 18 χώρες που διαφέρουν σημαντικά ως προς τη γεωγραφία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τον τρόπο ζωής, αλλά και τη διατροφή. Όταν μιλάμε, λοιπόν, για αυτή, μιλάμε για τις διατροφικές συνήθειες που απαντώνταν τη δεκαετία του ’60 και ακολουθούνται και σήμερα στην Κρήτη, στην Κέρκυρα, στην κεντρική και νότια Ιταλία, αλλά και στις Δαλματικές Ακτές. Μολονότι, πιο σωστός θα ήταν ο όρος «Κρητικός Τρόπος Ζωής», αυτός ο όρος έμελλε να μείνει.
Και ναι, τρόπος ζωής και όχι διατροφή ή δίαιτα. Διότι δεν ήταν μόνο η διατροφή. Ήταν και ο τρόπος ζωής και αυτό ήταν ένα εξίσου σημαντικό εύρημα της θρυλικής μελέτης. Η ανεξαρτησία, η ελευθερία, η σωματική άσκηση ήταν καταλυτικοί παράγοντες ώστε η διατροφή να πιάσει τόπο. Οι Κρητικοί είχαν ένα συγκεκριμένο προφίλ καθημερινότητας, το οποίο τους διατηρούσε συνεχώς σε δράση. Αισιόδοξοι και ανυπότακτοι και με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Η διατροφή, βέβαια, σε αυτόν τον τρόπο ζωής ήταν κυρίαρχη, σύμβολο όχι μόνο γαστρονομικού πολιτισμού, αλλά και μια ηθογραφία ευζωίας που καταναλώνεται σε μπουκιές και γουλιές. Ποτέ, άλλωστε, το φαγητό δεν ήταν μόνο ζήτημα σιελογόνων και όρεξης.
Στο τραπέζι αυτής της Διατροφής, πέρα από το ελαιόλαδο (το δείγμα της έρευνας κατανάλωνε περί τα 90 γραμμάρια την ημέρα), υπάρχουν σε γενναίες μερίδες λαχανικά, φρούτα και όσπρια, ανεπεξέργαστα δημητριακά, ψάρια και γαλακτοκομικά, ενώ χαμηλή είναι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος (όχι πάνω από δύο φορές το μήνα) και γλυκών (σπάνια). Το μέλι και το κρασί έχουν θέση σε αυτό το είδος διατροφής, χωρίς όμως υπερβολές. Η εν λόγω σύνθεση έχει ως αποτέλεσμα αφενός χαμηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά (το πολύ έως 10% της καθημερινής διατροφής) και χοληστερόλη, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των παραγόντων που, αποδεδειγμένα, αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η τήρηση της Μεσογειακής Διατροφής συνδέεται αδιαμφισβήτητα με περίπου 40% μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου και 30% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας σε μεσήλικες και ηλικιωμένους. Και ενώ η μελέτη δεν έχει σταματήσει ποτέ, πλείστες άλλες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει τα αρχικά ευρήματα, παρέχοντας μας ανεξάντλητη τροφή για σκέψη.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image – Κείμενο: Του Χαράλαμπου Νικοπούλου
Πηγή: newmoney.gr