Η Σοφία Βέμπο παρ’ όλη την κακή κατάσταση της υγείας της, έδειχνε ενθουσιασμένη.
Οι εξεγέρσεις την αναζωογονούσαν.
Της τόνωναν την κουρασμένη της καρδιά.
Η φλογερή εξέγερση των νέων, της είχε ξυπνήσει μέρες παλιές αγώνων και ενθουσιασμού.
Έτσι βρήκα τη Σοφία εκείνο το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου.
Με την καρδιά της να χτυπάει με δυνατούς ρυθμούς και τα μάτια της ολοζώντανα όπως τον παλιό καιρό.
Και όταν αργότερα, το ίδιο βράδυ, ξεκίνησε το μακελειό, δε δίστασε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της σε όσα λαβωμένα σπουργίτια της χτύπησαν για να γλιτώσουν.
Το σπίτι της γέμισε με νεαρά τραυματισμένα άτομα.
Ο Μίμης Τραϊφόρος είχε τρομοκρατηθεί.
– Τρελή είσαι; ούρλιαζε. Έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται έξω; Δικτατορία έχουμε! Αυτοί δε λογαριάζουν τίποτα!! Είναι αδίστακτοι!!!
– Άντε ρε χέστη!, θυμάμαι πως τον είχε αποπάρει η Σοφία.
Τίποτα δεν πρόκειται να μας κάνουν.
Τους έχω χεσμένους όλους αυτούς.
Το πρωί που χτύπησε η πόρτα της, άνοιξε η ίδια το παραθυράκι και αντιμετώπισε τους μπάτσους που τη ρώτησαν αν είχε φιλοξενήσει κόσμο στο σπίτι της.
”Βεβαίως και φιλοξένησα”, τους απάντησε με θάρρος.
”Κι εσείς να μου χτυπούσατε την πόρτα, τρέμοντας από τον φόβο και με σπασμένα κεφάλια, το ίδιο θα έκανα.”
Ανδρέας Μαμάης
……………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο ”Σοφία Βέμπο – Η φωνή της Ελλάδας”
Φωτογραφία: ΑΡΧΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ / FLIPPRESS Βασίλης Καραγεώργος
Πηγή: Πρόσωπα