Η Μαρία είναι μια Κρητικοπούλα που νοσηλεύεται με κορονοϊό σε νοσοκομείο της Αθήνας.
Χθες βράδυ με μια συγκλονιστική της ανάρτηση, μας δίνει την εικόνα που ζει μέσα από το θάλαμο covid 19 του νοσοκομείου που νοσηλεύεται.
Γράφει χαρακτηριστικά:
“Σάββατο 6 Μαρτίου, 41 νεκροί από covid 19.
Από το προηγούμενο βράδυ, της Παρασκευής, με οξυγόνο, στον τετράκλινο θάλαμο βραχείας νοσηλείας, μέχρι να κατασταλάξει ο καθένας εκεί που πρεπει να νοσηλευτεί, αν πρέπει.
Στο δωμάτιο εγώ, βυθισμένη σε ένα πυρετό που δε με άφηνε για μέρες και με αδιόρατη ανάσα που έφτανε σε απώλεια συνείδησης. Δίπλα μου η κυρά Ειρήνη, η μόνη στο θάλαμο που μπορούσε να σηκωθεί και να περπατήσει. Απέναντι της ο μπάρμπα Αγαμέμνονας, γυρω στα 85, πονηρός, δυνατός, που σερνόταν συνέχεια στο κρεββάτι κι έφτανε κάτω κάτω για να το σκάσει, με μια απλή ρινική καλωδίωση που τη ζήλευα και μια φωνή που απαντούσε δυνατά κάθε φορά που τον ρώταγαν: πώς σε λένε μπάρμπα; -Αγαμέμνων!! Και χαμογελούσαν οι νοσηλευτές.
Ακριβώς απέναντι ο παππούς Μοχάμεντ, έτσι τον φώναζαν όσοι έμπαιναν. Δεν ήξερε ελληνικά, το μόνο που έλεγε ήταν “λίγο νερό βρε παιδιά…” φωνάζοντας δυνατά, δεν ξέρω που έβρισκε τέτοια φωνή μέσα στη μάσκα που φορούσε. Όταν έπεφτε ο πυρετός κοιτούσα κρυφά το παππού Μοχάμεντ γιατί μόνο εγώ κι αυτός φορούσαμε τέτοια τεράστια μάσκα και δεν έπρεπε να πιούμε καθόλου νερό.
Οι πόρτες στο θάλαμο αυστηρά κλειστές, λόγω πρωτοκόλλου, και συνέχεια μπαινοβγαίναν άνθρωποι ντυμένοι αστροναύτες- τα ζωτικά μας, οι μετρήσεις μας, τα φάρμακα μας….
Ο παππους Μοχάμεντ ήταν πολύ ανησυχος, φώναζε συνέχεια για νερό, πέταγε το οξυγόνο του, τους ορούς του, του έφερναν 3-4 φορές μες τη μέρα τον καρδιογράφο, έμπαιναν πιο συχνά για τα ζωτικά του…
Σάββατο βράδυ, έχω χάσει την ώρα στο λήθαργο που είμαι, άκουγα μόνο φωνές, το παππού Μοχάμεντ να φωνάζει επίμονα και πιο δυνατά από ποτέ, να τα έχει πετάξει πάλι όλα, η κυρά Ειρήνη δίπλα να έχει σηκωθεί 2 φορές στην πόρτα για να τους πει ότι ο άνθρωπος διψάει, όχι, απαγορεύεται, γρήγορα στο θάλαμο , της έλεγαν, κάποια στιγμή ησυχία, και μετά πάλι δε μπορώ με τίποτα να υπολογίσω πόσο κράτησε ο απίστευτος θόρυβος και τα βογγητά που ακολούθησαν, αλλα κυρίως αυτό το εφιαλτικο “λίγο νερό βρε παιδια” μέχρι την απόλυτη σιγή ξανά, να ταν 5 λεπτά, να ταν 1 ώρα, καμια επαφή. Και μετά ξαφνικά, γρήγορα, φεύγει, το μόνιτορ, το παραβάν, όχι, την ανάνηψη, την πρίζα, γρήγορα, η μυρωδιά του καμένου, μα όχι, δεν έχει πια σφυγμό, η κυρά Ειρήνη έντρομη στη γωνία της, ποιος της είπε να έχει τόσο δύσκολο ύπνο, ο μπάρμπα Αγαμεμονας κιχ, ούτε το όνομα του δεν είπε, οι γιατροί μούσκεμα στον ιδρώτα με μάτια να γυαλίζουν και εγώ.. Εγώ τίποτα.
Ο παππούς Μοχάμεντ πέθανε Σάββατο βράδυ, δεν έχω ιδέα τι ώρα ήταν, πολύ διψασμένος. Οι νοσοκόμες τακτοποιήσαν τα πράγματα του, του έβαλαν αυτοκόλλητο στο πόδι, τον τύλιξαν με εκείνη την ολόσωμη μπλε σακούλα και μας ρωτούσαν αν είχαμε καταλάβει να εχει μαζί του κινητό.
Όταν τον έπαιρναν πια, είδα με την άκρη του ματιού μου την κυρά Ειρήνη από δίπλα να έχει δακρύσει, να σταυροκοπιεται και να λέει από μέσα της μια προσευχή.
Λίγο αργότερα, άκουσα μια νοσοκόμα να την παρηγορεί λέγοντας της βιαστικά να μη το σκέφτεται και βασανίζεται, και περισσότερες φορές να το είχε πει στους νοσηλευτές για νερό δε θα άλλαζε κάτι, γιατί απλά δεν έπρεπε να πιει.
Και ευθαρσώς κάπου εδώ δηλώνω ότι δε με ενδιαφέρουν οι στατιστικές και οι αριθμοί, ουτε ποιος ήταν ο παππους Μοχάμεντ, αλλά ότι οταν πέθανε σε κάποια γωνία της γης που ξεβράστηκε, βρέθηκε μια κυρα- Ειρήνη από τη Νίκαια να νοιαστεί για το τελευταίο του νερό και να τον ξεπροβοδισει λέγοντας μια προσευχή σε όποια γλώσσα και Θεό ήξερε.
Μπορεί ο παππούς Μοχάμεντ να έφυγε διψασμένος αλλά πιο πολύ με πληγώνει ότι οι δικοί του ποτε δε θα μάθουν ότι δεν έφυγε απόλυτα μόνος -αν έχει αυτό κάποια σημασία”.