του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Στις 14 Νοεμβρίου στην προσυνεδριακή διαδικασία του ΜέΡΑ 25 στο Ηράκλειο, μεταξύ των άλλων κρίσιμων αναφορών γύρω από τα τρέχοντα και πάγια ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, ο Γιάνης Βαρουφάκης με συγκεκριμένο, αλλά λιτό λόγο, αναφερόμενος στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεσήμανε-ματαξύ των άλλων-και τα εξής:
«Έχουμε αλλάξει απόψεις για βασικά ζητήματα: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μεταρρυθμίζεται πια, χωρίς έντονη και συθέμελη ρήξη, γιατί η φτώχεια, η διαδικασία έξωσης των ανθρώπων από το σπίτι τους, αποτελούν σήμερα ένα γρανάζι αυτού του συστήματος. Ο κ. Τσίπρας έβαλε την βάση σε αυτά μετά από τη συνθηκολόγηση του 2015. Χρειάζεται η ανάκτηση αυτής της δημοκρατικής κυριαρχίας από το δήμο.»
Η αναφορά αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουμε προβληματισμούς ως εξής:
ΤΟ ΠΡΏΤΟ ΖΉΤΗΜΑ: ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΌ ΈΛΛΕΙΜΜΑ
Η αφήγηση με κεντρικό πυρήνα το «δημοκρατικό έλλειμμα», επιδεινώνεται λόγω των εξωθεσμικών και από καθέδρας πολιτικών ενός άκρατου ηγεμονισμού, με αναφορά κυρίως στην πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας. Η κατάσταση αυτή, προφανώς αυξάνει τον ευρωσκεπτικισμό όχι μόνο στους Λαούς της «Περιφέρειας», αλλά και στους Λαούς του «Κέντρου». Ταυτοχρόνως θεσμοθετούνται ατελείς διαδικασίες ως προς την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε μεν νομικοπολιτική αξία, όχι όμως και υπεροχή. Και τούτο γιατί η νομοθετική πρωτοβουλία εξακολουθεί να επαφίεται στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Δηλαδή η κανονιστική εξουσία εξακολουθεί να αφορά κατά κανόνα υπόθεση της Επιτροπής. Μια τέτοια εξέλιξη όμως δεν ικανοποιεί ούτε την πλευρά των ευρωσκεπτικιστών, ούτε την πλευρά των φεντεραλιστών. Ως εκ τούτου καταλείπονται «κενά πολιτικής».
ΤΟ ΔΕΎΤΕΡΟ ΖΉΤΗΜΑ: ΈΝΩΣΗ ΚΡΑΤΏΝ ΚΑΙ ΌΧΙ ΛΑΏΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΏΝ
Από την ίδρυση της πάλαι ποτέ Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και σήμερα Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαμορφώθηκαν διάφορες Σχολές ή Ρεύματα Σκέψης. Αναφέρομαι στο εξ αρχής ενυπάρχον εκκρεμές μεταξύ των φεντεραλιστών και ευρωσκεπτικιστών. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι και στα δύο αυτά άκρα του εκκρεμούς, κοινή παραδοχή και κοινός τόπος είναι η ύπαρξη του «δημοκρατικού ελλείμματος», που όχι μόνο ως διαπίστωση, αλλά και ως μηχανισμός λειτουργίας, συνεπάγεται προβλήματα που αφορούν τόσο στην προϋπόθεση νομιμοποίησης των Οργάνων όσο και στον τρόπο λήψης των αποφάσεων.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην με επιφυλάξεις(!) μετεξέλιξη της νομιμοποιητικής παρουσίας των πολιτών των Κρατών-Μελών, οι οποίοι αναγνωρίζονται και ως πολίτες της Ένωσης, στους οποίους απονέμεται «συμπληρωματική» ιθαγένεια. Παρά όμως την αναγνώριση ύπαρξης πολίτη της Ένωσης, η Ένωση καθεαυτή δεν αφορά συγκρότηση Λαών και Κρατών. Αφορά «Ένωση Κρατών» που δεν είναι ένα ενιαίο Ομοσπονδιακό Κράτος, αλλά ούτε και μια χαλαρή Συνομοσπονδία. Η απαίτηση δημιουργίας μιας νέας τάξης Respublica με άλλες χωρητικότητες, και άλλες λειτουργικότητες, παραμένει ατελής. Και τούτο διότι το όλο εγχείρημα οργανώνεται πρωτοτύπως σε μια «Κοινότητα–Ένωση», όπου στους πολίτες απονέμεται νομιμοποιητική εξουσία και άμεση εκπροσώπηση μόνο ως προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
ΤΟ ΤΡΊΤΟ ΖΉΤΗΜΑ: Η ΥΠΕΡΟΧΉ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΊΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΉ –ΤΟ ΖΉΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ
Παρά που οι Συνθήκες επαναβεβαιώνουν βασικές νομικοπολιτικές Αρχές για την ευημερία των Λαών της Ένωσης, και παρά την εισαγωγή ομοσπονδιακών στοιχείων στην Ένωση, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι διαμορφώνονται μηχανισμοί υπεράσπισης εννόμων αγαθών που αφορούν στα κοινωνικά δικαιώματα. Και τούτο διότι καταγράφεται μετατόπιση των Θεσμών σε μηχανισμούς άτυπης διαβούλευσης των ισχυρών του «κεντρικού πυρήνα» . Αυτή δε ακριβώς η μετατόπιση είναι επίσης μέρος της κρίσης, καθόσον διαμορφώνει «κεντρικό μηχανισμό» που προωθεί αποκλειστικώς και μόνο νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Είναι πλέον αυταπόδεικτο: Η Ευρώπη έχει ήδη υποκύψει στην υπεροχή της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Αυτή η νέα κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο, αναδεικνύει το κρίσιμο ζήτημα της μεταδημοκρατίας. Δηλαδή, της υποταγής της πολιτικής στην οικονομία και όχι το αντίστροφο.
Είναι η μεταμοντέρνα περίοδος όπου στο διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και περιβάλλον, η σύγχρονη αυτή μορφή της παγκοσμιοποίησης, δημιουργεί εξωθεσμικά κέντρα και δίκτυα οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Ισχύος που επουδενί λαμβάνει πρόνοιες για την κοινωνική συνοχή, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, την αντιμετώπιση του ήδη ακραίου φαινομένου της πρωτοφανούς ανεργίας. Περαιτέρω, η ασκούσα την πολιτική εξουσία οικονομική ελίτ, ακυρώνει το κοινωνικό κράτος και υποβαθμίζει έννομα αγαθά και ατομικά δικαιώματα όπως είναι η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση –ως εάν τα έννομα αυτά αγαθά να μην αφορούν ευθέως και αμέσως και το δημόσιο συμφέρον! Η πολιτικοοικονομική αυτή ισχύς πολιτεύεται στο δόγμα: imperium επί προσώπων, dominium επί πραγμάτων.
Η ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ
Σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το ενωσιακό κατασκεύασμα, όπως αυτό τυποποιείται στη Συνθήκη της Λισαβόνας, σε κρίσιμες πολιτικές διακυβερνητικού επιπέδου απαιτεί «ομοφωνία». Ως εκ τούτου, αυτοδικαίως ιδρύεται το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto). Το veto δε, δεν είναι τίποτα διαφορετικό από τη «ρεαλιστική ανυπακοή». Και τούτο διότι αφενός η ανυπακοή σημαίνει δικαίωμα αρνησικυρίας – αρνούμαι αυτά που επιδιώκετε οι υπόλοιποι και έχω το δικαίωμα να αρνούμαι, και αφετέρου διότι το δικαίωμα αυτό είναι ρεαλιστικό – υφιστάμενο. Ιστορικά δε αξιοποιήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η ρεαλιστική ανυπακοή αφορά θεσμοθετημένη πολιτική, που πρέπει επιτέλους να αξιοποιηθεί ως εργαλείο ενάντια στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και της από «καθέδρας ελίτ: Βρυξελλών – Φρανκφούρτης – Βερολίνου». Ιδού ένα απλό παράδειγμα:
Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενσωματώνει δύο επιμέρους Συνθήκες (ΣΕΕ-ΣΛΕΕ). Ως προς το μέρος της Συνθήκης για Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), για παράδειγμα, στο άρθρο 22 παράγραφος 1, προβλέπεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τα στρατηγικά συμφέροντα και τους σκοπούς της Ένωσης που εμπίπτουν στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, καθώς και σε άλλους τομείς που αφορούν στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Ωστόσο, προβλέπεται ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται «ομόφωνα». Αρκεί, συνεπώς, ένα veto για να μην υπάρξουν πολιτικές που καθορίζουν «υπερκείμενες δυνάμεις» και «υπερκείμενα συμφέροντα». Το veto, όμως, όπου απαιτείται, προϋποθέτει πολιτικό προσωπικό που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ρεαλιστικής ανυπακοής.
ΤΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Ενώπιον των καταστάσεων αυτών, το πολιτικό προσωπικό που υπερασπίζεται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πληττόμενων Λαών της Ένωσης οφείλει ως πρωτοπορία να συμβάλει στην ανάσχεση του φαινομένου που βρίσκεται στη σφαίρα της παρακμής.
Παραλλήλως, οι πληττόμενοι Λαοί της Ένωσης μπορούν με το πολιτικό προσωπικό και τα πολιτικά υποκείμενα που υπερασπίζονται τα δικαιώματα τους , όπως το DiEM 25 ,να οργανώσουν και να συντονίσουν σε πολλαπλά επίπεδα πολιτικές δράσεις και παρεμβάσεις προκειμένου να πιέσουν όχι μόνο για τη δημοκρατικοποίηση των Θεσμών, αλλά και για την αναθεώρηση των πολιτικών της Ένωσης προς την κατεύθυνση αναβάθμισης των κοινωνικών δικαιωμάτων και επιβολής της πολιτικής στην οικονομία.
Εάν δεν υπάρξει αυτή η μεταρρύθμιση – και η κοινή πείρα μας καθοδηγεί ότι η μεταρρύθμιση πλέον εμπίπτει στα όρια της ουτοπίας, το «όλον οικοδόμημα» αφού διέλθει από τη διαδικασία της παρακμής των Θεσμών και της φτωχοποίησης των κοινωνιών, θα περιέλθει σε ανεπίστρεπτη παρακμή…
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).