του κ. Δημητρίου Σάββα*
Από το ορφανό κοριτσάκι, φτωχό σαν κλαράκι γυμνού δέντρου, που παραμονή Χριστουγέννων θα δώσει σε έναν παππούλη το μοναδικό ξεροκόμματό του και σε ένα ξυπόλυτο αγόρι τα παπούτσια της, για να βρεθεί στο τέλος να μαζεύει στην ποδιά της αστέρια που γίνονται φλουριά, ως τον ληστή, συνέταιρο του διαβόλου, που παραμονή και αυτός Χριστουγέννων, θα βουτήξει στο παγωμένο ποτάμι για να σώσει ένα μωρό όμορφο σαν τον ήλιο, το λαϊκό παραμύθι είναι πάντα λυτρωτικό. Και μαγικό, αφού μιλάει για ανήκουστα θαύματα, όπως τα ζώα που, την Άγια Νύχτα, αποκτούν λαλιά. Όπως μαγικοί, αλλά και γενναιόδωροι, είναι και οι θρύλοι του Δωδεκαημέρου, αφού εκτός από τα κακομούτσουνα δαιμόνια που πριονίζουν το δέντρο της ζωής, σαν τους δικούς μας καλικάντζαρους, μιλάνε και για ξωτικά που φέρνουν τύχη και ευτυχία στους ανθρώπους.
Επίσης μοναδικά και τόσο σημαντικά είναι τα ήθη και έθιμα αυτών των ημερών, οι δοξασίες και οι παραδόσεις. Όλα αυτά που ξυπνούν σε μικρούς και μεγάλους το αίσθημα της φιλαλληλίας, της ελεημοσύνης και της αγάπης. Η αξία ειδικά της τελευταίας έννοιας είναι απροσμέτρητη και ανυπολόγιστη.
Σεβασμιότατε, πατέρα Ιωακείμ Πρωτοσύγκελλε της Ιεράς Μητρόπολης Γορτύνης και Αρκαδίας, σεβαστοί Πατέρες, σεβαστές γερόντισσες, κύριε Δήμαρχε, κύριε Αντιδήμαρχε, αγαπητοί συνδημότες και εκλεκτοί φίλοι.
Το θέμα της αποψινής μου ομιλίας είναι: Η σημασία του μεγάλου γεγονότος της Γέννησης του Χριστού! Ήθη, έθιμα, παραδόσεις και δοξασίες του δωδεκαημέρου.
Στο καλαντάρι του λαού μας ο Δεκέμβριος αναφέρεται γενικά ως Γιορτινός, λόγω των πολλών θρησκευτικών γιορτών του, και, ειδικά, Αϊ-Νικολιάτης ή Παππού Νικόλας, αλλά και «Νικολοβάρβαρα», από τις γιορτές του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Βαρβάρας και κυρ-Λευτέρης, από τη γιορτή του Αγίου Ελευθερίου (15 Δεκ.), που χαρίζει «καλή λευτεριά στις έγκυες».
Η μέρα αρχίζει βέβαια να μεγαλώνει μετά τις 22 Δεκεμβρίου, αλλά η λαϊκή παράδοση, βιαστική, από της Αγίας Άννας (9 Δεκ.) ήδη αναφέρει ότι «η μέρα παίρνει ανάσα» ή «άνεση» και ότι από του Αγίου Σπυρίδωνα (12) «η μέρα παίρνει ένα σπυρί», δηλαδή λίγο – λίγο μεγαλώνει, και ότι η αύξηση αυτή γίνεται μία ολόκληρη ώρα τα Χριστούγεννα. Απ’ αυτό και η ρήση: «Χριστός γεννάται, ώρα γεννάται».
Καθώς οι πιο κρύες ημέρες του έτους θεωρούνται τα Νικολοβάρβαρα, τις γιορτές των Αγίων Βαρβάρας (4 Δεκ.), Σάββα (5) και Νικολάου (6), η παράδοση λέει γι΄ αυτούς τους τρεις αγίους: «Η Αγία Βαρβάρα βαρβαρώνει (το κρύο), ο Άϊ-Σάββας σαβανώνει, κι ο Άϊ Νικόλας παραχώνει». Επίσης, «Τα Νικολοβάρβαρα κάνει νερά και χιόνια», λέει ο λαός, και οι ναυτικοί μας συμπληρώνουν: «Τ’ Αϊ Νικολοβάρβαρα, κατεβασιές και χιόνια, μπουράσκες και τελώνια».
Ο Δεκέμβριος λέγεται και Άσπρος μήνας ή Ασπρομηνάς στη Μακεδονία, κι αλλού Χιονιάς, για το πυκνό χιόνι του, ιδίως τα Χριστούγεννα.
«Χριστούγεννα-Χριστόχιονα». Παλιότερα στον Πόντο ονομαζόταν Χριστιανάρης, στη Λέσβο Χριστουγεννιάτης, στη Ρόδο Χριστουγεννάρης και αλλού Χριστουγεννάς. Για τους ορθόδοξους η πραγματική αρχή του καινούργιου χρόνου είναι τα Χριστούγεννα: «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου». Αν κάτι κάνει καινούργιο τον χρόνο αυτό δεν είναι η εναλλαγή κάποιων αριθμών, αλλά η είσοδος του Υιού και Λόγου του Θεού μέσα στον χρόνο της ιστορίας του ανθρώπου.
Κατά την περίοδο του δωδεκαημέρου τρεις είναι οι σημαντικότερες λαογραφικές γιορτές (Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Φώτα), όπου συναντώνται με παραδοσιακή ένταση έθιμα παγανιστικά μαζί και χριστιανικά αλλά και άλλες πλαισιωτικές ενδιάμεσες γιορτές αγίων που συμπορεύονται κατά την μεταβατική αυτή ώρα του «άκρου χειμώνος» προς την αισιόδοξη άνοιξη. Όλες αυτές είναι δεμένες με το φυσικό χρόνο που περιβάλλει τον άνθρωπο, αλλά και στηρίζονται στις θρησκευτικές ώρες που συνήθως αναζητεί. Τελούνται γενικά με τρεις επιθυμητές σκοπιμότητες:
α) Να χαρούν οι άνθρωποι τη μετάβαση από την χειμωνιάτικη περίοδο και το σκοτάδι στο χειμωνιάτικο φως και τη βλάστηση.
β) Να εξασφαλίσουν την ευτυχία για το νέο χρόνο που έρχεται.
γ) Να τονώσουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα, ιδιαίτερα με τις εκκλησιαστικές, αλλά και οικιακές τελετές των Χριστουγέννων, του Αϊ Βασιλειού και των Φώτων.
Ο πρώτος σκοπός επιδιώκεται με τις πρασινάδες, με το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τους πολύχρωμους φωτισμούς, το αναμμένο τζάκι, το κυνηγητό των καλικαντζάρων, τον αγιασμό των Θεοφανείων, όπου κάνει τα καράβια να ξεθαρρεύουν προκειμένου να ταξιδέψουν. Ο δεύτερος σκοπός ζητάει την πραγμάτωσή του με κάλαντα, τις ευχές, τα δώρα, τους μπουναμάδες, τα τυχερά παιγνίδια, τις βασιλόπιτες, τα γλυκίσματα και γενικά κάθε έθιμο που επικαλείται την καλή τύχη, γύρω από την Πρωτοχρονιά. Και ο τρίτος σκοπός εφαρμόζεται με τις νυχτερινές κατανυχτικές ακολουθίες των Χριστουγέννων, των Φώτων, με την ωραία παραδοσιακή ψαλτική και τους μοναδικούς ύμνους, αλλά και με τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τα φαγητά και τις τελετές της εστίας και του τραπεζιού. Όλα αυτά είναι συνήθειες «σπιτολατρικές» ας μου επιτραπεί η χρήση του όρου, αλλά και χριστιανικές, μέσα στη σύνθετη παράδοση των αιώνων μας. Θα αναφερθούμε παρακάτω στα έθιμα αυτά!
Από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων οι παρέες των μικρών παιδιών, ψάλλοντας τα κάλαντα, μας φέρνουν το μεγάλο μήνυμα της γέννησης του Χριστού.
«Γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα,
Το μέλι τρών’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες».
Είναι πιθανότατο ότι μέσα στη σπηλιά της Βηθλεέμ ο μικρός Ιησούς δεν είχε αυτές τις διατροφικές πολυτέλειες, μέλι και γάλα, που και τότε και τώρα, μόνο άρχοντες και αφεντάδες μπορούν να τα καταναλώνουν άφθονα.
Η φτωχή οικογένεια του Ιωσήφ, το μόνο που άνετα διέθετε, ήταν ένα γαϊδουράκι για τη «φυγή εις Αίγυπτον».
Η Γέννηση του Χριστού! Ίσως το πιο κορυφαίο των γεγονότων!
Οι αγραυλούντες ποιμένες, λοιπόν, αποκτούν σημαντική θέση στο πλαίσιο της γέννησης του Χριστού. Υπάρχει μια συνέπεια στην επιλογή των βοσκών. Μια συνέπεια ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Μέτοχοι στο γεγονός της Γέννησης θα είναι οι έσχατοι και όχι οι πρώτοι. Αυτοί οι ήρωες του Παζολίνι από την εξαιρετική κινηματογραφική ταινία Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, θα είναι όχι απλώς παρόντες αλλά ενεργοί μέτοχοι στην Γέννηση. Είναι άραγε, η ίδια παράδοση που κάνει τον Δαβίδ βασιλιά των Ιουδαίων εκείνη που επιτάσσει τη μετοχή στα κορυφαία γεγονότα ανθρώπων από τις χαμηλότερες τάξεις.
Μπορεί να υπάρχει και αυτή η ανάγνωση. Όμως ταυτόχρονα φαίνεται και μία επιλογή, οι ανέστιοι, οι φτωχοί, θα είναι οι ήρωες του Χριστού σε όλη τη ζωή του. Οι ποιμένες υποδέχονται τον ποιμένα. Σοφής η σχέση και η αλληγορία. Η αθωότητα των φτωχών γίνεται το πλαίσιο υποδοχής του Χριστού. Αυτή η συνεπής ανατροπή καθιστά και ενδιαφέρουσα την ιερή ιστορία. Οι ρόλοι αλλάζουν και τα μέχρι σήμερα εκείνη τη στιγμή θέσμια δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Η «επιτροπή υποδοχής», λοιπόν, του Χριστού δεν θα μπορούσε να αποτελείται από τους άρχοντες. Γιατί τότε τίποτε δεν θα άλλαζε. Το πλαίσιο των γεγονότων της Γέννησης σημαίνει και δηλώνει αυτή την ανατροπή.
Δεν τίθενται εν αμφιβάλω τα όσα ο άγγελος είπε στους βοσκούς. Σαν έτοιμοι τα αποδέχονται και πηγαίνουν να τα αναγγείλουν εκεί που πρέπει. Οι βοσκοί είναι οι πρώτοι που πληροφορούνται την ταυτότητα του παιδιού που γεννήθηκε σε εκείνο τον σταύλο της Βηθλεέμ. Το «υπερφυσικό», που αρχικά τους δημιουργεί φόβο, γίνεται «φυσικό». Οι βοσκοί ξεπερνούν το αρχικό στάδιο της απορίας και της έκπληξης και εντάσσουν το γεγονός αυτό στη ζωή τους. Θα το κοινοποιήσουν εκεί που πρέπει και δεν θα διεκδικήσουν φήμη ή δόξα.
Ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός γεωργικός και αγροτικός. Η αγροτιά είναι άρρηκτα δεμένη με την πατρώα γη. Αυτός ο ανθρώπινος τύπος, ο Έλληνας αγρότης, στέκει πίσω από τα έθιμα των Χριστουγέννων.
Και αυτός ο χαρακτήρας είναι για τούτο, ο αντιπροσωπευτικός των Ελληνικών Χριστουγέννων, ο γεωργικός χαρακτήρας, ο αγώνας και η αγωνία ενός λαού για να εξασφαλίσει το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του. Ο νους του είναι στη νέα σοδειά που θα έρθει. Τα παιδιά μέσα από τα κάλαντα περνώντας από σπίτι σε σπίτι υμνούν το άξιο ζευγάρι του αλετριού και τον ευλογημένο θερισμό.
Την ίδια στιγμή οι νοικοκυρές έχουν ψήσει τα χριστόψωμα, τις πίτες και τα χριστοκούλουρα. Λογής – λογής σχήματα και κεντήματα έχουν όλα τους που όταν κανείς τα προσέξει, βλέπει να συμβολίζουν τον καημό και το όνειρο της αγροτιάς. Ειδικά τα κεντίδια του χριστόψωμου, όλα σημαίνουν τον ανθρώπινο πόθο για καλό θερισμό, για άφθονα σταφύλια στον τρύγο, για πολλούς καρπούς που επιθυμούν να δώσει η γη, αλλά και ένα διαρκή πόθο για γενοβόλημα του κοπαδιού. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το κρέμασμα ενός κουλουριού στο εικόνισμα ή στα εικονίσματα που κληρονόμησαν από την αρχαία λατρεία των «εφεστίων» θεών και που προστατεύουν σήμερα το σπίτι, παρακαλώντας τους να αναλάβουν την ολοκλήρωση του ερχομού μιας εξαιρετικής σοδειάς.
Από τη νύχτα των Χριστουγέννων αδιάκοπα καίει η φωτιά, αφενός να ζεστάνει το μικρό Χριστό, και αφετέρου να διώξει, όσο πιο μακριά γίνεται τους ενοχλητικούς και απρόσκλητους καλικαντζάρους που προσπαθούν να κόψουν την κολόνα που βαστάει τη γη, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν σύμφωνα με θρύλους και παραδόσεις. Πρόκειται για πλάσματα νυχτερινά, που τρέμουν τω φως και έρχονται σε πόλεις και χωριά την περίοδο του δωδεκαημέρου και φεύγουν την παραμονή των φώτων.
Διαρκώς λοιπόν ανάβει το τζάκι με το πιο διαλεκτό κούτσουρο, αλλά και πιο μεγάλο, το «χριστόξυλο» το οποίο θα χαρίσει την ποθητή θαλπωρή.
Πολλές φορές, σε διάφορα μέρη κυριαρχεί ο σύνδεσμος της γεωργικής ζωής με τη χριστουγεννιάτικη φωτιά.
Έτσι φέρνουν κοντά στο τζάκι το υνί του αλετριού, ή παίρνουν κάρβουνα για να θυμιάσουν από κοντά τα ζώα τους και τα διάφορα γεωργικά σύνεργα στο σταύλο και στις αποθήκες τους. Αυτό φανερώνει την πίστη τους στην ιερή δύναμη της φωτιάς, αλλά και στην επίδρασή της.
Βέβαια τα υπολείμματα του ιερού χριστόξυλου που είναι μικρά κομμάτια κάρβουνου και στάχτης, τα ρίχνουν στα χωράφια, αφού έτσι το βρήκαν από τους παππούδες τους.
Από τις χαρακτηριστικές εθιμικές εκδηλώσεις των χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια που σε αρκετά μέρη παίρνουν χαρακτήρα θυσίας. Πρόκειται για πανάρχαιο ρωμαϊκό έθιμο προς τιμήν του Κρόνου που συντηρήθηκε σε μεγάλη ακμή και στους βυζαντινούς χρόνους, όπως δείχνει και η παροιμία: «Αι γαρ των χοίρων φωναί περί τας καλάνδας». Μία τέτοια εικόνα περιγράφει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο αείμνηστος λαογράφος μας Κωστής Φραγκούλης.
«Φωνές γροικώ τσι γειτονιές
Μουγκρές γροικώ στσι σταύλους
Χαρούμενο συντάλαχο γροικώ στα καλντιρίμια.
Στσι γειτονιές ζυμώνουν, στσι σταύλους μαχαιρώνου…
…και στα σιντεροτσίκαλα νερό στσ’ αυλές τως βράζου,
Τσι χοίρους τσι θροφάρηδες που σάξα να μαδήσου…»
Στη συνέχεια βέβαια γίνονταν ένας αγώνας δρόμου όπου έπρεπε να κοπεί ο χοίρος και να αρχίσει η διαδικασία της παρασκευής των σίγλινων, των λουκάνικων, του καπνιστού κρέατος και τόσων άλλων εδεσμάτων, που εξασφάλιζε για την οικογένεια η εκτροφή ενός χοίρου.
Με σεβασμό και ευλάβεια γιόρταζαν και γιορτάζουν οι άνθρωποι την αρχή του χρόνου, τηρώντας με ακρίβεια τα ήθη και έθιμά της, της παραδόσεις της.
Εκτός από τα γνωστά κάλαντα και τις ετοιμασίες εν΄ όψη του νέου χρόνου, ο κάθε νοικοκύρης φρόντιζε να φέρει μία μεγάλη πέτρα να την τοποθετήσει δίπλα στο τζάκι, πράγμα που θα συμβόλιζε τη δύναμη, την υγεία και τη μακροζωία στο κάθε σπιτικό. Πολλές φορές έξω από την πόρτα τοποθετούσαν και μια μικρή εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας, προκειμένου να τους προστατεύει όλο το χρόνο. Ακόμα και το κρέμασμα στην πόρτα της αγριοκρεμμύδας, σύμβολο καρποφορίας. Επίσης, πριν από την αλλαγή του χρόνου, όπως πολλές φορές ακόμα και σήμερα συνηθίζεται, γυναίκες και άνδρες, μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι και έπαιζαν χαρτιά, προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους. Συμβαίνει και σήμερα κάτι τέτοιο ανάμεσα κυρίως στα μέλη της οικογένειας, όπως προαναφέραμε.
Στο σπίτι όταν άλλαζε ο χρόνος και τούτο το υπολογίζανε από το κράξιμο του πετεινού ή από άλλα σημάδια γιατί τότε ούτε ραδιόφωνα, ούτε τηλεοράσεις είχανε ούτε και ρολόγια, ανταλλάσανε ευχές και φιλιά και η σπιτονοικοκυρά κερνούσε τσικουδιά με καρύδια, σύκα ξερά, ή είχε ετοιμάσει γι’ αυτό και μεζέ και τρώγανε όλοι και έτσι χαρούμενοι και εύθυμοι υποδεχότανε το καινούργιο χρόνο. Το πρωί της πρωτοχρονιάς δεν επιτρεπότανε κανείς να μπει στο σπίτι του άλλου εάν δεν εγίνετο πρώτο το ποδαρικό. Από την προηγούμενη είχε ορισθεί ποιος θα έκανε σε κάθε σπίτι το ποδαρικό και συνήθως έπρεπε να είναι άνδρας ή μεγάλο κοπέλι που να ζούνε και οι δυο γονείς του. Το παιδί αυτό το λέγανε «μανοκυρουδάτο». Επίσης, το πρωί της Πρωτοχρονιάς έπρεπε όλοι υποχρεωτικά να πάνε στην εκκλησία και στη συνέχεια να επισκεφθούν τους συγγενείς, τους παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, νονό, νονά, προκειμένου να πάρουν την καλή χέρα. Την ίδια μέρα σε ένδειξη αγάπης, καλοσύνης και ευχαρίστησης αντάλλαζαν δώρα οι άνθρωποι μεταξύ τους. Επίσης, καλότυχος και τυχερός ήταν και είναι αυτός που θα έβρισκε το φλουρί της βασιλόπιτας.
Μία από τις σπουδαιότερες χριστιανικές γιορτές είναι τα Θεοφάνεια. Γιορτάζεται σ΄ όλη τη χώρα με ελάχιστες παραλλαγές από τόπο σε τόπο, με ιδιαίτερη πίστη και ευλάβεια. Την παραμονή οι άνθρωποι νηστεύουν και προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα, προκειμένου να πιουν αγιασμό, την ημέρα δηλαδή του Μεγάλου Αγιασμού, όπως λέει ο λαός μας. Συνηθισμένα φαγητά της παραμονής ήταν και είναι τα ψαροκόλλυβα ή παλληκάρια. Περιλάμβανε σιτάρι, φασόλια και ρεβύθια. Τα έτρωγαν οι άνθρωπο, αλλά από αυτό το φαγητό έδινα και στα ζώα, αφού το ανακάτευαν στο παχνί μαζί με άχυρα, θέλοντας να τα ευχαριστήσουν για την εργασία που τους προσέφεραν.
Ο αγιασμός των υδάτων που γίνεται την παραμονή των Θεοφανείων στις εκκλησίες λέγεται «πρωταγίαση ή φώτιση». Ο παπάς με αγιασμένο νερό, ένα σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό επισκέπτεται τα σπίτια της ενορίας του και τα αγιάζει. Με την πρωταγίαση ραντίζουν οι άνθρωποι τα κτήματά τους, τις ελιές και τ’ αμπέλια, για να δώσουν άφθονο καρπό. Την παραμονή των Θεοφανείων τα παιδιά λένε τα κάλαντα: «Σήμερον τα Φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη στον Κύριο. Σήμερον η Κυρά μας, η Παναγιά, χαίρεται κι εκείνη μαζί με μας». Ο μεγάλος αγιασμός τελείται την ημέρα των Θεοφανείων με την κατάδυση του σταυρού στη θάλασσα. Η τελετή της κατάδυσης του σταυρού γίνεται με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Οι κολυμβητές που θα πέσουν στη θάλασσα για να πιάσουν το σταυρό θεωρούνται καλότυχοι και ευτυχισμένοι.
Με όλα αυτά τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τις δοξασίες και τις συνήθειες κλείνει ο κύκλος του Δωδεκαημέρου. Οι Έλληνες σ’ όλη την ιστορική διαδρομή έμαθαν να πορεύονται με αυτά. Αυτά τους κράτησαν όρθιους, κατά τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό, ακόμα και τις δυσκολότερες στιγμές σε περιόδους που η χώρα μας γνώρισε κατακτητές και ταπεινώσεις, που το γένος υπέστη πολλά δεινά, παρόλα αυτά όμως άντεξε, δεν λύγισε, δεν πτοήθηκε, αλλά επιβεβαίωσε και με το παραπάνω τους στίχους που ακολουθούν:
Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν «και τα βασίλεια κι όλα τίποτα δεν είναι αν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη». Και πράγματι, έτσι συνέβη και έτσι θα συμβαίνει, όταν οι Έλληνες περνούν κάποιες δυσκολίες. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Είμαστε λαός με βαθιές ρίζες μέσα σε τούτο τον τόπο που κατοικούμε. Σ΄ αυτόν τον ιερό τόπο που έχει καταγιασθεί με ιδρώτα και αίμα, που και τα δυο αυτά έχουν ιστορία χιλιετηρίδων.
Έχουμε ελαττώματα σα λαός, μικρά και μεγάλα, συνηθισμένα και ιδιόρρυθμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για τούτο. Είναι κρίμα, μέσα σ΄ ένα τέτοιο περιβόλι, τόσο σα φυσικό τοπίο, όσο σαν έμψυχο «περιβόλι», να αφήνουμε να συνεχίζουν ανενόχλητα τα ζιζάνια. Χρειάζεται μεθοδικό ξεβοτάνισμα και ξερίζωμα. Εμείς οι Έλληνες, όμως, έχουμε και προτερήματα. Έχουμε κάποια προτερήματα, που είναι ατόφυα διαμάντια, που αξίζουν και ζυγίζουν όσο δεν αξίζει και δεν ζυγίζει το οσοδήποτε χρυσάφι, που θα μπει πάνω στη ζυγαριά. Αυτά τα προτερήματα είναι, που έχουν σφυρηλατήσει με ευσυνειδησία τον εθνικό χαρακτήρα και έχουν κατορθώσει να διαφυλάξουν ακέραιη, μέσα σε χιλιάδες χρόνια, την εθνική επιβίωση.
Προχωρήσαμε με μεγάλα βήματα, με διάθεση και επιμονή για μια ενωμένη Ευρώπη και είναι φυσικά καλή αυτή η κίνηση το να ενώνονται οι λαοί και τα έθνη. Προσοχή όμως εδώ, αφού μία καθολική ενσωμάτωση είναι δυνατόν να μας δημιουργήσει τεράστια προβλήματα τα οποία θα προέλθουν από τις απώλειες των κληρονομικών μας στοιχείων. Αυτών των στοιχείων που μας διαφοροποιούν από τους άλλους λαούς, τα οποία δεν είναι άλλα από τα ήθη και έθιμα μας, από τις παραδόσεις μας, αυτά που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, κοντινούς και μακρινούς. Και αυτό είναι τελικά το εθνικό μας γνώρισμα, αυτό που ονομάζουμε ευαισθησία, αυτή είναι η εθνική μας κληρονομιά.
Ίσως γι’ αυτή την πολλαπλή κληρονομιά πολλών γενεών, το αισθανόμαστε να μας διαποτίζει σαν έντονο και μακροχρόνιο βίωμα. Μας κάνει να νομίζουμε, ότι πρόκειται για κάποιο βασικό συστατικό που έρχεται μέσα από το αίμα και από την καρδιά μας.
Αν επιχειρούσε να μιλήσει κανείς, στο σημείο τούτο, με τη γλώσσα της «Ψυχολογίας του βάθους», θα ισχυριζόταν ότι πρόκειται για ένα παραδοσιακό φυλετικό συναίσθημα, που από χρόνους πολύ παλιούς έχει κατασταλάξει μέσα στο λεγόμενο «συλλογικό ασυνείδητο» της εθνικής ψυχής.
Αυτή την άφθονη και πηγαία «ευαισθησία» οφείλουμε να τη γνωρίσουμε στους εκφραστικούς τρόπους της, να την κατανοήσουμε στην αναντικατάστατη πολιτιστική αξία της, και να φροντίσουμε να τη διατηρήσουμε άσβηστη στην πατρίδα της, σα να πρόκειται για το ιερό και «άσβηστον πυρ» πάνω από την Άγια Τράπεζα του έθνους. Μπορούμε και οφείλουμε να τη γνωρίσουμε και στις ποικίλες μορφές, με τις οποίες έχει εκφρασθεί μέσα στο χώρο της ελληνικής λαογραφίας.
Συλλογιέσαι, τι περίπου είσαι, και εσύ μονάχος σου, και οι άλλοι γύρω σου. Και ξαφνικά συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να μονολογεί κάπως περίπου έτσι: «Εμείς οι έλληνες είμαστε χιλιάδες χρόνια πάνω σ’ αυτό τον όμορφο βράχο, που τον διάλεξαν και τον κατοίκησαν οι αρχαίοι θεοί. Ταξιδέψαμε με καράβια και αμέσως έπειτα φτιάσαμε τραγούδι το ταξίδι μας, τραγούδι ομηρικό, ποτισμένο με πόνο και καημό. Από τότε ειπώθηκε για πρώτη φορά η έκφραση «νόστιμον ήμαρ», που μιλάει πόσο γλυκιά είναι η ώρα του γυρισμού στην πατρίδα. Από τότε η λέξη νοστιμάδα πήρε την έννοια της γλυκιάς γεύσης. Έχουμε, που να πάρει η οργή, και κάτι ελαττώματα που χρειάζονται νυστέρι και καυτήρι. Έχουμε, ωστόσο, και κάποια προτερήματα που δεν υπάρχουν όμοια τους. Εμείς οι Έλληνες έχουμε, πάνω από όλα, αυτή την απίστευτη «ευαισθησία» της συλλογικής ψυχής. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, ότι μόνο σ΄ αυτή τη γλώσσα, τη δική μας, και μέσα σ’ αυτή την ευαισθησία, τη δική μας, βρήκε δύναμη να στηριχτεί και να ακτινοβολήσει ο Χριστιανισμός με τις θαυμάσιες ιδέες του. Εμείς που σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Χριστού και μαζί μ´ αυτό τη γέννηση της ελπίδας και της αγάπης, αλλά και την αναγέννηση του λαού μας.
Σεβασμιότατε, σεβαστοί πατέρες, κύριε Δήμαρχε, κύριοι αντιδήμαρχοι, κύριοι σύμβουλοι, κυρίες και κύριοι και αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε να είμαι κεντρικός ομιλητής της πρωτόγνωρης αυτής αποψινής εκδήλωσης!
Θερμές ευχαριστίες για τον πολύτιμο χρόνο που διαθέσατε, αλλά και για την προσοχή σας προκειμένου να με ακούσετε. Μου δώσατε ιδιαίτερη χαρά! Εύχομαι ολόψυχα καλά Χριστούγεννα, καλή χρονιά με αγάπη, υγεία και ευτυχία. Καλή δύναμη και να είστε πάντα καλά.
* Ο κ. Δημήτρης Σάββας είναι Προϊστάμενος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου και το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι η ομιλία πού έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας, στις Μοίρες 21-12-2014