Τοιχογραφία της αυτοκρατορικής έπαυλης της Πομπηίας.
Μια νύμφη καθισμένη σε μια προεξοχή κοιτάζει μελαγχολικά από την κορυφή ενός γκρεμού το άψυχο σώμα του Ίκαρου, ενώ ο Δαίδαλος πετάει αναζητώντας τον γιο του.
1ος αι μ.Χ.
Σύμφωνα με τη ελληνική μυθολογία ο Ίκαρος ήταν γιος του Δαιδάλου και της Ναυκράτης, η οποία, κατά μια παράδοση, ήταν δούλη του Μίνωος.
Όταν ο Δαίδαλος καταδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο επειδή είχε φονεύσει τον τεχνίτη Τάλω, έφυγε στην Κρήτη. Εκεί κατασκεύασε τον Λαβύρινθο για να ζει μέσα ο Μινώταυρος, ο γιος της γυναίκας του Μίνωος Πασιφάης. Μέσα στον Λαβύρινθο φυλάκισε ο Μίνως και τον ίδιο τον Δαίδαλο με τον γιο του Ίκαρο, διότι ο Δαίδαλος είχε βοηθήσει την Πασιφάη να ενωθεί με τον Ταύρο του Ποσειδώνα και να γεννηθεί ο Μινώταυρος, ενώ σύμφωνα με την Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου αναφέρει πως τον φυλάκισε γιατί ο Μίνωας ορθά τον θεώρησε υπαίτιο για την νίκη του Θησέα και την έξοδό του απο τον Λαβύρινθο, αφού η Αριάδνη ερωτευμένη με τον Θησέα ζήτησε την βοήθεια του Δαίδαλου και αυτός βρήκε την έξοδο με τον γνωστό μίτο της Αριάδνης. Ο Δαίδαλος με τον Ίκαρο δραπέτευσαν από τον Λαβύρινθο με τη βοήθεια των φτερών που είχε κατασκευάσει και για τους δύο ο Δαίδαλος, χρησιμοποιώντας πούπουλα και κερί. Τα φτερά αυτά τα προσάρτησαν στους ώμους τους και πέταξαν στον ουρανό.
Ο Ίκαρος όμως, γοητευμένος από την πτήση, παράκουσε την εντολή του πατέρα του να μην πετάει πολύ ψηλά για να μη λιώσει από τη ζέστη του ήλιου το κερί των φτερών, ούτε και πολύ χαμηλά για να μην λυθούν τα φτερά από την υγρασία της θάλασσας: πέταξε ψηλά με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί και να αποκολληθούν τα φτερά, να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Η θαλάσσια περιοχή όπου ο Ίκαρος βρήκε τον θάνατο ονομάστηκε έκτοτε Ικάρια θάλασσα όπως μας λέει ο Απολλόδωρος στην Βιβλιοθήκη του και σήμερα Ικάριο Πέλαγος. Ο Ηρακλής επίσης αναφέρει ο Απολλόδωρος πως τον καιρό που εργαζόταν στην Ομφάλη και καθώς βρέθηκε στην Δολίχη, είδε το σώμα του Ίκαρου στον γιαλό, το οποίο έθαψε με τιμές και το νησί από Δολίχη, το ονόμασε Ικαρία.
Πηγή: Αρχαιολογία – Archaeology – Elena Koumpenaki