Γράφει η Όλγα Μπελιβάνη – Τσιτάκη
Είδα μια ταμπακιέρα και σκίρτησε η καρδιά μου. Η αμυγδαλή του εγκεφάλου μου άνθισε ..Οι αισθήσεις μας οι πλανευτρες έχουν κουβαλήσει όλα εκείνα που χρειαζόμαστε για να αντέξουμε το μακρύ ταξίδι της ζωής χωρίς την άδεια μας.. Ήμουνα κοπελακι φτωχό σε ένα χωριό ψηλά στα βουνά και δεν είχα κούκλες ή παιχνίδια..Και δεν τα ήθελα κιόλας μου φαινόταν γελοία τα κορίτσια της γειτονιάς που ολόκληρες γάιδαρες ντυνάν κουκλες.. Ούτε καν σχολική σάκα ..Ούτε χρώματα ..Μα ευτυχώς είχα ζωηρή φαντασία, ξάπλωνα κάτω από τα δέντρα και αρπαζομουν από τα ταξιδιάρικα σύννεφα ..Ζωγράφιζα τους σοβάδες και τους πεσμένους ασβεστες κατά τα κέφια μου.
Μια μέρα λοιπόν είχα πάει στον Ποταμό και εκεί ήταν ένα χωριανακι μου πέντε ή έξι χρόνια πιο μεγάλος από μένα, πότιζε το χωράφι τους και καθόταν στην παραβολή και περίμενε ποτέ θα γεμίσει η αυλακια να κόψει το νερό στις πατάτες
Εγώ μάζευα ξύλα να φτιάξω μια καλύβα ..
-Τι φτιάχνεις ; με ρωτάει
-Τίποτα! Παίζω! Του απαντώ
Οι μανάδες μας ήταν φιλενάδες ..
– Ολγακι !Καπνίζει ο κύρης σου ; μου λέει
-Ναι! του λέω
– Ωραία να φυλάς τα άδεια πακέτα να σου φτιάξω κάτι..
Τι ήτανε να μου το πει ..Εγυρισα όλα τα καφενεία του χωριού και εμαζεψα όλα τα αδειανά πακέτα και του τα πήγα.. μέχρι να νυχτώσει του είχα πάει κάμποσα!
Σε δύο ημέρες μου λέει να ξανάρθεις
Τι δυο μέρες; Εγώ του κατσικώθηκα στο χαμηλό παραθύρι του σπιτιού του ολημερίς..
Τον έβλεπα που έκοβε και κολούσε και μου έφτιαξε ένα κάστρο με σκάλα με καμπαναριό με παράθυρα με όλα..Μέχρι καθρέπτες μου έκαμε με το γυαλόχαρτο.
‘Ορμησα και τον αγκάλιασα όταν μου το έδωσε..
-Βασίλη σε ευχαριστώ!
Εκόντεψα να κουζουλαθώ από τη χαρά μου.. Το έπαιρνα αγκαλιά κάθε βράδυ και τραβούσα στο όνειρο ..Ώσπου ξεχαραβάλιασε το κάστρο και έληξε η βασιλεία μου. Τον Βασίλη δεν τον έχω ξαναδεί από τότε..
Η μοίρα η μπεκρου όμως τα σιαχνει όλα κατά τα τερτίπια της ..Ορφανεψε αυτός στ αλήθεια και εγώ στα ψέματα και κλειστηκαμε σε ξεχωριστά ορφανοτροφεία..Δύσκολα και για τους δυο μας ..
Χάσαμε τις μάνες μας κι οι δυο.. Εκείνου πέθανε από Καρκίνο και εμένα τρελάθηκε..
Κύλησαν τα χρόνια και δεν θα ξεχάσω ποτέ το πιο όμορφο κάστρο που μου χάρισαν ..και τώρα που σας μιλώ στάζουν τα μάτια μου στην άδεια ταμπακιέρα γιατί η έκτη αίσθηση αυτή της καρδιάς είναι πολύ ξελογιάστρα και όλα τα ανακατωνει .
Και μια συμβουλή να αφήνετε τις αισθήσεις να κουβαλούν στο μυαλό σας για να έχετε καύσιμα -αναμνήσεις να αντέξετε όλα τα δύσκολα που έρχονται.. Ότι έχουμε ζήσει ..οι άνθρωποι μας μπορεί να έφυγαν αλλά κατοικούν μέσα μας είναι ο θησαυρός μας.