Αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους». Το τηλεγράφημα αυτό διαβάστηκε από τα ραδιόφωνα της εποχής σε χωριά και κωμοπόλεις της Κρήτης, στις 28.10.1940.
Αιφνιδιασμός, έκπληξη αλλά και περηφάνια κατέκλυσε τους Κρήτες, οι οποίοι -σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες γερόντων από χωριό σε χωριό, αλλά και ημερολόγια της εποχής- από την πρώτη ώρα έθεσαν εαυτόν στις δυνάμεις επιστράτευσης για την Αλβανία. Ήταν πρωί της Δευτέρας και την προηγουμένη, το βράδυ Κυριακής, βρίσκονταν σε γάμους και συνάξεις και κανείς τους δεν ανέμενε τα νέα του πολέμου.
Από τις πρώτες στιγμές, σύμφωνα και με τα αρχεία του Συντάγματος στα Χανιά, ξεκίνησαν οι καμπανοκρουσίες, ενώ τα αστυνομικά τμήματα της τότε χωροφυλακής επιστράτευσαν το δυναμικό τους, με στόχο να ειδοποιηθούν όλοι οι άνδρες που ήταν εν δυνάμει πολεμιστές του μετώπου. Μπορεί η αγωνία και η συγκίνηση σε συνάρτηση με τη λύπη από πλευράς γυναικών και παιδιών να ήταν έκδηλη, όμως δεν στάθηκε ικανή να ορίσει την απόφαση ενός εκάστου εκ των ανδρών ώστε να κρυφτεί και να μην εμφανιστεί στις αρχές.
Μέχρι και αργά το απόγευμα ο ένας Κρητικός ειδοποιούσε τον άλλον για την επιστράτευση. Πολλοί δε βρισκόντουσαν στα χωράφια ή άλλες αγροτικές εργασίες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν αναλάβει το ρόλο του «ταχυδρόμου» των σειρήνων της επιστράτευσης. Άπειρες οι ιστορίες που γίνονται γνωστές από στόμα σε στόμα όλα αυτά τα χρόνια και αφηγήσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα για τα αντρομαζώματα στις πλατείες των χωριών, τους παπάδες που με το πετραχήλι ευλογούσαν τους άντρες, «λες και πηγαίνανε σε γάμο», οι οποίοι ήταν καλοντυμένοι και ευθυτενείς. Οι γιαγιάδες φορούσαν στα μεγάλα εγγόνια τους το σταυρό και οι μανάδες και οι γυναίκες στα παιδιά τους και τους άνδρες τούς έβαζαν στις τσέπες από φωτογραφίες μέχρι και φυλακτά.
Στην Κρήτη άμεσα συγκροτήθηκαν στρατιωτικά τμήματα από το 14ο Σύνταγμα Χανίων, το 43ο Σύνταγμα Ρεθύμνου, το 44ο Σύνταγμα πεζικού Ηρακλείου, καθώς και το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού Σούδας, τα οποία αποτέλεσαν την εκ νέου μαγιά της 5ης Μεραρχίας Κρητών του Αλβανικού Μετώπου. Η συνολική εικόνα και δύναμη της μεραρχίας αφορούσε σε 566 αξιωματικούς, 18.662 οπλίτες, 687 υποζύγια και 81 οχήματα. Μία μεραρχία η οποία πρώτα συστάθηκε το 1912, έδωσε το μαχητικό της «παρών» στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τα τμήματα αναχώρησαν από το Ηράκλειο και κατόπιν από την Αθήνα με τρένα έφυγαν για τη Βόρεια Ελλάδα και από εκεί πεζοί με κατεύθυνση το Αλβανικό Μέτωπο, και συγκεκριμένα την Κορυτσά, στις 7 Νοεμβρίου 1940.
Για όλο το διάστημα του χειμώνα οι κακουχίες και οι σφαίρες αφήνουν δεκάδες εκατοντάδες Κρήτες στα πεδία των μαχών. Οι Κρητικοί αποχωρούν μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Μετώπου, μετά και τις στρατιωτικές επεμβάσεις πλέον των Γερμανικών συμμαχικών δυνάμεων του Μουσολίνι, την Άνοιξη του Απρίλη του 1940.
Η υποχώρηση με τα πόδια και η προσπάθεια επιστροφής στην Κρήτη ήταν εξίσου επώδυνη όσο και ο πόλεμος και το αποτέλεσμα αυτού. Από τον Απρίλιο μέχρι και τα τέλη του καλοκαιριού του 1941 οι Κρητικοί προσπαθούν να φτάσουν στο νησί, ενώ αρκετοί παραμένουν σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Σε αρκετές γειτονιές της Αθήνας, Κρήτες μαχητές προσπαθούν να ανακτήσουν δυνάμεις και να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στη γενέτειρα. Την περίοδο εκείνη είναι που συλλαμβάνονται περί τους 1.400 Κρητικούς από τους Γερμανούς και οι οποίοι οδηγούνται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Γερμανοί στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στη Λάρισα. Η Κρήτη θρήνησε για τους 1.141 νεκρούς, ενώ επιστρατεύτηκε για τους 2.025 τραυματίες και τους δεκάδες εκατοντάδες άνδρες με κρυοπαγήματα και ακρωτηριασμούς. Ιστορικά έχει διατυπωθεί μάλιστα πως η 5η Μεραρχία Κρητών είχε τις μεγαλύτερες απώλειες απ’ ό,τι άλλες στρατιωτικές μονάδες που συμμετείχαν στο Αλβανικό Μέτωπο.
Η ιστορία έχει αποτυπώσει σε μεγάλο βαθμό τόσο την ιστορία της 5ης Μεραρχίας και τη δράση της όσο και τα όσα αρνητικά επισκίασαν την αντιμετώπιση της από διάφορους κύκλους, κυρίως λόγω των κρητικών κινημάτων του 1935 και 1938. Παρά ταύτα όμως τίποτε δεν μπόρεσε να επισκιάσει τη θέρμη των Κρητών για ελευθερία, με αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί η μαχητικότητα τους, αλλά και συντροφικότητα που επέδειξαν σε άλλους αγωνιστές των πεδίων των μαχών στο Αλβανικό Μέτωπο. Ιστορίες και γεγονότα από εκείνη την περίοδο έχουν αποτυπωθεί με μελάνι στα γράμματα των στρατιωτών προς τους οικείους τους στην Κρήτη.
Η επίθεση των Γερμανών στα σύνορα Μακεδονίας και Θράκης στις 6 Απριλίου 1941, τα όσα επακολούθησαν και η ισχυρή κρούση κατά των δυνάμεων της Ελλάδας έχει ως αποτέλεσμα στις 12 Απριλίου να εκδοθεί η διαταγή για τη σύμπτυξη και υποχώρηση των δυνάμεων. Αυτό ήταν και το τέλος της ιστορικής 5ης Μεραρχίας που μετά και τη Μάχη της Κρήτης δεν συγκροτήθηκε εκ νέου σε ενιαία στρατιωτική δύναμη.
Οι περισσότεροι από τους Κρητικούς που τελικά κατάφεραν να επαναπατριστούν στην Κρήτη, ενίσχυσαν τα συμμαχικά στρατεύματα για την αντίσταση κατά των κατακτητών, με αποκορύφωμα τη Μάχη της Κρήτης, αλλά και τη δράση τους στην αντίσταση την περίοδο της γερμανικής κατοχής, δεδομένου ότι από τον Ιούνιο του 1941 ένας μεγάλος αριθμός αντιστασιακών οργανώσεων «αγκαλιάζει» την Κρήτη μέχρι και την 9η Μαΐου 1945, οπότε και υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης των γερμανο-ιταλικών δυνάμεων.